Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72, παρ. 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκλιση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μεσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.» Κατά συνέπεια δεν χαρακτηρίζεται το κλείσιμο ενός δημόσιου φορέα εκπομπών έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Είναι άλλο το ζήτημα της εξυγίανσης, αναδιάρθρωσης και προσαρμογής στις νέες δημοσιοοικονομικές και διεθνείς συνθήκες του δημοσίου φορέα εκπομπών και άλλο το ζήτημα της επιλογής λανθασμένων μέσων που δεν «αγιάζονται» από το σκοπό.
Όλοι γνωρίζουμε πως δεν μπορεί πουθενά να βρεθεί πόσοι είναι οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ (ανάλογη λίστα για το βρετανικό δημόσιο BBC υπάρχει, μάλιστα ζητήθηκε στα πλαίσια νόμου για την ελευθερία της πληροφορίας http://downloads.bbc.co.uk/foi/classes/disclosure_logs/rfi20111450_number_of_bbc_employees.pdf ).
Όλοι γνωρίζουμε πως οι διαδικασίες πρόσληψης είναι ανάλογες του βαθμού συγγένειας των εργαζομένων με τον πολιτικό κόσμο. Όλοι γνωρίζουμε πως ο μισθός αλλά και ο αριθμός των εργαζομένων δεν ανταποκρίνεται στην αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα του έργου της ΕΡΤ (πως δικαιολογούνται 6 λογιστήρια, 490 συνδέσεις κινητής για 422 εργαζομένους ύψους 330.000 κατ' έτος στην ΕΤ3, πάνω από 2.500.000 ευρώ το χρόνο σε ταξίδια, άρνηση επί 8 συναπτά έτη για δημιουργία περιουσιολογίου κτλ). Τέλος κανείς δεν αμφισβητεί, πέραν των εργαζομένων της ΕΡΤ καθώς και όσων προσδοκούν ψήφους από την κολακεία τους, πως η ΕΡΤ δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την γενικότερη αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα. Πως γίνεται όμως αυτή;
Σαφώς και όχι με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Σαφώς και όχι δίχως σχεδιασμό (στα πλαίσια χρονολογίου) για μια διάδοχη κατάσταση. Η τελευταία ανακοινώθηκε μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ και μάλιστα το νέο σχήμα, ο σκοπός και η μορφή, μοιάζουν παραμυθένια σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση. Η ΝΕΡΙΤ (Νέα Ελληνική Ραδιοφωνία, Ίντερνετ και Τηλεόραση ΑΕ), ενσωματώνει, αν διαβάσει κανείς το καταστατικό της, όλες τις αρχές που πρέπει να διέπουν έναν δημόσιο φορέα εκπομπών στο σύγχρονο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Το σχήμα αυτό όμως που προγραμματίζεται να λειτουργήσει το επόμενο διάστημα και συγκεκριμένα το φθινόπωρο, αποτελεί μια διάδοχη κατάσταση η οποία όμως δεν περιελάμβανε πρόνοιες για το μεταβατικό διάστημα. Κατά συνέπεια ο τρόπος με τον οποίο πήγε να γίνει χαρακτηρίζει και το στυλ της κυβερνώσας πολιτικής. «Συναποφασίζω μόνος».
Το ζήτημα είναι πως οι στόχοι της δημοσιονομικής μας προσαρμογής δεν επιτυγχάνονται. Όχι γιατί δεν μπορούν να επιτευχθούν αλλά επειδή οι κυβερνήσεις από την έναρξη της κρίσης επιμένουν να ασκούν πολιτική με τον ίδιο τρόπο που είχαν μάθει. Με τον παλιό εκείνο τρόπο που μας οδήγησε στην κρίση. Δυστυχώς η δικαιοσύνη, ως τρίτη εξουσία, ως ρυθμιστής των εξουσιών, δεν κατόρθωσε τα τελευταία χρόνια να αλλάξει κι εκείνη με τη σειρά της τη νοοτροπία της. Ενώ σε αστραπιαίο χρόνο αντιδρά με ορθή απόφαση και αναστολή ισχύος της κυβερνητικής απόφαση ς, δεν προβαίνει στην εκδίκαση υποθέσεων διαφθοράς δημοσίων υπαλλήλων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και την «αγιασμένη» δεξαμενή απολυθέντων για την επίτευξη των στόχων της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Σε κάθε περίπτωση είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα (ίσως και η Ιταλία) στην οποία ασχολείται η ανώτατη πολιτική ηγεσία με θέματα που αφορούν το πολύ έναν υπουργό ή ένα υπουργείο. Αυτή η νοοτροπία που προσιδιάζει σε πολιτικές μικρών χωριών δεν πρόκειται να οδηγήσει σε έξοδο από την κρίση μιας και η ίδια η μεθοδολογία της πολιτικής που επιμένει να ακολουθείται είναι κατώτερη των περιστάσεων. Δεν μπορεί να αποτελέσει λοιπόν ζητούμενο εκλογών η αναδιάρθρωση μιας δημόσιας επιχείρησης, όποια κι αν είναι αυτή. Μπορεί μόνο να αποτελέσει το άλλοθι της ανικανότητας ενός κυβερνητικού σχήματος να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις ενός σάπιου συστήματος που εν μέρει το ίδιο ανέπτυξε κατά το παρελθόν.
Καταλήγοντας, η συγκεκριμένη πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεν είναι σε καμία περίπτωση αντισυνταγματική. Μάλιστα δεν ελέγχεται δικαστικά η συνδρομή των συνταγματικών όρων άσκησης των εξαιρετικών νομοθετικών αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής λειτουργίας, όπως είναι στην συγκεκριμένη περίπτωση η «ανάγκη» για την έκδοση της πράξης αυτής βάσει του Άρθρου 44, παρ. 1. Εξάλλου, αν επακολουθήσει κύρωση της πράξης με τυπικό νόμο επέρχεται αναδρομική ίαση των τυχόν ελαττωμάτων της ως προς την έλλειψη των προϋποθέσεων έκδοσής της. Ακόμη όμως καÎ ¹ αν δεν ακολουθούσε κύρωση, ο δικαστικός έλεγχος της «ανάγκης» φαίνεται αλυσιτελής ενόψει των δυσχερειών που παρουσιάζει η ίδια η έννοια της ανάγκης αλλά και του χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ως κατασταλτικού, διάχυτου και παρεμπίπτοντος στην Ελλάδα. Άλλο το νομικό ζήτημα λοιπόν και άλλο η αναγωγή του ζητήματος στη σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας. Δική μου εκτίμηση, τη στιγμή που θέλω να πιστεύω στον ειλικρινή σχεδιασμό και συνυπολογισμό των πράξεων της κυβέρνηση ς και όχι σε επιπολαιότητες, είναι η επίδειξη ισχύος σε ένα ζήτημα που θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για πραγματικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα που θα μας οδηγούσαν σε δημοσιονομική εξυγίανση. Θα μπορούσε όμως το μέσο να είναι καταλληλότερο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Αν παρόλα αυτά επιμένουμε να ερμηνεύουμε το Σύνταγμα με τρόπο ούτως ώστε να επιβάλλονται στο κράτος περιορισμοί στη διαχείριση του δημοσίου τομέα ωσάν αυτός να μην υπόκειται στους ίδιους κανόνες στους οποίους υπόκειται οποιοσδήποτε εργοδότης, και κατατείνουν στο να το υποχρεώσουν να συντηρεί προνόμια όταν στον ιδιωτικό τομέα οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις δεν χαίρουν της ίδιας συνταγματικής προστασίας, διότι αυτοί μπορούν να απολυθούν ή να πτωχεύσουν, προσκρούουν στην συνταγματική αρχή της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, στο μέτρο που έχουν σαν αποτέλεσμα να μετακυλύουν ακόμη μεγαλύτερο βάρος στον ιδιωτικό τομέα για την έξοδο της χώρας από την κρίση, προς όφελος του δημόσιου τομέα και χάρη του απυρόβλητου αυτού.
* Ο Γιάννης Τζιουράς, είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων,
Υπ. Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ