σουβλάκι μεταλλαγμένον και χαλβά από νιζεστέ, επιστρέφοντας οίκοι έπεσε (δια πτώσεως στο πάτωμα) στα χέρια του (μου δηλαδή) όλως τυχαίως -άλλο βιβλίο έψαχα κι αυτό ξετρύπωσε- η μικρά (16Χ10Χ εκ. Χ6,6 χιλιοστών) ποιητική συλλογή του ελλογιμοτάτου Πάνου Θεοδωρίδη, ΠΡΟΣΠΕΚΤΟΥΣ, εκδ.Τραμ/Θεσσαλονίκη 1977.
Εμεινα εκεί, θέλω να πω ξεχάστηκα στα ένδον της. Μ' αυτήν ο Π.Θ περιηγείται στους κεντροδυτικομακεδονικούς τόπους και τους πολιτικά χρόνους μετά τη μεταπολίτευση και κάτι. Μπήκα με τη λυρική χωρίς επίθετα, πεζολογούσα και σαρκα κι αυτοσαρκάζουσα ποίηση, σ΄ ένα αφόρητο κλίμα κατανοσταλγεύσεως (ομόηχη αυτής η λέξις υδρομαστεύσεως στην εφαρμοσμένη υδρολογία) εποχών, καταστάσεων, διαστάσεων και η οποία με ...γονάτισε.
Ο Π.Θ στη συλλογή του προτάσσει ένα ημισέλιδον κείμενον του περίεργου (και περίφημου ) καθηγητού της λατινικής φιλολογίας στο Αθήνησι –απολυθέντος, λένε δια μερικήν διασάλευσιν του «λογισμικού» του- Χρήστου Καπνουκάγια εκ Σιατίστης, περί της υγιεινότητας και ηθικότητας των παλαιών σπιτιών, αλιευμένη μάλλον από την αυτοεκδοθείσα αυτοβιογραφία του. Σπαρταριστή ιστορία εκκρεμεί δι' αφήγησιν τού πως ο ζωγράφος Κ. Ντιός του εφιλοτέχνησε το πορτραίτο ή μήπως εχειροτέχνησε την προτομήν του.
Ενα δεύτερο θραύσμα γραφής που παραθέτει είναι του Νικόδημου αγιορείτη από το σύγγραμά του «Ο αόρατος πόλεμος». Σ' αυτό ο όσιος Ιουλιανός ερωτομανέστατος περί του Χριστού άφηνε τόσα πολλά και καυτά δάκρυα να πέφτουν στις σελίδες των βιβλίων που διάβαζε και συναντούσε το όνομά Του, ώστε εκ της ένθεης καύσης να χαλά τα βιβλία. (Από εδώ και το τραγούδι του κ. Στ. Ξαρχάκου που αποδίδει η Ζωή Φυτούση «Τα δάκρυα μου είναι καυτά» και «σου κάψαν το μαντήλι»). Της καταστάσεως επελήφθη ο Αββάς Ησαίας όστις εν κατακλείδι χαριέντως του είπε: «...Ο θεός είναι φιλάνθρωπος και δέχεται την προαίρεσίν σου όμως τα βιβλία παρακαλώ σε να μην τα χαλάς».
Αντιγράφω ένα άτιτλον ποίημα τη συλλογής ελαφρώς επίκαιρον.
Κάθε καλοκαίρι με πιάνει μελαγχολία
γράφω κρυφά ποιήματα νοσταλγώ την εφηβεία μου
κάθε καλοκαίρι δακρύζω και υποφέρω
ανήκω στη δεκαετία του εξήντα
σιχαίνομαι την παραθέριση, τη δουλειά
βόσκω στα λιβάδια της πόλης μου με αυταπάρνηση
θέλω τα χρόνια μου λίγα κι άσχημα
γιατί δεν έμαθα να ζω κανονικά. Τώρα
σας χαιρετώ κι ευχαριστώ για όλα.
Είναι καλοκαίρι.