Ήταν τότε που ο Χ. Τρούμαν, εκείνος ο Αμερικανός Πρόεδρος που διέταξε την ρίψη ατομικών όπλων στις Ιαπωνικές μεγαλουπόλεις, απαντούσε στις κριτικές που του ασκήθηκαν εκ των υστέρων από αμερικανούς πολιτικούς, λέγοντας πως «ένα κτήνος πρέπει να του συμπεριφέρεσαι σαν κτήνος». Όμως αργότερα αποδείχθηκε πως η κλιμάκωση στο πυρηνικό επίπεδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν απαραίτητη για τον τερματισμό του. Όπως άλλωστε απέδειξε μεταξύ άλλων κι ο μεγαλύτερος ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου L. Gaddis, η Ιαπωνία έτσι κι αλλιώς θα συνθηκολογούσε (όπως αποδεικνύεται από τον αποχαρακτηρισμό των υποκλαπέντων τηλεγραφημάτων Ιαπώνων αξιωματούχων), μιας και επέκειτο πέραν της κατάρρευσης της δυνατότητας ανεφοδιασμού της στρατιωτικής της μηχανής, και η επιχείρηση Downfall. Κατά συνέπεια «η συμπεριφορά απέναντι στο κτήνος όπως του αρμόζει», έγινε με άλλο σκοπό.. το μέσο λοιπόν αγιάστηκε για έναν σκοπό αλλά τελικά εφαρμόστηκε για άλλο σκοπό. Εκείνον της πολιτικής επικράτησης μεταπολεμικά.
Για να μη μακρηγορώ άλλο με τα της ιστορίας, ας δούμε πως μπορεί να αντιμετωπίσει το κτήνος. Νομικά ή πολιτικά; Ψυχαναλυτικά ή κατασταλτικά; Ο Μ. Χατζιδάκις έλεγε πως «ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση- εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντ ιανθρώπινη παρουσία του» και συνέχιζε πως «η μόνη αντιβίωση που έχουμε για την αντιμετώπιση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική παράδοση η πεποίθηση πως τα κ τήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται. Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή "λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων" σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες».
Η οικονομική χρεοκοπία στην Ελλάδα είναι η συγκυρία που συντελεί στην εμφάνιση των άκρων, κι όχι η αιτία. Η αφορμή. Η αιτία είναι η πολιτική χρεοκοπία η οποία προηγήθηκε της επιλογής των κυβερνήσεων να διαχειριστούν την οικονομική κρίση όπως την διαχειρίζονται τα τελευταία τρία χρόνια. Η πολιτική ελίτ η οποία αναδεικνύονταν με ευθύνη της κοινωνίας μέσω ελεύθερων εκλογών, ροκάνιζε σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο, τινάζοντας στον αέρα το κοινωνικό συμβόλαιο πάνω στο οποίο βασίζονταν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας υγιούς και εύτακτης κοινωνίας.
Η αντιβίωση λοιπόν δεν είναι η απεμπλοκή από τις δεσμεύσεις των δημοσίων δανειστών απλά ή εφαρμογή ενός διαφορετικού τρόπου διαχείρισης της οικονομικής κρίσης. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στον πυρήνα του κοινωνικού συμβολαίου. Στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και θεσμών. Και σ' αυτό μόνο η κοινωνία μπορεί να συμβάλλει. Αν και η εμπιστοσύνη χάνεται με ευθύνη των πολιτικών θεσμών (πράξεις- νομοθετικές και πολιτικές) η αποκατάστασή της ή μη, γίνεται με ευθύνη (επιλογή) της κοινωνίας. Μόνο η τελευ ταία μπορεί σε καθεστώς ελεύθερων εκλογών να επιλέξει εκείνες τις δυνάμεις από τους κόλπους της που θα αποκαταστήσουν τη χαμένη αυτή εμπιστοσύνη και θα εξαφανίσουν το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι ακραίες δυνάμεις αφενός, δημιουργώντας με συνεχή αγώνα και καθημερινή πάλη τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες μπορούν να αναπτυχθούν και να ευδοκιμήσουν οι όροι για την δημιουργία μιας εύτακτης κοινωνίας αφετέρου. Όταν π.χ. δεν λειτουργεί το σύστημα απονομής δικαιοσύνης τότε αναπόφευκτα αφαιρείται μέρος της εμπιστοσύνης. Ή όταν δ εν λειτουργεί ένα σύστημα κοινωνικής αξιοκρατίας, και τη θέση του έχει καταλάβει ένα σύστημα πελατειακό- ψηφοθηρικό, τότε αφαιρείται κι άλλο μέρος της εμπιστοσύνης. Όταν υπάρχουν κατηγορίες πολιτών όπως εκείνοι που δρουν συνεχώς έκνομα σε όλο το φάσμα των αστικών τους δραστηριοτήτων (από τις εμπορικές τους πρακτικές έως τις πολιτικές τους καταχρήσεις εξουσίας) και δεν αντιμετωπίζονται ίσα από το νόμο, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, τότε αδυνατίζει ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη. Όταν τέλος η ιεράρχηση των αξιών στην κυβερνητική πολι τική δεν προκρίνει την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη αλλά τα επιμέρους ιδιωτικά συμφέροντα σε βάρος του δημοσίου (όχι του κρατικού) συμφέροντος, τότε εξανεμίζεται ό,τι απέμεινε από την εμπιστοσύνη.
Νομικά μιλώντας δεν αντιμετωπίζεται το φαινόμενο των άκρων μέσω απαγορεύσεων. Η βία γεννά βία. Άλλωστε ο συνταγματικός νομοθέτης στο Άρθρο 29 δεν έβαλε όρια στην κομματική έκφραση της κοινωνίας. Κατά συνέπεια η όποια απαγόρευση κόμματος εκτός του ότι δεν είναι επιτρεπτή νομικά, δεν είναι εφικτή και πολιτικά. Άλλωστε ακόμη κι αν κανείς αποτρέψει την κοινοβουλευτική έκφραση ενός κόμματος δεν θα κατορθώσει ποτέ κατασταλτικά να εξαφανίσει τις παράπλευρες συνέπειες μιας τέτοιας πρακτικής. Την επομένη μάλιστα θα δημιουργηθεί ένα κόμμα με Î �λλο όνομα και καταστατικό τα οποία αν και θα είναι σύννομα, θα έχουν ακριβώς την ίδια επίδραση στην πολιτική (και κοινωνική) ζωή της χώρας. Οι σκέψεις εξάλλου δεν ποινικοποιούνται. Πολιτικά μιλώντας πρέπει να γίνουν πολλά προκειμένου να εξαλειφθεί το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται τέτοιες νοσηρές συμπεριφορές. Το «Μνημόνιο» άραγε γιατί στις άλλες ευρωπαϊκές ελλειμματικές οικονομίες μη βιώσιμου χρέους δεν οδήγησε τις κοινωνίες τους στο να αναδείξουν ό,τι χειρότερο έχουν; Μήπως εκεί έγινε καλύτερη διαχείριση; Μήπως εκεί λειτουργ ούσαν οι θεσμοί καλύτερα; Μήπως εκεί οι αξίες που πρόκριναν οι κυβερνήσεις τους ήταν εκείνες που συγκροτούν τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες οικοδομείται μια κοινωνία που προάγει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνική δικαιοσύνη;
«Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός», έλεγε και πάλι ο Μ. Χατζιδάκις. Η εμμονή στη συνομωσιολογία πως η χώρα μας είναι το έρμαιο των δανειστών η οποία οργανώθηκε με τη δοτική στάση των κυβερνήσεων εξυπηρετεί μόνο εκείνους που δίχως κρίση και ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερισματολογία θέλουν μια εύπεπτη εξήγηση για ζητήματα που λόγω έλλειψης παιδείας αδυνατούν να κατανοήσουν. Αυτή η μερίδα πολιτών είναι που τροφοδοτεί τις ακραίες εκφάνσεις της κοινωνίας. Η απώλεια όμως της εμπιστοσύνης πάνω στην οποία βασίζουν οι παραπάνω πολίτες την καλλιέργεια τέτοιων απόψεων και υιοθέτηση νοσηρών συμπεριφορών έγινε και γίνεται με κυβερνητική ευθύνη. Ίσως όχι συνειδητά, διότι η ιστορία απέδειξε πως γύρισε μπούμερανγκ η ανοχή και ασυνειδησία τους. Τέλος, ο φασισμός, έλεγε και πάλι ο Χατζιδάκις, φανερώνεται με δύο μορφές: «Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες τον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας». Ο τρόπος λοιπόν που η κοινωνία οφείλει να αντιδράσει για να αποκαταστήσει τ ην εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών και θεσμών, εάν επιθυμεί ένα περιβάλλον ασφαλείας για την ανάπτυξή της, είναι η θέληση για δημοκρατία. Οφείλει να αντιδράσει για την ουσιαστική εφαρμογή των αξιών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε περιβάλλον ισονομίας και δικαιοσύνης. Η προσήλωση σε ένα «συνταγματικό πατριωτισμό», με την έννοια του δημοκρατικού συντάγματος, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου στο οποίο υγιείς πολιτικές δυνάμεις που η ίδια η κοινωνία οφείλει να αναδείξει θα διασφαλίζουν την εφαρμογή του περιε χομένου του.
Ο ρόλος της παιδείας λοιπόν, που καλλιεργείται στα κύτταρα της Πολιτείας, από την οικογένεια, το σχολείο (συμπεριλαμβανομένης της ανώτατης εκπαίδευσης), τον εργασιακό χώρο αλλά και κάθε χώρο εκτός των παραπάνω που αναπτύσσονται κοινωνικές ζυμώσεις-επικοινωνίες (φιλίες μέχρι μη κυβερνητικές οργανώσεις και κόμματα), πρέπει να διακατέχεται από τις αξίες ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του σεβασμού της διαφορετικότητας και της ισονομίας. Καμία ανοχή σε κτηνώδεις συμπεριφορές δεν δικαιολογείται και για κανένα σκοπό. Το θεσμικό οπλοστάσιο της χ ώρας μας είναι ικανό, ναι είναι ικανό, σε αντίθεση με τους θεσμούς της, και συγκεκριμένα με μια μερίδα φορέων της που βρίσκονται σε θέσεις-αμυγδαλή στο πολιτειακό σύστημα, να απαντήσει ολοκληρωτικά και αποτελεσματικά σε τέτοιου είδους κτηνώδεις συμπεριφορές. Γι αυτό και η ευθύνη της κοινωνίας είναι ο καταλυτικός παράγοντας για την αυτονόητη δυνατότητα που έχει η ίδια να επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί να κυβερνηθεί.
ο Γιάννης Τζιουράς, είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων,
Υπ. Δρ. Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ