Παρόλα αυτά σύντομα ο Πρόεδρος υπό την πίεση οικονομικών και στρατιωτικών κύκλων αναγκάζεται να χρήσει Καγκελάριο τον Hitler τον Γενάρη του 1933 έπειτα από την αποτυχημένη προσπάθεια του Schleicher να σχηματίσει στο μεταξύ βιώσιμη κυβέρνηση ως Καγκελάριος. Από κει και πέρα η δημοκρατική νομιμότητα (τεχνικά μιλώντας) παρεκκλίνει σε δικτατορία.
Ως τότε όμως η στρατηγική της νομιμότητας, όπως ονομάστηκε η τακτική για την άνοδο της δημοτικότητας των Ναζί, παράλληλα με τις τακτικές λαϊκισμού και εκφασισμού της ήδη ακραίας (ως αντιδρούσα θυμικά) κοινωνίας, οδήγησαν στην Machtergreifung ή αλλιώς κατάληψη της εξουσίας. Οι συχνές ομαδικές αποχωρήσεις των εθνικοσοσιαλιστών βουλευτών κατά τη διάρκεια συνόδου του Κοινοβουλίου οδήγησαν μέχρι και την τεχνητή πρόκληση εκλογών. Όμως η διάρθρωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν εγγενώς ανίκανη να αντιμετωπίσει τεχνικά το φαινόμενο αυτό.
Σε πλήρη αντίθεση τα μεταγενέστερα Ευρωπαϊκά (ηπειρωτικά) Συντάγματα είχαν εφοδιαστεί με δικλείδες ασφαλείας μέχρις του σημείου η παρέκκλιση από την δημοκρατική νομιμότητα να είναι εφικτή μόνο με κατάλυση δια της βίας. Βίας που μπορεί να προέλθει μόνο από πραξικόπημα (και ό,τι αυτό συνεπάγεται αναφορικά με την ιεραρχική-εξουσιαστική και πειθαρχική δομή και αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας ενέργειας).
Σε κάθε περίπτωση το Ελληνικό Σύνταγμα είναι πλήρως θωρακισμένο, ειδικά μετά το 1975 για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Αν και δεν υπάρχει όπως είπα σε προηγούμενο άρθρο μου η δυνατότητα απαγόρευσης κόμματος που στο καταστατικό του δεν περιέχει διακηρύξεις κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος (Άρθρο 29), ωστόσο υπάρχει η δυνατότητα να αναχαιτίσει την υποκριτική-ειρωνική αυτή τακτική με άλλα μέσα, και κυρίως μέσω του ποινικού δικαίου. Αν και έχει η δικαστική εξουσία τη δυνατότητα να βασίσει στις συμπεριφορές μελών αντιδημοκρατικών κομμάτων αιτία απαγόρευσης, αυτό μπορεί να το πράξει με την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο της ποινικής διαδικασίας.
Όσον αφορά τέλος τις κούφιες απειλές περί πρόκλησης εκλογών λόγω μαζικών παραιτήσεων βουλευτών (κι αυτό ισχύει για κάθε κομματικό σχηματισμό- διότι κάποιοι από αυτούς χρησιμοποίησαν την «απειλή» αυτή στο πρόσφατο παρελθόν), το Σύνταγμα ορίζει ξεκάθαρα πότε διενεργούνται εκλογές και πότε όχι. Επειδή λοιπόν οι δηλώσεις αυτές δεν κατορθώνουν να σπείρουν πανικό αλλά κάθε άλλο είναι δηλώσεις πανικού και αυτοεγκλωβισμού, αναφέρω συνοπτικά το έωλο της «απειλής»: Το κεφάλαιο ΙΔ΄ περί αναπληρωματική εκλογής του Π.Δ. 26/2012 (Άρθρο 104 του Π.Δ. 96/2007) αναφέρει ρητά πως «Βουλευτικές έδρες που κενώνονται για οποιοδήποτε λόγο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου σε κάποια εκλογική περιφέρεια, πληρώνονται από τους αναπληρωματικούς του ίδιου συνδυασμού στην ίδια εκλογική περιφέρεια» κατά σειρά. Και συνεχίζει στην δεύτερη παράγραφο πως «αν δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί ή ο αριθμός τους έχει εξαντληθεί προκηρύσσεται αναπληρωματική εκλογή στην εκλογική περιφέρεια στην οποία κενώθηκαν οι βουλευτικές έδρες».
Εκλογές λοιπόν, αλλά μόνο σε όσες περιφέρειες κενώθηκαν έδρες. Όχι σε όλη την επικράτεια. Στην περίπτωση αυτή λοιπόν οι έδρες θα καλυφθούν από τους πρώτους σε σταυρό υποψηφίους των συνδυασμών που θα κατέλθουν. Κατά συνέπεια εάν οι βουλευτές ενός μικρού (σε ποσοστό) κόμμα (πιθανολογικά μιλώντας) παραιτηθούν και προκληθούν εκλογές για την πλήρωση των κενωμένων θέσεων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επανεκλεγούν βουλευτές του συνδυασμού αυτού.
Με λίγα λόγια εάν κανείς αποσκοπεί στις εντυπώσεις, τότε σε μια κοινωνία με τη δική μας ιστορία και επίγνωση κατορθώνει μόνο να κερδίσει εκείνες που ακουμπούν στο πιο νοσηρό και κοινωνικά ακαλλιέργητό της κομμάτι. Αν πάλι είναι από τις τακτικές κινήσει τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προδίδει την αδυναμία του. Την επερχόμενη κατάρρευση και τον πανικό που τη συνοδεύει. Είναι δηλαδή σαν να τραβά τα μαλλιά του ο πνιγμένος για να σωθεί. Αυτό στο σκάκι θα λεγόταν «Ματ του αποπνιγμού».
Τέλος, όσον αφορά τους βουλευτές επικρατείας ενός τέτοιου συνδυασμού, να επισημάνω δύο πράγματα: Πρώτον οι έδρες «μεταφέρονται» (βάση του Άρθρου 3, παρ. 6 του Π.Δ. 96/2007) στην περιφέρεια όπου ο συνδυασμός συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων (όπως π.χ. είναι συνήθως οι μεγάλες περιφέρειες Αθηνών, Πειραιά, Θεσσαλονίκης). Δεδομένου λοιπόν πως οι αναπληρωματικοί αυτοί βουλευτές παραιτούνται (σε δεύτερο χρόνο) τότε προκηρύσσονται εκλογές εκεί μόνο για τις έδρες των παραιτημένων. Άρα και πάλι μιλούμε για αδυναμία επανεκλογής βουλευτών μικρών κομμάτων (ποσοστιαία-όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις). Δεύτερον, οι βουλευτές επικρατείας είναι αδύνατο να προκαλέσουν εκλογές με την παραίτησή τους. Συνοπτικά και για να μη μακρηγορώ περαιτέρω με νομικές λεπτομέρειες επισημαίνω πως το Σύνταγμα, και μαζί μ' αυτό όλοι οι κανόνες δικαίου (που εμπεριέχονται στους νόμους κτλ.) δεν ερμηνεύονται λογιστικά. Η μέθοδος ερμηνείας είναι ολόκληρη επιστήμη στο δίκαιο. Κατά συνέπεια μόνη η γραμματική ερμηνεία και ειδικά αποκομμένη από τη ratio είναι γράμμα κενό, δεν είναι νομική. Είναι απλά λόγια. Επομένως οι βουλευτές επικρατείας δεν έχουν ως περιφέρεια την επικράτεια και δεν είναι δυνατό να προκαλέσουν εκλογές. Στην περίπτωση αυτή αυτό που προκύπτει ερμηνευτικά είναι η αφαίρεση της έδρας από το Κοινοβούλιο, πράγμα καθόλα νόμιμο και λειτουργικό.
Αυτό που μένει να δούμε είναι αν η κοινωνία έχει τη δυνατότητα να προασπίσει την ποιότητα της δημοκρατίας που το Σύνταγμα εγγυάται για εκείνη. Το Σύνταγμα θωρακίζει τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Η κοινωνία είναι αυτή που μένει να δούμε αν θα θωρακίσει και στην πράξη τις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της δημοκρατίας απέναντι σε απάνθρωπους νοσηρούς τσαρλατάνους που τη χλευάζουν από μια μειοψηφική θέση αδυναμίας. Άλλωστε όλοι βλέπουμε πως με την πρώτη επανάκτηση μέρους της απολεσθείσας εμπιστοσύνης από τη μεριά του Κράτους, σείεται και διαβρώνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια των ακραίων αποκυημάτων της κοινωνίας.
*ο Γιάννης Τζιουράς, είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων, Υπ. Δρ. Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ