Γιατί είναι έτσι αυτοί φτιαγμένοι; Γιατί μπορούν να μην πονούν και ως εκ φύσεως να δείχνουν αλλιώτικοι και ξένοι; Σάρκα και οστά, υλικά σαν και αυτά που έχουν όλοι οι άνθρωποι, οι “επιφανείς φερόμενοι” επί της γης. Στροβιλίζει στο κεφάλι σου αυτό το αναπάντητο γιατί και αυτόματα ο νους σου βρίσκει τόσες απαντήσεις σε αυτό, σαν και αυτές που δίνει ενώ τις ξέρει, κάνοντας τάχα τον κουτό. Μα κάποτε και εκείνοι βρέθηκαν στης δίνης το κενό, ένιωσαν θλίψη και απόγνωση. Πέρασαν τις ψυχές τους δια πυρός και σιδήρου, σφυρηλατώντας τις μεταλλικές καρδιές τους, αφήνοντάς τες βαριές και αταξίδευτες.
Και κάπου εκεί κλειδώθηκαν και κατάπιαν το κλειδί. Δεν έχουν την ψυχή στο βλέμμα. Λογικούς τους λένε. Αυτούς που μπορούν να κάνουν υπολογισμούς και να λύνουν τις εξισώσεις της ζωής δίχως βοήθεια, δίχως να αντιγράφουν από τον διπλανό τους. Βαδίζουν μονάχοι και σκυφτοί και που και που τους ξεφεύγει κανένα χαμόγελο. Δε φοβούνται, τα έχουν όλα γιατί δεν ελπίζουν τίποτα! Όταν τα χάνεις μια φορά το «τίποτα» πανεύκολα γίνεται «κάτι».
Δεν κατηγορείς αυτούς παρά μόνο τον εαυτό σου, που δεν τολμά να τους πιάσει το χέρι σφιχτά, να τους δείξει εκείνο το γαλάζιο που θωρεί το μάτι μέχρι εκεί που φτάνει, να τους πει τόσα - όσα ένα βλέμμα μπορεί να ακούσει, να τους μάθει πως τα ψυχρά αγγίγματα τους, φωνάζουν και μαρτυρούν τον αυριανό τους φόβο και τον χθεσινό τους πόνο. Πώς να πιάσει καλοκαιριά στον καταχείμωνό τους; Άδικος κόπος! Ο άνθρωπος δεν αλλάζει όπως δεν αλλάζεις και εσύ μαζί τους. Και τα χρόνια περνούν και αυτοί ζουν για να ζουν και εσύ σκας για αυτά που δεν πρόφτασαν να ειπωθούν, για αυτά που δεν ψέλισσες, θα’ταν δε θα’ταν μια λέξη, έξι γράμματα και μια ριμάδα απόστροφος.
Να που οι άλλοι γίναν εσύ -δίνεις ελαφρυντικά χωρίς γιατί- έτσι και αλλιώς, τα ξέρεις όλα.
Αυτά που γίναν τίποτα θυμάσαι;