Μεταφέρω: «Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.», ενώ στο δεύτερο εδάφιο συνεχίζει «Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών». Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της, κατά την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας μόνο εάν υπάρξει αρνητική απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151! Αντίστροφα, και για λόγους διασφάλισης κυβερνητικής σταθερότητας, ο συντακτικός νομοθέτης, βάσει του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, απαιτεί μόνο απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (ίση ή μεγαλύτερη των δύο πέμπτων) για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Με λίγα λόγια, ενώ για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης η κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής με μόνο 120 θετικές ψήφους σε σύνολο 239, στην αποδοχή πρότασης δυσπιστίας απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Δηλαδή, παραδείγματος χάριν, ακόμη κι αν υπάρξουν, λόγω αποχής, απουσιών, παρών κτλ., 250 βουλευτές που θα κληθούν να ψηφίσουν, απαιτούνται τουλάχιστον 151 θετικές ψήφοι για να απαλλαγεί η κυβέρνηση από τα καθήκοντά της. Ευνόητο είναι λοιπόν πως εκτός του ότι το πυροτέχνημα της κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας έσβησε αμέσως πριν ανάψει, δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ξανά ως μέσο πίεσης μέχρι τις ευρωεκλογές και τις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Κι αυτό γιατί, το Σύνταγμα απαγορεύει την υποβολή πρότασης δυσπιστίας ξανά μέσα σε ένα εξάμηνο, εκτός κι αν αυτή είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή από 151 (Άρθρο 84, παρ. 2).
Εν ολίγοις, πέραν του ότι η υποβολή μιας τέτοιας πρότασης δεν θα αποδώσει, ούτε καν επικοινωνιακά, η απώλεια της δυνατότητας για υποβολή νέας πρότασης μομφής στους επόμενους έξι μήνες είναι μια κίνηση αμφιλεγόμενη. Το μόνο που θα καταφέρει είναι η περαιτέρω σταθεροποίηση της κυβερνητικής πολιτικής για το επόμενο εξάμηνο. Κάτι που ως δώρο στην κυβέρνηση, κάνει «άθελά» της (;) η αξιωματική αντιπολίτευση. Αλλά, αυτή δεν είναι και η μόνη αμφιλεγόμενη κίνηση, και μάλιστα από την τελευταία. Έχουμε δει διάφορες, με εξαιρετικά πρόσφατη τη δήλωση του αρχηγού της περί Ευρωπαϊκής συμμόρφωσης της χώρας μας (βλ. μεταξύ άλλων 03:28- 03:30 http://www.youtube.com/watch?v=YdqfSyYVsv8#t=212 και επίσης σύγκρινε βλέποντας http://www.youtube.com/watch?v=cnGCMVowiq4). Τώρα πως γίνεται μια απόφαση ενός θεσμικού οργάνου της Ε.Ε. που έχει άμεση υποχρεωτική εφαρμογή στην εθνική μας έννομη τάξη, όπως είναι η απόφαση του Μαΐου του 2010 του Συμβουλίου της Ε.Ε. για την εφαρμογή των προηγούμενων αποφάσεων του Eurogroup που κινήθηκε κατά της χώρας μας στα πλαίσια της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (βάσει των άρθρων 126, παρ. 9 και 136, παρ. 1 της ΣΛΕΕ, βλ. http://register.consilium.europa.eu/pdf/en/10/st09/st09443.en10.pdf), να μπορεί να καταγγελθεί, ενώ παράλληλα να επιθυμούμε και την παραμονή στη νομισματική ένωση της οποίας τις αποφάσεις και κανόνες παραβιάζουμε… δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, και προκειμένου να διευκρινίσω συνοπτικά, το περιεχόμενο του «Μνημονίου» δεν ήταν και είναι τίποτα άλλο από τις υποχρεωτικές, προκειμένου να παραμείνουμε στην ΟΝΕ, διαδικασίες που οφείλουμε να ακολουθούμε στα πλαίσια της Ευρωζώνης. Το γιατί επικράτησε ο όρος «Μνημόνιο» είναι μια άλλη ιστορία, που έχει να κάνει με τα ΜΜΕ. Άλλωστε το ΔΝΤ είναι η ουρά της χρηματοδότησης και μέσω της θεσμικής φόρμας του Μνημονίου μπορούσε να συμβάλλει χρηματοδοτικά στον μηχανισμό στήριξης στον οποίο και υπαχθήκαμε έπειτα από θεσμική υποχρέωσή μας εξαιτίας της συμμετοχής μας στο καθεστώς του κοινού νομίσματος και εξαιτίας της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος που κινήθηκε κατά της χώρας μας λόγω προηγούμενης παραβίασης των θεσμικών μας υποχρεώσεων απέναντι στις Συνθήκες της ΕΕ. Αποφάσεις της Ε.Ε. εφαρμόζουμε. Όχι του ΔΝΤ.
Σε κάθε περίπτωση, και για να μην φεύγω από το θέμα… η κυβέρνηση καθυστέρησε έπειτα από 5 μήνες να πάρει πίσω το ραδιομέγαρο της ΕΡΤ από τους φερόμενους ως ιδιοκτήτες τους. Άλλωστε υπάρχουν πλέον παντού ιδιοκτήτες δημοσίων αγαθών. Η εφαρμογή των νόμων λοιπόν, η καλύτερα οι πολιτικές απόψεις περί εφαρμογής ή όχι των νόμων στη χώρα μας, είναι που ευθύνονται για την συγκεχυμένη αίσθηση που κυριαρχεί περί δικαιοσύνης, δικαίου και αδίκου. Το αν έπρεπε να κλείσει ή όχι η ΕΡΤ είναι ένα ζήτημα που αφορά το άρθρο 66, παρ. 1 του Ν. 4002/2011. Το δικαίωμα υπήρχε, όμως όταν ασκήθηκε προβλήθηκε σαν ανήθικο, απονομιμοποιημένο. Ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε ήταν νόμιμος (παρόλο που θα μπορούσε να ακολουθηθεί διαφορετική νομική οδός), όχι όμως νομιμοποιημένος κοινωνικά από ό,τι φάνηκε. Παρόλα αυτά ήταν νόμιμος. Το γεγονός πως καταλήφθηκε το ραδιομέγαρο από απολυμένους υπαλλήλους ήταν παράνομο, αλλά νομιμοποιημένο κοινωνικά. Τέλος το ότι η κυβέρνηση δεν επέλεξε να συγκρουστεί, για πολιτικούς λόγους, τον Ιούνιο με τους καταληψίες της ΕΡΤ ήταν παράνομο, αλλά πολιτικά όχι και τόσο επιζήμιο. Το ότι τέλος αποφάσισε να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα απομάκρυνσης των καταληψιών, είναι κάτι που δεν είναι νομιμοποιημένο κοινωνικά.
Συνεχίζοντας, είναι νόμιμο να απογραφούν οι διοικητικοί υπάλληλοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (προκειμένου να γνωρίζει η κοινωνία πόσο πληρώνει, αλλά και το πώς έχουν μπει κάποιοι εκεί), αλλά δεν είναι νομιμοποιημένο, αφού το διοικητικό προσωπικό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν πρέπει ούτε να γνωστοποιηθεί αλλά ούτε και να μειωθεί ή να τύχει άριστης διαχείρισης ανθρωπίνου δυναμικού και ειδικά σε περίοδο έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης. Επίσης τα ίδια τα Πανεπιστήμια, ενώ έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν αυτά (Ν. 3549.2007), σε αντίθεση με τις διοικήσεις άλλων δημοσίων κτηρίων, για το πότε πρέπει να λήγει ή όχι μια κατάληψη, θεωρείται μη νομιμοποιημένο να το πράξουν, αφού οι διοικητικοί τους υπάλληλοι αποφασίζουν ως ιδιοκτήτες της δημόσιας αυτής περιουσίας.
Και κάπου εδώ μπερδεύτηκα γιατί δεν ξέρω αν τελικά μια συντεταγμένη πολιτεία με δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση πρέπει να λειτουργεί στα πλαίσια της νομιμότητας ή των νόμων. Αν πράττει και τα δύο, τότε μάλλον τόσο το καλύτερο. Όταν όμως καλείται να επιλέξει μεταξύ ενός από τα παραπάνω ποιο άραγε πρέπει να επιλέξει; Πάντως το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν είναι Δίκαιο, στο οποίο οφείλει να υπακούει και στα πλαίσια του οποίου οφείλει να λειτουργεί μια νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. Είναι λοιπόν άλλο το ζήτημα του αγώνα στα πλαίσια των νόμων για την αλλαγή των τελευταίων, και άλλο το ζήτημα της κατ’ επιλογήν εφαρμογής των νόμων με βάση το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», ή την υποκειμενική νομιμοποίηση που τους δίνεται κατά περίπτωση. Η Ιρλανδία βγαίνει στις αγορές, στην Πορτογαλία μειώθηκε η ανεργία. Εδώ ακόμη δεν ξέρουμε αν είναι νομιμοποιημένο ή νόμιμο να συμμετέχουμε στην Ευρωζώνη ή να εφαρμόζουμε τους νόμους.
*ο Γιάννης Τζιουράς,είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων και Υπ. Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ