αλλά και της ίδιας της Ευρώπης, προμηνύονται δυσοίωνες. Κι αυτό γιατί ενώ βγάζουμε το κιλίκιο, δεν κάναμε σχεδόν τίποτε για να αποτρέψουμε νέους αφορισμούς. Ο κύριος στόχος για τη χρηματοδότηση της χώρας μας φθηνά και δίχως πολιτικές αιρεσιμότητας ήταν και είναι η έξοδός μας στις αγορές ομολόγων. Το μέσο για την επίτευξή του, ήταν οι διαρθρωτικές αλλαγές που έπρεπε να γίνουν προκειμένου να μπορέσουμε να θέσουμε τις βάσεις για μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Όμως.. ενώ οι δείκτες βελτιώνονται, οι προσδοκίες σταθεροποιούνται, το Grexit φαίνεται να απομακρύνεται, και εν μέρει ανακτάται μέρος της αξιοπιστίας μας, αυτό δεν προμηνύει μια βιώσιμη πορεία. Κι αυτό, διότι ο τρόπος με τον οποίο συνεχίστηκε η διαχείριση της κρίσης εκ μέρους της χώρας μας αφενός, αλλά και από την πλευρά των δανειστών αφετέρου, πέραν του ότι δεν ήταν ο καλύτερος δυνατός, ήταν και είναι επισφαλής. Εδώ δεν θα αναπτύξω τα της διαχείρισης της κρίσης ή τα γενεσιουργά της αίτια, (αυτά έχουν ειπωθεί σε προηγούμενα άρθρα), θα μιλήσω για την προοπτική της χώρας μας εφεξής εντός της Ευρωζώνης στα πλαίσια του Euro+ (plus) καθώς και την ίδια την πορεία της Ένωσης στα χρόνια που έρχονται. Επίσης μπορεί κανείς να διαβάσει συνδυαστικά και το δεύτερο μέρος του σκεπτικού που το διαίρεσα λόγω μεγέθους σε άλλο άρθρο με τίτλο «Κιλίκιο κι ανάθεμα ΙΙ: Η προοπτική απομείωσης του δημοσίου χρέους».
Οι νέοι κανόνες
Το μετά την κρίση διεθνές περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να επιβιώσουμε χαρακτηρίζεται πλέον από νέους κανόνες παιχνιδιού, τους οποίους πεισματικά το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας, αλλά και τα μεγαλύτερα σε μέγεθος δημοκρατικά κόμματα τα οποία πρωταγωνιστούν, αρνείται να αποδεχθεί. Το χειρότερο μάλιστα είναι πως οι οπαδοί της όποιας κυβερνητικής εναλλακτικής όχι μόνο οξύμωρα αρνούνται συντηρητικά σκεπτόμενοι και πραττόμενοι να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση, αλλά επιδιώκουν να συνεχίζουν να παίζουν στο νέο παιχνίδι με τους παλιούς κανόνες. Το κόστος αυτών των πολιτικών επιλογών, εισπράττει η κοινωνία που στο σύνολό της ταλανίζεται πλέον από το άκρο της αμφιβολίας σε εκείνο του μεσσιανισμού, και μάλιστα το βάρος πέφτει ολοένα και περισσότερο σε όσους δεν έφταιγαν (και είναι πολλοί) για την κατάντια στην οποία περιήλθε πλέον το Ελληνικό κράτος.
Από τους νέους κανόνες με τους οποίους περιορίζονται εφεξής οι δράσεις μας αναφέρω τους τρεις σημαντικότερους: Ο πρώτος είναι πως σε διεθνές επίπεδο δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα εύκολης χρηματοδότησης, είτε από πλευράς δημοσίων, είτε από πλευράς ιδιωτών δανειστών. Κι αυτό γιατί οι αναδυόμενες οικονομίες, και δη η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, ρουφάνε κυριολεκτικά την πλειονότητα της διεθνούς χρηματοδότησης και των διεθνών επενδύσεων. Μάλιστα οι πλεονασματικές χώρες του πλανήτη δεν επιθυμούν, παρόλο που ίσως να φαίνεται παράλογο, να επενδύσουν σε αξιόπιστες χώρες άλλες, πέρα από τις τρεις προαναφερόμενες. Επιπροσθέτως, ισχυρότατες χώρες, με πρωταγωνιστή τις ΗΠΑ, έχουν ψηφίσει ήδη στο εθνικό τους δίκαιο, να μην χρηματοδοτούν μέσω διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχουν, ποτέ ξανά υπερχρεωμένες ανεπτυγμένες χώρες προκειμένου να συμβάλλουν στη διάσωσή τους. Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν αποκτήσουμε την αξιοπιστία μας, αυτή θα πρέπει να είναι συνάρτηση άλλων παραγόντων οι οποίοι θα καθιστούν όλοι μαζί τη χώρα μας ελκυστική σε επενδύσεις. Δεύτερον, η συμμετοχή σε ένα σύστημα ενιαίου και σταθερού νομίσματος επιβάλλει, δυστυχώς, τέτοιου είδους στενά περιθώρια κατά την εκπόνηση της δημοσιονομικής πολιτικής, όπου δεν θα επιτρέπεται εύκολα η επιλογή του μίγματος της οικονομικής πολιτικής πέρα από κάποια συμβατά μοντέλα. Τι θέλω να πω... εφόσον επιθυμούμε σαν λαός (Κράτος) να συμμετέχουμε στο Ευρώ στα πλαίσια του νέου δημοσιονομικού συμφώνου (Euro+), ή θα λειτουργούμε με τους κανόνες αυτούς που επιβάλλουν συγκεκριμένα μίγματα βιώσιμης οικονομικής πολιτικής, ή θα πρέπει να το εγκαταλείψουμε αναγκαστικά (ή κι από επιλογή). Η δημοκρατική αυτή επιλογή θα πρέπει να επεξηγηθεί πλήρως από τον πολιτικό κόσμο στην κοινωνία και να κοστολογηθεί επαρκώς προκειμένου να ξέρει ο κάθε πολίτης ποιο είναι το διακύβευμα αλλά και τι θα του κοστίσει η κάθε επιλογή. Δυστυχώς το παιχνίδι είναι μηδενικού αθροίσματος και δεν υπάρχουν μεσοβέζικες επιλογές. Κατά συνέπεια είναι ξεκάθαρο: Εντός ή εκτός του Ευρώ. Τέλος, τρίτον, η πολιτική που επιβάλλεται να ακολουθηθεί στη χώρα μας τις επόμενες δεκαετίες, είτε μείνουμε είτε όχι στο ευρώ, είναι αυτή της αποδοτικότητας-βιωσιμότητας (efficiency). Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με το energy efficiency, μόνο που τώρα αυτό έχει να κάνει με τη διαχείριση των οικονομικών και ανθρωπίνων πόρων στα πλαίσια μιας κοινωνίας.
Δυστυχώς, και ενώ η προηγούμενη από τη δική μου γενιά, είχε την πολυτέλεια, έστω για λίγα χρόνια, να ζήσει με ένα ορισμένο καταναλωτικό επίπεδο, σήμερα και εφεξής, προκειμένου να λειτουργήσει μια κοινωνία αρμονικά και δίχως κρίσεις, ενίοτε καταστροφικές, επιβάλλεται να αλλάξει ριζικά το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης προς μια αποδοτική πορεία (efficiency mode). Τι σημαίνει αυτό.. σημαίνει πως τα περισσότερα από αυτά που γνωρίζαμε, βιώναμε και προγραμματίζαμε θα πρέπει να τα αναθεωρήσουμε. Οι κανόνες του διεθνούς παιχνιδιού είναι τόσο σκληροί που πλέον δεν επιτρέπουν περιττές σπατάλες, ή διασπάθιση του δεδομένου παραγόμενου πλούτου και πόρων. Δεν μπορούμε να διασφαλιστούμε πλέον, δυστυχώς λόγω της παγκόσμιας επίδρασης πολλών προβλημάτων, και να ζήσουμε σε απομόνωση, σιγουριά και ηρεμία έναντι των κινδύνων που εγκυμονούν. Πρέπει να θωρακίσουμε τη χώρα μας και τις γενιές που θα έρθουν απέναντι στις νέες προκλήσεις.
Οι νέες επιλογές
Προκειμένου λοιπόν να μπορέσει η Ελλάδα να βγει μόνιμα στις όποιες αγορές, επιβάλλεται να προσαρμοστεί με συγκεκριμένο τρόπο και προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η προσαρμογή όμως αυτή, προκειμένου να είναι βιώσιμη, δεν αρκεί να είναι μόνο σε αριθμούς οι οποίοι και θα αλλάξουν πάλι προς το χειρότερο σύντομα αν δεν αλλάξουν οι δομές, αλλά θα πρέπει να πλαισιώνεται από μια ριζική αναδιάρθρωση του αναπτυξιακού μοντέλου της οικονομίας. Δυστυχώς, η γνώση, η πείρα και η ικανότητα των κυβερνώντων, έφτασε μέχρι το σημείο να διαλύσει τη μεσαία τάξη, την ατμομηχανή της οικονομίας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους χρηματοδότες τους στα τρίγωνα διαφθοράς και φορτώνοντας το βάρος της εξόδου στις αγορές ομολόγων στις πλάτες της πλειονότητας των πολιτών που δεν έφταιγαν για την κατάντια στην οποία έχουμε περιέλθει. Δυστυχώς, ξανά, η επικρατούσα πολιτική εναλλακτική που δείχνει να έχει κυβερνητική προοπτική, είναι εξίσου επισφαλής για την πορεία της χώρας, αφού αποδεδειγμένα και με ζήλο, δείχνει να επιμένει να θέλει να λειτουργήσει με τους παλιούς κανόνες αγνοώντας τη νέα κατάσταση.
Στα κρίσιμα χρόνια που έρχονται οι δημοκρατικές επιλογές της κοινωνίας μας θα είναι αυτές που θα ορίσουν και τον τρόπο με τον οποίο θα πορευτούμε στο μέλλον. Δικαιολογίες, όπως και άγνοια πλέον, δεν συγχωρούνται. Κι αν οι παλαιότερες γενιές δεν είχαν το προνόμιο να έχουν μια ευκαιρία στη μόρφωση και τις πληροφορίες, τα παιδιά τους είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα. Η νέα αυτή γενιά δεν έχει δικαιολογίες ως προς το να μην εξηγήσει στη μητρική της για τα χρόνια που έρχονται. Αν αυτή η νέα γενιά δεν θέλει τα δικά της παιδιά να έχουν μια ευκαιρία στη μόρφωση, όπως οι ίδια, σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο που λειτουργεί με την ορμή που παρατηρούμε, τότε ας το κάνει.
Χάριν της τεχνοκρατίας, που επιβάλλεται η δικαιολόγηση των όσων λέω, το νέο πλαίσιο του Euro+ στο οποίο καλούμαστε να συμμετέχουμε, είναι σκληρό αλλά θωρακίζει μια οικονομία, εφόσον όμως αυτή λειτουργήσει με τους νέους κανόνες. Σαφώς και η Ευρωζώνη δεν σχεδιάστηκε με όση γνώση απαιτούνταν για να είναι βιώσιμη. Σαφώς και η μετέπειτα πορεία έδειξε τις εγγενείς της αδυναμίες, και μάλιστα ο τρόπος με τον οποίο έγινε προσπάθεια αυτές να καλυφθούν δεν ήταν ο καλύτερος δυνατός. Σαφώς και η πολιτική ολοκλήρωση που θα πλαισιώνει την οικονομική (δημοσιονομική και τραπεζική ολοκλήρωση) ενέχει ακόμη πολλά προβλήματα και βρίσκεται υπό την πίεση των ισχυρών, και δη της Γερμανίας. Αλλά ρεαλιστικά μιλώντας, δεν ήταν το ίδιο το Ευρώ που μας οδήγησε στο να ολισθήσουμε πρώτοι στο χείλος της άτακτης χρεοκοπίας, αλλά οι πολιτικές μας πρακτικές. Ναι, η Ελλάδα, λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη, κλήθηκε να σηκώσει μεγαλύτερο βάρος από όσο της αναλογούσε για την διάσωση και της τελευταίας. Αυτό όμως δεν έγινε δίχως βοήθεια από την τελευταία. Καμία ανεπτυγμένη ή μη χώρα του πλανήτη δεν έλαβε ποτέ τέτοια ποσά σε τόσο σύντομο χρόνο. Η βοήθεια όμως που δόθηκε εξαργυρώνεται με το χειρότερο τρόπο από μια πολιτική ελίτ η οποία προσπαθεί να διασώσει μέχρι τέλους ό,τι της έχει απομείνει από το σάπιο πολιτικό σύστημα το οποίο τη συντηρούσε και εξακολουθεί να τη συντηρεί. Αυτοί που υπέγραφαν την είσοδό μας στην ζώνη αυτή, ήταν οι ίδιοι που παρέβαιναν συνειδητά τους κανόνες του παιχνιδιού. Αντιδράσαμε δημοσιονομικά όσο είχαμε την εύνοια των αγορών; Όχι. Αντί αυτού μάλιστα συνεχίζαμε μια οικονομική πολιτική κατανάλωσης και όχι βιώσιμης επένδυσης, μια πολιτική διαφθοράς και κλεπτοκρατίας και όχι μια πολιτική οικονομικής δικαιοσύνης. Ώσπου, οι αγορές μας έβγαλαν από το παιχνίδι. Κι αν η «τάση» πλέον για να ξαναμπούμε στο παιχνίδι είναι να φτιάξουμε τους αριθμούς σε βάρος του κομματιού της κοινωνίας που πληρώνει συνεχώς, τότε μαθηματικά βέβαιο είναι πως οι αριθμοί σύντομα θα ξαναχαλάσουν. Κι αν επίσης, προκειμένου να γίνουμε ανταγωνιστικοί, ως μέρος μιας ευρύτερης αναδιάρθρωσης της οικονομίας μας, κάνουμε εκπτώσεις στο κοινωνικό κράτος (διότι κυριαρχεί η τάση στην Ευρώπη, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, να γίνουν περικοπές στο κοινωνικό κράτος για να ανταγωνιστούμε εκείνους που δεν έχουν καν κοινωνικό κράτος), τότε αντί για ανάπτυξη θα έχουμε μια ολοένα και λιγότερο αναπτυσσόμενη χώρα σε κοινωνικούς όρους.
Η κυβέρνηση επιβάλλεται τους επόμενους μήνες, εφόσον επιθυμεί τουλάχιστον να διασφαλίσει την πορεία της χώρας σε μια ευαίσθητη σταθερότητα, να κάνει χρήση της νομικής βάσης του Eurogroup της 27ης Νοέμβρη του 2012, που έλεγε πως όταν και αν η Ελλάδα αποκτούσε πρωτογενές πλεόνασμα τότε θα μπορούσαν οι εταίροι μας να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να εκπονήσει και να ξεκινήσει την υλοποίηση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους πόρους που έχει στη διάθεσή της, είτε υλικούς είτε ανθρώπινους. Το χρέος δυστυχώς δεν διαγράφεται νόμιμα και ανέξοδα (όπως θα εξηγήσω ξανά στο δεύτερο μέρος του άρθρου μου), όπως κοροϊδεύουν κάποιοι κολακεύοντας ψηφοφόρους, αλλά υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία που οδηγεί σε συγκεκριμένες συνέπειες. Ακόμη θα πρέπει να καθαρίσει όσα περισσότερα (διότι πολλά από αυτά τη συντηρούν στην εξουσία) τρίγωνα διαφθοράς, προκειμένου να θέσει τις προϋποθέσεις επανάκτησης της εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και θεσμών για να λειτουργήσει επιτέλους η κοινωνική συνοχή.
Αν δεν είμαστε σε θέση (και αυτό είναι μια επιλογή στα πλαίσια μιας δημοκρατίας) να ακολουθήσουμε τους νέους κανόνες, τότε θα αναγκαστούμε εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψουμε στο προσεχές μέλλον 1-3 χρόνια την Ευρωζώνη. Αν πάλι θέλουμε να μείνουμε σε εκείνους που θα έχουν μια καλύτερη μοίρα από πολλούς άλλους λαούς, επιβάλλεται να κάνουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τις κατάλληλες προσαρμογές προκειμένου να καλύψουμε τον χρόνο της ασωτίας, μιας ασωτίας που θα θεραπευθεί όχι μόνο με αλλαγές, αλλά και με την ολική καταπολέμηση των κλεπτοκρατών. Ειδάλλως, το ανάθεμα της παγκοσμιοποίησης θα είναι βαρύ και μόνιμο, αφού πλέον... δεν κοστίζει αρκετά πια σε κανέναν από τους ισχυρούς η έξοδός μας από το Ευρώ. Η όποια κωλυσιεργία ή απουσία μας από τις διαδικασίες ολοκλήρωσης θα είναι ζημιογόνος. Απαιτείται δυναμική παρέμβαση με ομοψυχία και χρήση κάθε δυνατής επιλογής, από πολιτική συμμαχιών έως άριστη εσωτερική αξιοποίηση των δεδομένων πόρων.
*Ο Γιάννης Τζιουράς, είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων, Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ