πολίτες παρατηρούσαν τα δημόσια εκατομμύρια να κόβουν ιδιωτικές βόλτες) ήρθαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και βρίσκονται στην έξαψή τους, τώρα αποκαλυπτόμενες, ελεγχόμενες ως πράξεις και συνειδήσεις. Στην περιοχή μας μία παρόμοια πολύφερνη (και ...πνευματικά «βαρύφρενη») πριν λίγα χρόνια απασχόλησε το τοπικόν κοινόν (όπως λέμε στην επίκαιρη αυτοδιοικητική αργκό «τοπική κοινότητα» του Δήμου Κοζάνης) κι ένας κάποιος δημόσιος διάλογος αναπτύχτηκε ατελέσφορα. Το συνήθως «χασμώμενον» νεοελληνικόν πλήθος (όλοι εμείς) στο τέλος αποσύρθηκε ως μαλάκιον (κατηγορία των θαλασσινών ασπόνδυλων) στο θολάμι της ουδετερότητας του «τι με νοιάζει εμένα...» και στη λήθη. Αναπάντητα παρέμειναν τα ερωτήματα στον κόσμο έστω και για τη φιλολογία του πράγματος: Ποιος ξέρει τη μάσησαν, τη ροκάνισαν, τι έφαγαν θέλω να πω, κι άλλα σχετλιαστικά. Η εν λόγω και έργω οιονεί εφήμερη ΜΚΟυπηρεσία διένεμε (κατά χιλιάδες) ένα γυαλιστερό περιοδικό, το οποίο βρίσκαμε πεταμένο στις εισόδους των πολυκατοικιών δίκην διαφημιστικού σούπερ μάρκετ, αναζήτησης, έλεγε, διαλόγου, ανάπτυξης κ.λπ. κι ιδίως το κ.λπ. τρίχες δηλαδή. Εντύπωση έκανε η εκτυπωτική χλιδή του και το δωρεάν της προσφοράς. Από πού αντλούσαν αυτή την άνεση τρόπου; Τριάντα σχεδόν χρόνια που εκδίδουμε λογοτεχνικόν περιοδικόν –το μακροβιότερον στην πανελλαδική επαρχία- μας έφαγε η οικονομική μαρμάγκα του, αφού δεν ανήκαμε φαίνεται και στη φυλή των Κ-Απάτσι. Οσοι «επώνυμοι» του τόπου, θλιβεροί στην αγωνία της δημόσιας ύπαρξής τους, καθρεφτίστηκαν στις δωρεάν σελίδες άρα και τους τρόπους της ΜΚΟ διερωτήθηκαν, έστω και τώρα, τι συνέβη σ' αυτούς, εις εαυτούς, ημάς και υμάς τελικά;
-Κανείς δεν τους θυμάται.
Δικαιοσύνη...» (Γ.Σ.)
Ετσι ήταν και είναι πάντα «Κι εσύ λαέ βασανισμένε» δηλ. βλάκα λαέ («Λαός μουνούχων» κατά Κ. Βάρναλη) πλήρωνε τώρα, όπως πάντα, τα πάσης φύσεως -παρά ή κατά- ....διαβιβαστικά (άλλη λέξη ήθελα να γράψω εδώ) και μη βγάζεις άχνα, χειρότερα θα δεις (θα δούμε) και θα πάθεις (θα πάθουμε δηλαδή).