τρόφιμα και ρούχα για τους αδελφούς στην Κεφαλλονιά, μα και για κείνους δίπλα μας. Από την άλλη 180.000 ευρώ παραχωρήθηκαν για το καρναβάλι του Νομού, της πόλης της Κοζάνης δηλαδή, και γίναν σερπατίνες, φανοί, κιχιά και κομφετί. Και οίνος βέβαια -όπως και αρμόζει στα ξεφαντώματα, στα υψηλά γλέντια.
Τούτο δεν είναι μονάχα τραγικό. Είναι και εφιαλτικό. Είναι και το ανήμπορό μας απέναντι σε αυτό το εμετικό πράμα που καλείται εξουσία και που κάνει ό,τι θέλει εν όψει μάλιστα του Μαϊου. Οι Αποκριές, ένα επιπλέον αλώνι που προσφέρεται για την αλίευση ψηφοφόρων και μετά τις βασιλόπιτες και προτού τα πανηγύρια του θέρους. Δώσε για να πάρεις. Οι άποροι, οι άστεγοι, τι να σου δώσουν;
Θα ανακαλέσω την ομηρική Ναυσικά, γιατί την έχουμε απόλυτη ανάγκη, την ευγένεια, την καλοσύνη, την ευθύνη, την ωριμότητά της απέναντι στην ανάγκη του Άλλου, του άγνωστου, του ανοίκειου, του αναγκεμένου απλώς. Να μας συνδέσει με τη σκληρότητα του σήμερα, τη βαθιά και ουσιαστική αδιαφορία για αυτό που γίνεται ή δε γίνεται στη διπλανή πόρτα. Για αυτό που υπάρχει ή δεν υπάρχει. Για το ψωμί που ναι ή για το ψωμί που δεν:
"Όλοι οι φτωχοί κι οι ξένοι είναι του Δία αποσταλμένοι
ακόμη κι αν τους δώσεις κάτι λίγο,
νομίζεται καλόδεχτο"
ραψωδία ζ, στ.254
Θα ανατρέξω στον Ματθαίο τον Ευαγγελιστή και της Κυριακής το ανάγνωσμα, της Απόκρεω, που μόλις πέρασε. Το πώς συνδέονται μεταξύ τους μας αφήνει ενεούς τουλάχιστον. Και από την άλλη μια βαθιά παρηγοριά μας διασχίζει για αυτό το μήνυμα που κουβαλάν απάνω τους όλοι οι αιώνες, το μοναδικό που διασώζεται και σώζει εντέλει, το μήνυμα της αγάπης προς τον πλησίον, τον φτωχό, τον ξένο, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο. Τον γυμνό.
Το μήνυμα της ελπίδας που από αλλού έρχεται. Όχι από εκεί που θα' πρεπε. Από εκεί που δεν το πιάνει το μάτι τ' ανθρώπου. Από τα χαμηλά έρχεται. Η αγάπη έρχεται από τα χαμηλά. Η αγάπη σκύβει για να φτάσει. Η αγάπη σώζει και σώζεται. Η αγάπη απλώνει σα δέντρο. Απάνω της είναι που κουρνιάζουν χιλιάδες τα πουλιά.
[...] τότε ἐρεῖὁ βασιλεὺς τοῖςἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴνἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇἤμην, καὶἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆἢἐν φυλακῇ, καὶἤλθομεν πρός σε; καὶἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγωὑμῖν, ἐφ᾿ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶἐποιήσατε.
τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖςἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢἀσθενῆἢἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν,ἐφ᾿ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲἐμοὶἐποιήσατε
Ματθ. κε’ 31-46