θα μπορούσαμε να πέσουμε στο αμάρτημα της οίησης με ελαφριά τάση προς την νηφάλια, ίμερη ή λυπημένη μέθη για να θυμηθούμε και τον Κωστή Παπαγιώργη.
Ηρθαμε οι επαρχιώτες, ως εκδρομείς πια, ημερήσιοι ή ωριαίοι της πόλεως Θεσσαλονίκης και περιχώρων, φορτωμένοι με ένα μικρό δεμάτι αγάπη σ' ένα έντυπο (1) γεμάτο εύκρατες μνήμες και πολλές μικρές σημαδούρες που επιπλέουν στον κόλπο της αναζήτησης του αλλοτινού και του άλλοτε τρόπου βίωσής μας, τώρα στην περιφέρεια της αγκαλιάς της και δεν έχουμε αξιώσεις να χωθούμε και να χαθούμε εκ νέου στο κέντρον της.
Η πόλη στάθηκε σ' ορισμένους ορισμένως μια διαφορετική πατρίδα τόπος ενηλικίωσης σώματος και σκέψης, δεύτερη και τρίτη ίσως, αλλά σίγουρα τώρα είναι η πρώτη πατρίδα της νοσταλγίας μας, η οποία μας νοτίζει παροδικώς κι άλλοτε μας θερίζει μοναχικώς. Ως εκ τούτου νομιμοποιούμαστε σ' ένα λόγο παραπάνω των συνήθως εμπορικών επισκεπτών της, ο καθένας χωριστά και στον τρόπο του, αφού εισερχόμαστε στο σώμα της ούτως ή άλλως και ως αγκίδα γλυκιάς, ξεθυμασμένης επιθυμίας.
Ευχαριστούμε:
Α) τους αρμοδίους των υπηρεσιών του Δήμου Θες/νίκης που μας παραχώρησαν το χώρο που διεξάγεται η δημοτική, δημοκρατική διαπάλη για να πούμε τα λίγα αγαπητικά μας λόγια γι αυτήν.
Β) την αντιδήμαρχο κ. Ελλη Χρυσίδου η οποία περιέθαλψε με στοργή τον τρόπο μας αυτό, αρμοδία επί του πολιτισμού μήπως και τουρισμού; Τουρίστες είμαστε ακόμα κι όταν ως καταναλωτές ενός εσπρέσο των 1,75 ευρώ φερόμεθα αν και όταν μπαίνουμε στην Εγνατία οδό φυγής προς αυτήν ως ταξιδιώτες μόνο δια-λογιζόμεθα.
Γ) υμάς αυτούς που είστε απόψε εδώ, οι περισσότεροι γνωριζόμαστε από ενήλικα παιδιά, άντρες και γυναίκες Θεσσαλονικείς στις ευθύγραμμες ή τεθλασμένες ιστορίες –πορείες, κατευθύνσεις του χρόνου, όλες χωρίς επιστροφή, αλλά και στο διαρκές πηγαινέλα του περιοδικού μας δεσμού, μια πολυχρόνια σχέση αμοιβαίας εκτιμήσεως με κοινό αριθμητή τον τόπο και πολλαπλούς παρονομαστές τους ανθρώπους.
Η Θ. για μας –για μένα θέλω να πω- είναι το μέγα επίνειον για το πουθενά μου, αφού αυτή είναι αυτοσκοπός του όποιου ταξιδιού. Κάθε φορά όταν επιστρέφω απ' αυτήν νομίζω πως είμαι έτοιμος για διαφορετικά πράγματα κι ας πάλι πέφτω συνήθως στα από χρόνια ίδια. Ομως το ολιγόωρον αίσθημα ψυχικής ευκρασίας ακόμα κι αυτό το αίσθημα δημιουργικής μελαγχολίας με το οποίο φορτώνεσαι, λειτουργεί σαν φορτιστής που γεμίζει τις στήλες της λάμπας, της υπαρξιακής σου θυέλλης με ανομολόγητες ή ομολογημένες προσδοκίες.
Η πόλη, οι άνθρωποί της, τα επί μέρους μέρη της περπατημένα ή απερπάτητα, μας χαρίζουν την επίσκεψη αλλά και την επιστροφή. Η πρώτη είναι χρήσιμη η δεύτερη κρίσιμη. Εχουμε άρα μια αφετηρία γυρισμού η οποία είναι και η αφορμή ξαναδιαφυγής, δηλαδή το διαλεκτικό πέρα δώθε της ύπαρξης καθώς είμαστε σε μια σωματική κίνηση δηλαδή σε μια άδολη κι άδηλη, ψυχική, διαρκώς συγκίνηση.
(1) Παρέμβαση τχ. 171 «Περί Θεσσαλονίκης αλλά από μακριά»