Έχουν και σεκιούριτι. 3.99 είναι αυτά. Πού νά' βρεις φτηνότερο! Αντίδωρο ακόμα κάπου δε μοιράσανε, μα αυτοί στήθηκαν απ' τα χαράματα, μη χάσουν και δε γιορτάσουν τη σούβλα. Ποιος Χριστός; Άλλωστε το υποδεικνύουν και τα βιβλία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' Γυμνασίου. Η "Πασχαλινή ιστορία" είναι το πιο άκυρο κείμενο για να νιώσει κανείς εντός ή εκτός σχολικής αίθουσας το οτιδήποτε σχετικό με την Ανάσταση. Κάτι που θα υποψιάσει κάπως τις ψυχές για ό,τι συντελείται "εντός" και "εκτός" τη Μεγάλη Βδομάδα, κάτι έστω που θα συγκινήσει ως ανάγνωση. Και το πλέον κατάλληλο, για να πετύχεις, αν το επιδιώκεις -που το επιδιώκεις- όλα τα αντίθετα. Το φωνάζει εξάλλου και το εισαγωγικό σημείωμα: "Στο συγκεκριμένο διήγημα παρουσιάζεται ο διχασμός του ήρωα. Τα φιλοζωικά του αισθήματα νικούν το πασχαλινό έθιμο, και έτσι το αθώο αρνάκι γλιτώνει τη σφαγή". Πάω πάσο μπροστά σε τέτοιον αδυσώπητο διχασμό. Νομίζει κανείς ότι έχει μπει σε κακόγουστη σειρά κινούμενων σχεδίων. Και ότι του ζητούν να παίξει κιόλας.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Ποιος Χριστός. Εξακολουθούμε να χορεύουμε το χορό της τάβλας. Δηλαδή της κοιλιάς. Και επιπλέον, σε σχέση με τις ουρές του οβελία: Ποια Ελλάδα. Ούτε τσίπα. Ζούμε την έσχατη Άλωση. Αυτήν που επίσης χτίσαμε με τα χέρια μας.
Δίχως να το θες, σου' ρχονται στίχοι από αλλού. Να χτυπιούνται με το δήθεν έθιμο, με τις ουρές, τις σούβλες, τον οβελία, το αθώο αρνάκι των Κειμένων της Νεολληνικής ανοησίας. Σε βρίσκει κατάστηθα το "άδικον", η Θρηνωδούσα, η Παναγιά του Χάρου, η Dolorosa. Όλες, εδώ και αιώνες, να συμπυκνώνουν τη μια και μόνη κραυγή του Ανθρώπου. Αυτού που άδικα. Μαζί με κείνον που. Αυτόν τον Πρώτον:
Σφαγήν σου τὴν ἄδικον Χριστέ, ἡ Παρθένος βλέπουσα, ὀδυρομένη ἐβόα σοι· Τέκνον γλυκύτατον, πῶς ἀδίκως θνῄσκεις; πῶς τῷ ξύλῳ κρέμασαι, ὁ πᾶσαν γῆν κρεμάσας τοῖς ὕδασι; Μὴ λίπῃς μόνην με, Εὐεργέτα πολυέλεε, τὴν Μητέρα, καὶ δούλην σου δέομαι
Συν αυτώ, ο μοντικός Χριστός, να είναι ο μοναδικός που διασώζεται και διασώζει την ελάχιστη ανθρωπιά μας. Ένας ποιητής ως αντίδοτο στη φρίκη. Ένας ποιητής να την υποδεικνύει ως το μεδούλι. Αυτά "τα μετέπειτα". Αυτά "τα μέχρι τούδε". Αυτά τα εις το εξής:
ΠΡΟΣ ΙΗΣΟΥ
Φοβάμαι πως δεν θάχης τίποτ' άλλο να θυμάσαι από εμάς
παρά μονάχα εκείνη την κοπέλλα
που Σου σκούπισε το πρόσωπο
ΙΗΣΟΥΣ ΠΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Μπορώ τώρα να σας πω
πως ειλικρινά δε με πείραξε η Σταύρωση,
μπορώ τώρα να σας πω
πως ειλικρινά δε με πίκρανε η Σταύρωση
μα τα μετέπειτα,
μα τα μέχρι τούδε,
μα τα μέχρι τούδε σας
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Τα μέχρι τούδε μας συνεχίζονται άπαυτα και ανερυθρίαστα. Τούτο το τελευταίο είναι που σοκάρει περισσότερο. Ώρες-ώρες καλύτερα τυφλός. Αν ειν' να βαδίζεις με μάτια ορθάνοιχτα στα σκοτάδια, αν είν' να βλέπεις το άδικο να στεριώνει ξανά και ξανά, καλύτερα, λέει, τυφλός. Αν πλάνο, είπαν το Φως, τότε ποιος το σκοτάδι;
ΤΥΦΛΟΣ ΠΡΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Τὶ εἶν' ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;
-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζί μὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοὶ νἆν οἱ δυὸ, ποὺ ἐκδικητής ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Καὶ ποιὸς ὁ πλᾶνος ποὺ κὶ αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζὶ τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ρώτησε, εἰναι δουλειὰ δικὴ τους!
-Θὰ πάω νὰ δῶ...
Εἶπα νὰ δῶ κὶ ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι.
Τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχή μέσα στὰ στήθη εἶν' ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὁρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!
Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμή ποὺ ἐστάθη αὐτός μπροστὰ μου
καὶ μ' εὐσπλαχνίσθη, κὶ ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ απὸ χάμου
κὶ ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλό ἐκείνο,
μοῦ εἶπε νὰ πάω στοὺ Σιλωάμ τὴ στέρνα να τα πλύνω!
Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρὸς μου,
στὴν ὄψη του εἴδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου.
Μοσχοβολοῦσε κὶ ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά του...
Φῶς καὶ τὰ χεἰλη, κὶ ἡ φωνή, τὰ μάτια κὶ ἡ ματιά του.
Στὰ χείλη του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια του ἡ ἐλπίδα...
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυὸ μου μάτια κὶ εἴδα
κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κὶ εἴδα παντοῦ γραμμένη
τὴν ὄψη του, λὲς κὶ ἤτανε καθρέπτης του ἡ οἰκουμένη.
Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἀς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω
κόσμος, περιγελάσματα κὶ ὀχλοβοή κὶ ἀντάρα
χίλιες φωνές σὰν μιὰ φωνή κὶ ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.
Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεῖς μαυροφόρες μοὺ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη.
Θὲ νἆναι μάνα ἡ δὐστυχη! Ξάφνω, μὲ μιὰς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρῶτοι
σταυροί· κανεῖς δὲν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν
μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται. Νὰ, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν
Πῶς; Σὺ ποὺ μοῦδωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;
Κὶ ἦταν γραφτό τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;
Τὶ νὰ τὰ κἀνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ' οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοῦδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
Μοναδική παραμυθία και ασπίδα στη ντροπή που νιώθει ένας ελάχιστος της ενδοχώρας είναι η φωλιά που υπάρχει εντός των στασιδιών, αυτή η άκρα του Παραδείσου, ένας βιότοπος για επαπειλούμενα είδη, καταφύγιο για πολυτραυματίες και λησμονημένους.
Ήρθε στο νου σήμερα -ίσως και εξαιτίας όλων αυτών- η Παναγιά της Χάλκης, η παύσον λύπη ή Παυσολύπη. Ακούω έπειτα στην τηλε-απόλυση τους αγίους της αυριανής: Άγιος Παυσολύπιος, ο μάρτυς εκ Θράκης, ξιφει τελειούται. "Όταν τίποτα δεν είναι τυχαίο /Εγώ /Γιατί να υποκριθώ ότι είναι;" λέει κάπου στο "Άκος".
Αύριο της Κασσιανής της ποιήτριας, σαν αύριο π' ανέβηκε στα ουράνια κι ο Γιωργάκης από τη Βιζύη.
Όλα μες στην πανσέληνο του Απριλίου που ήδη ασήμωσε από σήμερα. Πανσέληνος της έκλειψης και της Μεγάλης Βδομάδας. Προτού την Ανάσταση. Όμως, από τη στιγμή που Αυτή επίκειται, δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή μια πανσέληνος παυσολύπη.
Όλγα Ντέλλα
14 Απριλίου 2014