στη δύναμη της εξουσίας πάνω στα πρόσωπα και πως αυτή καταφέρνει να τους επιβάλλεται.
Στο ερώτημα, πως βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμη του πάνω σε έναν άλλο, η απάντηση είναι αφοπλιστική: Αν δεν υποφέρει, πως μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του; Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση...
Στις δεκαετίες της «ισχυρής Ελλάδας» ρίζωσε στον τόπο μας ένα είδος «δημοσιογραφίας», που μεταξύ άλλων πάτησε και μεγαλούργησε, με τις πλάτες της εξουσίας, στον «πόνο και την ταπείνωση του άλλου». Κάτω από την ασυλία του «δημοσιογραφικού» έργου, της πληροφόρησης του λαού και την «ελευθεροτυπία», άνθησε μεταξύ του Μέσου και του παθητικού δέκτη, μια σχέση, πλην των άλλων, βαθύτατα εξουσιαστική.
Γενικότερα, τα ΜΜΕ συρρίκνωσαν τον δημόσιο χώρο και ιδιωτικοποίησαν τα πάντα. Κατήργησαν τον αντίλογο και την πολιτική συμμετοχή, συνέβαλαν στον εκπεσμό της δημοκρατίας και αποτέλεσαν, με την ασφυκτική υπερπληροφόρηση που οδηγεί στη συμφόρηση και τη συμφορά της αντεπικοινωνίας, τρομερά όργανα στα χέρια της εξουσίας. Δεν περιορίστηκαν σε έναν ρόλο διαμορφωτή της κοινής γνώμης και πρακτικών ιδεολογιών, αλλά υπήρξαν –και συνεχίζουν να είναι- διαχειριστές τεράστιων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων.
Το Μέσο μετατράπηκε σε συνεχή ανατροφοδότη του τρόμου, της φρίκης και του άγχους του κόσμου. Το έγκλημα, η βία, το αίμα, η σαχλαμάρα, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, βρήκαν περίοπτη θέση στις εικόνες και τις ειδήσεις των Μέσων και η φανταστική συμμετοχή μετατράπηκε σε πλασματική ζωή.
Κάπου εκεί, τη στιγμή που η κοινωνική και πολιτισμική βία απλώνονταν γύρω μας, η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των δημοσίων προσώπων αναμείχθηκε με τα κουτσομπολίστικα πρωτοσέλιδα εφημερίδων, με το σοφτ πορνό και τους αθλητικούς θριάμβους, το σκυλάδικο και το life style με το «απολιτίκ» και τη «δηθενιά». Ένας «φασισμός» της καθημερινότητας είχε πλέον φωλιάσει στις παρυφές της εξουσίας, ένας ύπουλος φασισμός που σαν υγρασία διαπότισε την κοινωνία και τους ανθρώπους της.
Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάστηκε με τον μανδύα του «Δημοσιογράφου», του «τιμωρού» και του «προστάτη του λαού», το «φαινόμενο» Μάκης Τριανταφυλλόπουλος και η «Ζούγκλα» του. Μέσα από τις εκπομπές και τα έντυπά του, ο «Μάκης» δεν προσγειώθηκε στην μιντιακή καθημερινότητά μας από το πουθενά, αλλά ήταν δημιούργημά της. Αφού πάτησε σε ένα τάχα δημοκρατικού και παράλληλα μικροαστικού κοπής υποκριτικό κήρυγμα, πάντρεψε τον λαϊκισμό με την ευτέλεια, τη χυδαιότητα με τη γελοιοποίηση και εν τέλει την βάναυση εξόντωση του στόχου του. Υπήρξε ένας εκ των διαμορφωτών του «κιτρινισμού» στη χώρα μας και ήταν ένας εξ' αυτών που τοποθέτησαν τα τηλε-σκουπίδια σε περίοπτη θέση του σαλονιού μας και αποθέωσαν την τηλεθέαση της αθλιότητας.
Γνωρίζοντας καλά το μιντιακό παιχνίδι, δεν απευθύνθηκε σε κείνους οι οποίοι αντιμετωπίζουν την τηλεόραση –και γενικότερα τα ΜΜΕ- ως εργαλείο που το χρησιμοποιούν όσο το χρειάζονται (οι οποίοι μάλιστα βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρό του: καθηγητές, πολιτικοί, διανοούμενοι κ.λπ.), αλλά σε κείνους τους «συνηθισμένους», θα λέγαμε, ανθρώπους που δεν έχουν πως αλλιώς να περάσουν τις ώρες τους. Στους ανθρώπους εκείνους, που η δική τους ζωή μοιάζει μίζερη και φτωχή και για το λόγο τούτο αφήνονται στις κλέφτικες ματιές της ζωής των άλλων. Σε κείνους που ψάχνουν για να βρουν μια κάποια παρηγοριά, στην θέαση του εγκλήματος με τον σατανιστή στη Γλυφάδα, στις εικόνες φρίκης του πολέμου στην Ουκρανία, στη θέα του μαγιώ της Μενεγάκη, στην «αφλογιστία» των ποδιών του Μήτρογλου...
Την ίδια ώρα, τα μηχανάκια της τηλεθέασης κατέγραφαν νούμερα. Νούμερα τηλεθέασης, που δεν θα έκαναν το αφτί κανένα μεγαλοκαναλάρχη να ιδρώσει στις κριτικές φωνές που ακουγόταν. Νούμερα που δεν θα επέτρεπαν κανένα «κατασταλτικό» μέτρο να περιορίσει τα τηλεσκουπίδια και να στείλουν μια ώρα αρχύτερα τους «κατασκευαστές» τους σπίτι τους.
Η «Ζούγκλα», δεν υπήρξε ποτέ τίποτα περισσότερο από ένα όργανο, οργανικά ενταγμένο σε ένα ολόκληρο σύστημα που έδινε χώρο, χρήμα, ρόλο, αναγνώστες και τηλεθεατές. Παρά τα δακρύβρεχτα λόγια του πρωταγωνιστή της, που υποστήριζε την «αντιεξουσιαστική» του στάση, ήταν πάντα με την πλευρά της εξουσίας και μάλιστα μιας εξουσίας στην πιο «σκοτεινή» της εκδοχή. Ήταν πάντα, μέσω των εκβιασμών και των απειλών της, με την πλευρά του ισχυρότερου, των δυνατών και ενός ολόκληρου συστήματος που πίστευε στη διαιώνισή του.
Αντικρίζοντας κανείς την έκταση που πήρε η νέα «αποκάλυψη» του «Δημοσιογράφου» για το θέμα «Γ. Σακελλαρίδη», αντιλαμβάνεται πως το είδος αυτής της δημοσιογραφίας, μας έχει αφήσει μέρες. Ένα ολόκληρο μοντέλο δημοσιογραφίας, που στήθηκε πάνω στον εκβιασμό, την κλειδαρότρυπα και τον εκφασισμό της κοινωνίας, καταρρέει μαζί με το σύστημα που το εξέθρεψε.
Η «Ζούγκλα», χωρίς τις πλάτες του παρελθόντος, σβήνει μαζί την εικόνα του παρηκμασμένου πρωταγωνιστή της. Παρά την αγωνιώδη αναζήτηση του ίδιου να βρει ρόλο στη σύγχρονη πραγματικότητα, με τους γνώριμους εκβιαστικούς όρους του παρελθόντος. Η σπορά που άφησε ωστόσο, αυτό το είδος παρακμιακής δημοσιογραφίας, θα μεγαλώνει., με άλλους έστω πρωταγωνιστές και σε ένα νέο και λάιτ πλαίσιο. Και θα μεγαλώνει όσο με τη σιωπή, την ανοχή και το φόβο μας το επιτρέψουμε Όσο κι εμείς από τη σκοπιά της Αριστεράς, συμμετέχουμε σε αυτό, όσο θα συνεχίσουμε να γοητευόμαστε από τη δημοσιότητα και την προβολή του «εγώ» μας, όσο η ιδεολογία της τηλεθέασης και της προβολής γίνεται αυτοσκοπός, όσο το πολιτικό δίνει τη θέση του στη χαλαρότητα του life style. Όσο παραχωρούμε τον δημόσιο χώρο και τα πραγματικά πολιτικά υποκείμενα, εκείνα που δίνουν στους πολίτες τη δυνατότητα της πολιτικής συμμετοχής, στους μεγαλοκαναλάρχες και μεγαλοεκδότες και όσο θα αγιάζουμε τα μέσα για την αυτοϊκανοποίηση και το σκοπό μας.
Η «Ζούγκλα» λοιπόν μας τελείωσε, μην επιτρέψουμε να «βλαστήσουν» νέες «ζούγκλες»...
· Ο Κωνσταντίνος Ζαγάρας είναι επιστημονικός συνεργάτης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος διδάκτορας κοινωνιολογίας