Ήδη στην Ελληνική κοινωνία εκφράζεται μια έντονη δυσαρέσκεια για την πρακτική που ακολουθείται, πλην όμως το «σύστημα» (βουλή, δικαστήρια) δείχνει να ανέχεται αυτήν επιδεικτικά.
Σύντομο Ιστορικό
Ο θεσμός των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης, έχοντας συμπληρώσει περίπου μια εικοσαετία δράσης, ήδη διανύει την έναρξη της τρίτης δεκαετίας του στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες δημιουργοί μπορούν να αναθέτουν σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας, τη διαχείριση ή την προστασία ή τη διαχείριση και την προστασία του περιουσιακού τους δικαιώματος ή εξουσιών που απορρέουν από τα πνευματικά και συγγενικά τους δικαιώματα. Οι κυριότεροι φορείς είναι η ΑΕΠΙ, ο ΑΠΟΛΛΩΝ, ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ, η GRAMMO, η ΕΡΑΤΩ. Από αυτές, δεσπόζουσα θέση κατέχει η ΑΕΠΙ.
Με απλά λόγια η φιλοσοφία του θεσμού αυτού είναι η εξής: Οι δημιουργοί, ως έχοντες την πατρότητα των καλλιτεχνικών τους έργων, ιδίως μουσικών, δικαιούνται αμοιβή από κάθε έναν που εκτελεί τα έργα αυτά δημόσια και καρπώνεται οικονομικό όφελος από την αναπαραγωγή τους. Επειδή, όμως, δεν είναι εύκολο να ελέγχει ο εκάστοτε καλλιτέχνης ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια για να διαπιστώσει ποιος εκμεταλλεύεται τα έργα του, δημιουργήθηκαν οι ως άνω φορείς, στους οποίους οι καλλιτέχνες αναθέτουν την διαχείριση αυτών ακριβώς των πνευματικών και περιουσιακών δικαιωμάτων.
Η πλειοψηφία των ελλήνων δημιουργών έχει υπογράψει συμβάσεις με τους ως άνω οργανισμούς, οι οποίες υπογράφονται μέσω των δισκογραφικών εταιριών. Υπάρχει ωστόσο σαφώς και μια μερίδα ελλήνων δημιουργών, η οποία τα τελευταία χρόνια ολοένα και αυξάνεται, που δεν έχει υπογράψει τέτοιες συμβάσεις.
Προκειμένου λοιπόν κάποιος επιχειρηματίας να κάνει χρήση ενός «προστατευόμενου» έργου, οφείλει να εκδώσει άδεια δημόσιας εκτέλεσης μουσικής. Οι άδειες αυτές εκδίδονται από τους δήμους. Ωστόσο, προϋπόθεση χορήγησης της άδειας αυτής είναι να εκδοθεί και άδεια μουσικής από την ΑΕΠΙ, η οποία συνιστά ιδιωτική εταιρία.
Η καθημερινή πρακτική
Στην καθημερινή πρακτική, συνήθως αμέσως μόλις κάποιος επιχειρηματίας ξεκινήσει την λειτουργία της επιχείρησής του, η ενλόγω εταιρία τους προσεγγίζει και ζητά αμοιβή για χορήγηση άδειας δημόσιας εκτέλεσης μουσικής, εκ μόνης της λειτουργίας της επιχείρησης. Επιβάλλει έτσι εντελώς αυθαίρετα και μονομερώς ένα αμοιβολόγιο που η ίδια έχει θεσπίσει, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης της κάθε επιχείρησης και ανεξαρτήτως εάν παίζεται ή όχι μουσική.
Η ΑΕΠΙ πάντοτε ισχυρίζεται ότι έχει συνάψει συμβάσεις με το σύνολο σχεδόν των ελλήνων δημιουργών, αλλά και με αλλοδαπές εταιρίες, με τις οποίες της έχει ανατεθεί η διαχείριση των πνευματικών τους δημιουργημάτων, ότι έχουν της εκχωρήσει οι συμβεβλημένοι καλλιτέχνες το δικαίωμα εκμετάλλευσης της πνευματικής τους ιδιοκτησίας, ότι συνεπώς ως Ο.Σ.Δ.Ι. νομιμοποιείται στο όνομά της στην άσκηση των δικαιωμάτων των πνευματικών δημιουργών που της έχουν μεταβιβασθεί ή που καλύπτονται από πληρεξουσιότητα, ότι επακόλουθα νομιμοποιείται ενεργητικά αφενός να χορηγεί ή όχι άδεια δημόσιας εκτέλεσης και να εισπράττει τα αναλογούντα πνευματικά δικαιώματα, αφετέρου να ασκεί στο όνομά της τις σχετικές αγωγέ, ότι βάσει «αντικειμενικών» κριτηρίων -που η ίδια έχει θεσπίσει- δύναται να υπολογίζει τις αμοιβές των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών, ιδίως σε περίπτωση που δεν δύναται να επέλθει ελεύθερη συμφωνία με τους αντισυμβαλλομένους της και τέλος ότι δύναται να της καταβάλλεται αποζημίωση ακόμα και αναδρομικά και μάλιστα ακόμα και για ηθική βλάβη.
Όμως, βάσει του Ν.2121/1993 οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης νομιμοποιούνται ενεργητικά να παρίστανται στα ελληνικά δικαστήρια όχι για το σύνολο των πνευματικών δημιουργών που υπάρχουν στη χώρα ή παγκοσμίως, αλλά για την εκπροσώπηση μόνο των δικαιωμάτων των δημιουργών που έχουν μεταβιβαστεί σ'αυτούς με σύμβαση ή που καλύπτονται από πληρεξουσιότητα. Εισάγεται δε με τον Ν.2121/1993 τεκμήριο ενεργητικής νομιμοποίησής τους για προστασία όλων των έργων ή όλων των πνευματικών δημιουργών για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σ' αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα. Δύνανται μάλιστα οι οργανισμοί αυτοί να αναφέρουν δειγματοληπτικά ΤΑ ΕΡΓΑ που εκτελέσθηκαν. Δηλαδή αρκεί απλά για την νομιμοποίησή τους έγγραφη δήλωση του εκάστοτε οργανισμού. Πλην όμως, το τεκμήριο αυτό είναι ΜΑΧΗΤΟ.
Η δειγματοληπτική αναφορά των έργων θεσπίστηκε για λόγους οικονομίας της εκάστοτε δίκης. Ο ισχυρισμός που προβάλει συνήθως η ΑΕΠΙ ότι δεν απαιτείται απόδειξη ενεργητικής νομιμοποίησης κατά τις γενικές διατάξεις είναι εντελώς αβάσιμος καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ρητά στον Ν.2121/1993, ούτε σε καμία άλλη διάταξη. Ο ως άνω νόμος κάνει μόνο αναφορά στα έργα που εκτελέσθηκαν, ενώ αντίθετα για την εν τοις πράγμασι απόδειξη εκχώρησης δικαιωμάτων καλλιτεχνών ή πληρεξουσιότητας ελλείψει άλλης ειδικότερης διάταξης, πρέπει να εφαρμοστούν οι γενικές δικονομικές διατάξεις.
Κατά τις αρχές των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, της καλοπιστίας και ειλικρίνιας κατά την διεξαγωγή της δίκης, της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και του κοινωνικού κράτους δικαίου, πρέπει να δίνεται το δικαίωμα στον εκάστοτε θιγόμενο/εναγόμενο να αμφισβητήσει την ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποίησης του εκάστοτε οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. Ιδίως δε πρέπει να δίνεται στον εκάστοτε εναγόμενο η δυνατότητα επιβεβαίωσης της ύπαρξης σύμβασης μεταξύ Οργανισμού και δημιουργού, έστω με την προσκόμιση όλων των εγγράφων – συμβάσεων ή εξουσιοδοτήσεων – μεταξύ τους.
Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος καταχρηστικής και παράνομης είσπραξης αμοιβών εκ μέρους των οργανισμών αυτών εις βάρος του εκάστοτε ιδιοκτήτη επιχείρησης, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικές συμβάσεις και σε πραγματική μεταβίβαση δικαιωμάτων, γεγονός που μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνο αστική αλλά και ποινική ευθύνη αυτών.
Στην πράξη όμως, η ΑΕΠΙ ουδέποτε κοινοποίησε σε κανέναν επιχειρηματία οποιαδήποτε σύμβαση με οποιονδήποτε καλλιτέχνη. Ιδίως δε η ΑΕΠΙ ουδέποτε έχει κοινοποιήσει/γνωστοποιήσει οποιαδήποτε έγγραφη σύμβαση ή πληρεξούσιο από τους δημιουργούς έστω των δειγματοληπτικά κάθε φορά αναφερόμενων έργων και ουδέποτε επικαλείται στις αγωγές της προκειμένου να θεμελιώσει την ενεργητική της νομιμοποίηση ούτε τον αριθμό ή την ημερομηνία έστω οποιασδήποτε σύμβασης με κάποιον καλλιτέχνη ή δισκογραφική αυτού εταιρία. Τέλος, η ΑΕΠΙ δεν αναφέρει ποτέ την χρονική διάρκεια των επικαλούμενων συμβάσεων ανάθεσης προς αυτή, η οποία σύμφωνα με τον Ν.2121/1993 είναι τριετής, οπότε δεν δύναται να διαπιστωθεί εάν οι επικαλούμενες αυτές συμβάσεις βρίσκονται σε ισχύ ή έχουν λήξει, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να προσδιορισθεί η αντιστοιχία των αξιούμενων αμοιβών με τα προστατευόμενα δικαιώματα.
Επιπλέον για τον υπολογισμό της αμοιβής της ΑΕΠΙ υποτίθεται ότι λαμβάνονται υπόψη διάφορα αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς όμως στην πράξη να εξειδικεύεται κάθε φορά ποια συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια εφαρμόζονται.
Η «πρακτική» που ακολουθεί η εν λόγω εταιρία όμως είναι η εξής: Παρά το γεγονός ότι βάσει του ν. 2121/1993 η αμοιβή της δύναται να καθορίζεται ελεύθερα με συμφωνία μεταξύ των μερών και κατ'εξαίρεση να υπολογίζεται με εφάπαξ ποσό εάν συντρέχουν οι περιπτώσεις που αναφέρει ο νόμος, η εταιρία δεν μπαίνει καν σε διαδικασία «συζήτησης» με τον εκάστοτε επιχειρηματία, αλλά αντίθετα θεωρεί πάντοτε δεδομένο ότι είναι πρακτικά αδύνατο να υπολογιστεί η βάση υπολογισμού της ποσοστιαίας αμοιβής και να καθοριστεί με ελεύθερη συμφωνία των μερών η αμοιβή της, με αποτέλεσμα να καταλήγει έτσι μονομερώς να επιβάλλει την αμοιβή που η ίδια έχει αυθαιρέτως θεσπίσει.
Όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα επικοινωνίας και διάθεσης των οικονομικών στοιχείων της εκάστοτε επιχείρησης και σύναψης σύμβασης με τους επιχειρηματίες ακόμα και για συμφωνία για μικρότερη της εφάπαξ αμοιβής. Επειδή όμως τούτο είναι «εισπρακτικά» ασύμφορο για την ενάγουσα, αυτή αυθαιρέτως επιλέγει να επιβάλλει μονομερώς εφάπαξ αμοιβές.
Συνήθης μάλιστα πρακτική της εταιρίας είναι να καλεί στα ακροατήρια όλης της χώρας υπαλλήλους της, οι οποίοι συνδέονται με σχέση εξάρτησης μαζί της αφού λαμβάνουν μισθό από αυτή προς τούτο και οι οποίοι καταθέτουν ως μάρτυρες προφορικά και επιβεβαιώνουν απλά ότι πράγματι έχει γίνει δημόσια εκτέλεση μουσικής από τον εκάστοτε ιδιοκτήτη επιχείρησης. Οι μαρτυρίες αυτές όμως δίχως κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο πρέπει να μην λαμβάνονται υπόψη από τα δικάζοντα δικαστήρια και οι μάρτυρες αυτοί να εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 400 παρ. 3 ΚΠολΔικ, διότι υπάρχει σαφής σχέση εξάρτησης αυτών με την εταιρία.
Η εταιρία μάλιστα πολλές φορές δεν αρκείται μόνο στην διεκδίκηση της τυχόν αποζημίωσής της, αλλά αξιώνει και ηθική βλάβη από τους επιχειρηματίες. Ως νομικό πρόσωπο η εταιρία σαφώς και δύναται να αξιώνει αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν τα νομικά πρόσωπα, αν με την αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικώς το εμπορικό τους μέλλον. Το αν συνέβη αυτό όμως, πρέπει να το αποδείκνύει κάθε φορά, διότι η ηθική βλάβη εις τα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής άνευ αποδείξεων, αλλά σε μία συγκεκριμένη βλάβη η οποία έχει υλική υπόσταση.
Έτσι στα Ελληνικά δικαστήρια κάθε μέρα φτάνουν χιλιάδες αγωγές και μηνύσεις της εν λόγω εταιρίας, οι οποίες όμως ασκούνται με μοναδικό κριτήριο το οικονομικό όφελός της εταιρίας και όχι για την επί της ουσίας προστασία οποιουδήποτε πνευματικού δικαιώματος. Η εταιρία έτσι όμως προβαίνει σε έμμεσο εξαναγκασμό των επιχειρήσεων –ιδίως υγειονομικού ενδιαφέροντος- απαιτώντας «με το έτσι θέλω» τις ως άνω αμοιβές, αναγκάζοντάς τες υποχρεωτικά να εκδώσουν άδεια εκτέλεσης μουσικής, έστω κι αν δεν παίζουν μουσική, θέτοντάς τους μη εύλογους και άνισους όρους συναλλαγής, με αποτέλεσμα η εκάστοτε επιχείρησή να τίθεται σε μειονεκτική ανταγωνιστικά θέση.
Μάλιστα αξίζει να αναφερθεί ότι στην εν λόγω εταιρία, κατόπιν προσφυγής σημαντικών και γνωστών καλλιτεχνών, έχουν επιβληθεί στο παρελθόν κυρώσεις από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τον λόγο ακριβώς αυτόν, διότι δεν απέδιδε στους συμβαλλόμενούς της τα αναλογούντα από τα εισπραττόμενα κι έκανε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στη αγορά. Η απόφαση δε αυτή ήδη έχει επικυρωθεί και από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Παρόλα τα ανωτέρω, στην καθημερινή δικαστική πρακτική παρατηρείται το φαινόμενο η πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων να είναι καταδικαστικές και να γίνεται από τους δικαστικούς λειτουργούς μια φοβισμένη επιβράβευση της δεσπόζουσας θέσης της εταιρίας αυτής, η οποία όμως δεν έχει κανένα ουσιαστικό και νομοθετικό έρεισμα. Με απλά λόγια, οι ίδιοι οι δικαστές φοβούνται «να τα βάλουν» με την ΑΕΠΙ και να ανατρέψουν την παγιωθείσα πλέον αυτή κατάσταση, ακόμα και σε περιπτώσεις που οφθαλμοφανέστατα συντρέχουν οι ως άνω προύποθέσεις.
Ούτε ο πολιτικός κόσμος φαίνεται να έχει ασχοληθεί σοβαρά με το φαινόμενο αυτό, αντίθετα η νομοθετική στασιμότητα στο θέμα της διαχείρισης των πνευματικών δημιουργημάτων, υποκρύπτει ίσως την ανοχή του κρατούντος συστήματος, στην υπέρμετρη κερδοφορία από την είσπραξη των αμοιβών αυτών.
Κερδισμένοι τελικά της όλης υπόθεσης είναι οι Φορείς Συλλογικής Διαχείρισης, οι οποίοι βλέπουν τα κέρδη τους χρόνο με τον χρόνο να αυξάνονται.
Ηττημένοι αντίθετα είναι τόσο οι εκάστοτε επιχειρηματίες, αλλά και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες.
Όλα τα ανωτέρω παρατίθενται ιδίως από την σκοπιά του επιχειρηματία, σε μια προσπάθεια καταγραφής της αντικειμενικής κατάστασης που καλούνται κάθε μέρα να αντιμετωπίσουν, βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας, νομολογίας και πρακτικής χωρίς την ύπαρξη καμίας εμπάθειας, αλλά ως μια γενικότερη κριτική του συστήματος συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων.
Εν κατακλείδι, απαιτείται άμεση νομοθετική τροποποίηση του συστήματος συλλογικής διαχείρισης που θα του προσδώσει περισσότερη ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ, όσον αφορά την είσπραξη των αμοιβών από τους δημιουργούς, αλλά και ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ, που θα βασίζεται στην πραγματική οικονομική κατάσταση και τα πραγματικά εισπραττόμενα κέρδη της εκάστοτε ελεγχόμενης επιχείρησης που προβαίνει σε εν τοις πράγμασι δημόσια εκτέλεση μουσικής.
*Ο Νικόλαος Στουραϊτης είναι δικηγορος
πηγη:agriniopress