Κανείς. Χαμηλώνω το βλέμμα... Είν' ένα παιδί. Ένα κορίτσι, το πολύ οχτώ χρονών. Με κοιτάζει επίμονα, σιωπηλά, μ' ένα βλέμμα βαθύ, διαπεραστικό και με δυο μάτια σαν σπινθηροβόλα κεριά. Ναι, το ξέρω, μου είναι γνωστό αυτό το παιδί. Σκύβω, να το δω από κοντά. Κοίτα να δεις... έχει τα μάτια μου, έχει το στόμα και τα χέρια μου, φοράει κι εκείνο το κόκκινο παλτό... Θαρρείς και βγήκε από ξεθωριασμένες φωτογραφίες του παιδικού μου άλλοτε.
Δε μου μιλάει, μονάχα με κοιτάζει σιωπηλά. Η σιωπή του, όπως πάντα, λέει κουβέντες πολλές, ξεσηκώνει μνήμες, ήχους, φωνές, μουσικές. Σαν τη σκόνη που σηκώνεται πίσω απ' τις βιαστικές ρόδες των αυτοκινήτων, σαν τον κουρνιαχτό που αφήνουν τα χρόνια που περνούν ανεπιστρεπτί, καθώς βαδίζουμε πότε στον ανήφορο, πότε στον κατήφορο της ζωής.
Έρχεται προς το μέρος μου και με ρωτάει:
- Θυμάσαι τότε που μου 'λεγες ψιθυριστά τραγούδια και ποιήματα; Θυμάσαι που μου έλεγες τι χρώμα έχουν οι λέξεις, οι ήχοι, οι αγκαλιές; Θυμάσαι που τρέχαμε παρέα στον πράσινο κάμπο της άνοιξης; Το χρώμα του ήλιου, τη μυρωδιά του αέρα; Θυμάσαι το καλοκαιρινό στραφτάλισμα της θάλασσας που σου πάνιαζε τα μάτια; Θυμάσαι τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν πάνω σου, ουράνια δάκρυα, σε χάιδευαν απ' άκρη σ' άκρη και ύστερα σε τύλιγαν σιγά σιγά; Θυμάσαι που έφτανες μ' ένα ποδήλατο ως τον ουρανό; Θυμάσαι τότε που ταξίδευες μ' ένα σύννεφο πάνω από πολιτείες που στροβιλίζονταν κάτω απ' τη λάμψη των αστεριών; Θυμάσαι τους φόβους, τις μικρές λύπες που σε βουλιάζαν στα βαθιά, κι εκείνες τις μικρές μικρές χαρές που σε πετούσανε ψηλά;
- Τα θυμάσαι όλα αυτά;
- Ναι... κάτι θυμάμαι.
Το παιδί που άφησα πίσω μου, με πλησιάζει αργά. Μου πιάνει το χέρι και χώνει το δικό του στην παλάμη μου. Το κρατάω σφιχτά. Πολύ σφιχτά. Τόσο, που τρομάζει. Μ' ένα βλέμμα παγωμένο, βουβό, τραβάει απότομα το χέρι, κι αρχίζει να τρέχει βιαστικά. Κατεβαίνει τα σκαλιά, πίσω του εγώ. Στα χέρια του φτερά, κι όλο να χάνεται σε απόλυτο κενό. Αδύνατο να το προλάβω, έχει χαθεί. Κραυγή η φωνή μου δυνατή. Έμεινα αλλόκοτα να κλαίω και να γελάω, μετέωρη η καρδιά μου κλωστή. Η σκάλα χάθηκε εντελώς. Μαζί της χάθηκε και το παιδί σε μια στροφή. Ποτάμι ο ιδρώτας, η ανάσα μου καυτή.
Ανοίγω τα μάτια. Όλα είναι ίδια κι όλα συνεχίζονται ξανά. Η ώρα εφτά και μισή. Παίρνω ανάσα, στα χείλη μου μια ξέπνοη ευχή. Παραμονή Χριστουγέννων. Τι μέρα κι αυτή. Δεν υπάρχει, λένε, τίποτε πιο θλιβερό σ' αυτόν τον κόσμο από το να ξυπνάς τα Χριστούγεννα το πρωί και να μην είσαι παιδί... Κάπου μέσα μου ξυπνάει φορές εκείνο το παιδί. Ανοίγει την πόρτα και τρέχει προς το φως. Με πλησιάζει για λίγο και φεύγει μακριά. Του δίνω λίγα, κι ας μου ζητάει πολλά.
Ντύνομαι βιαστικά. Ανοίγω την πόρτα, κατεβαίνω αργά τα σκαλιά, τα βήματά μου στο δρόμο αντηχούν. Ο αέρας μου χτυπάει το πρόσωπο, το κρύο τρυπώνει στο κορμί απ' την κάθε σχισμή του παλτού, απ' την κάθε σχισμή του μικρού μου εαυτού. Σταματάω στη στροφή. Σε κάποια άκρη με κοιτάζει δειλά ένα παιδί. Αυτό με κοιτάζει, κι εγώ προχωράω. Με κοιτάζει, και του χαμογελάω.