Τρεις αιώνες αργότερα στο θεατρικό έργο του Ερρίκου Ίψεν, «Ο εχθρός του λαού», πρωταγωνιστεί ένας γιατρός, υπεύθυνος των δημοτικών λουτρών της νορβηγικής πόλης. Ο γιατρός Στόκμαν υποστηρίζει ότι το νερό των λουτρών έχει μολυνθεί από παθογόνους μικροοργανισμούς που προκαλούν λοιμώδεις νόσους. Κατά συνέπεια τα δημοτικά λουτρά πρέπει να κλείσουν ως επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Αρχικά προσεταιρίζεται την κοινή γνώμη στον αγώνα για τη δημοσιοποίηση της αλήθειας και για την προστασία της δημόσιας υγείας. Ο δήμαρχος της πόλης ωστόσο βαθμηδόν κατορθώνει να μεταστρέψει την κοινή γνώμη με επιχειρήματα σκοπιμότητας και όχι αρχών. Επισείει τον κίνδυνο να χάσει η τοπική κοινωνία σοβαρούς πόρους προς όφελος άλλων ανταγωνιστικών λουτροπόλεων. Με το φόβητρο αυτό πείθει τον κόσμο της πόλης ότι είναι προτιμότερη η συγκάλυψη της επικινδυνότητας. Διασπείρεται έτσι λοιπόν μια συλλογική συνενοχή με αδιαφορία για τη δημόσια υγεία. Ο γιατρός παίρνει την πρωτοβουλία να καλέσει σε πλατιά και άτυπη συνέλευση τους συμπολίτες του για να ανακοινώσει την αλήθεια και την αντίθεσή του στη συνέχιση της λειτουργίας των λουτρών με την ελπίδα να ληφθεί η πρέπουσα απόφαση. Η συνέλευση όμως αποτελείται ήδη από ένα ακροατήριο προκατειλημμένο εναντίον της γνώμης αυτής. Στη συνέλευση προσέρχονται και οι επιφανέστατοι αντίπαλοι της άποψης του γιατρού πρωτίστως ο δήμαρχος και οι τοπικοί δημοσιογράφοι, δηλαδή οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Αμέσως ο δήμαρχος δια βοής των παρόντων παίρνει το λόγο. Κατηγορεί το γιατρό ότι μόνο αυτός προτάσσει ένα αφηρημένο συμφέρον σε αντίθεση με το συγκεκριμένο υλικό συμφέρον που προασπίζουν οι προύχοντες της πόλης. Ένα συμφέρον που έχει ασπασθεί και η μεγάλη πλειονότητα της τοπικής κοινωνίας συνενωμένη γύρω από μια στάση συλλογικού εγωισμού. Ο γιατρός διαπομπεύεται από «αγανακτισμένους πολίτες» και τελικά στιγματίζεται ως ο «εχθρός του λαού», από όπου και ο τίτλος του περίφημου έργου.
Η προκατάληψη λοιπόν παίζει σπουδαίο ρόλο στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Κι αυτό γιατί η προκατάληψη είναι μια λογική. Μεγαλύτερη από τη λογική του ατόμου. Όσο πιο βαθειά είναι η προκατάληψη, τόσο πιο πολύ την τρέφουμε, τη διατηρούμε. Τα μέσα για τη διαιώνισή της παρέχει πρόθυμα ο λαϊκισμός. Ο Ε. Laclau έγραφε στο βιβλίο του «Πολιτική και ιδεολογία στη Μαρξιστική θεωρία» πως ο λαϊκισμός είναι η κολακεία των πολιτών εκ μέρους των πολιτικών με στόχο την κατάληψη της εξουσίας. Ο λαϊκισμός συνιστά την τυπική πολιτική λύση όταν στην κοινωνία κυριαρχούν κρίσεις οι οποίες δεν είναι ευχερώς αντιμετωπίσιμες μέσω κανονιστικών θεσμικών διόδων. Όταν δηλαδή υπάρχει συσσώρευση ανικανοποίητων αιτημάτων στον ένα πόλο και στον άλλο η αδυναμία των θεσμικών μέσων να απορροφήσουν αυτά τα αιτήματα σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο.
Ένα λαϊκιστής ηγέτης κινείται στα όρια των θεσμών. Αν και υπάρχει πάντα κάτι στο λόγο του που τους υπονομεύει ή αποτελεί απειλή για τους τελευταίους, ο λαϊκιστής όταν αναδειχθεί στην εξουσία δεν τολμά έρθει σε ευθεία ρήξη μ' αυτούς. Η λαϊκιστική λογική καλλιεργείται με αποτέλεσμα να ακυρώνονται οι διαφορές. Έτσι μπορούμε να έχουμε λαϊκισμό είτε της δεξιάς είτε της αριστεράς κατασκευάζοντας έναν «αποδιοπομπαίο τράγο».
Η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού απαιτεί ένα διαδικαστικό και ένα ουσιαστικό αίτημα στις δημοκρατικές κοινωνίες. Το διαδικαστικό αίτημα είναι εκείνο της ηθικής του δημόσιου διαλόγου πέραν της ειλικρίνειας και της νηφαλιότητας της κρίσης που οφείλουν να έχουν εν γένει οι συμμετέχοντες στο διάλογο. Το ουσιαστικό αίτημα είναι εκείνο της παράθεσης επιχειρημάτων όχι με σταθμίσεις σκοπιμότητας αλλά αρχών. Η ορθότητα όμως μιας γνώμης δεν είναι ζήτημα διαδικαστικό αλλά ουσιαστικό.
Τι είναι λοιπόν εκείνο στις ιστορικά υπαρκτές κοινωνίες που παρακωλύει τη λήψη ορθών αποφάσεων; Τι παρεμποδίζει ακόμη και την ίδια την καταγραφή προς συζήτηση των πραγματικά σπουδαίων θεμάτων, παρόλο που φαινομενικά τηρείται ένα τελετουργικό δημοσίου διαλόγου ή η εξωτερική όψη της δημοκρατικής διαδικασίας;
Σήμερα το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί στο πολιτικό πλαίσιο του λεγόμενου Τρίτου Δρόμου. Όταν απουσιάζει η δυνατότητα εναλλακτικών προτάσεων στην πολιτική σφαίρα ο λαός νιώθει ολοένα και περισσότερο απογοητευμένος με το πολιτικό σύστημα με αποτέλεσμα να οδηγείται σε μια γενικευμένη απάθεια. Αν η Αριστερά δεν παράσχει μια εναλλακτική κοινωνική εφικτή πρόταση κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει από τη Δεξιά. Όπως έλεγε και ο E. Laclau αν η Αριστερά αναλωθεί σε ένα στείρο θεσμικό παιχνίδι τότε δεν θα μπορέσει να συμβάλλει στην αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος και της δημόσιας σφαίρας. Και αυτό ελλοχεύει κινδύνους για τη δημοκρατία.
Στην παρούσα χρονική περίοδο τίθεται το ερώτημα ποιος έχει τη δυνατότητα να αναζωογονήσει τον αστικό φιλελεύθερο δημοκρατικό χώρο. Οι μέχρι πρότινος κομματικοί σχηματισμοί δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Σήμερα όμως κάπου πρέπει να στεγαστούν εκείνες οι δυνάμεις της κοινωνίας που δεν αντιπροσωπεύονται από το δίπολο της δημαγωγίας και του λαϊκισμού της δεξιάς και της αριστεράς. Υπάρχει το αίτημα στην ελληνική κοινωνία για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού χώρου ικανού να εμπνεύσει μια νέα λαϊκή ταυτότητα με στόχο την πολιτική αλλαγή. Οφείλει λοιπόν να γίνει αντιληπτό το προσεχές διάστημα ποιος είναι εκείνος ο κομματικός σχηματισμός που μπορεί να αναζωογονήσει και να χτίσει ξανά τη μεσαία τάξη, εκείνη την τάξη που αποτελεί τη μηχανή των ανεπτυγμένων οικονομιών. Μόνο αυτή η τάξη έχει την ικανότητα να δώσει στο κράτος τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει κοινωνικές πολιτικές για τους αδύναμους πολίτες του. Και όπως έδειξε η ιστορία, ακόμη και σε καιρούς απόλυτης κατάρρευσης ενός κράτους, δεν είναι οι πλουσιότεροι πολίτες που την πληρώνουν, αλλά οι αδύναμοι.
του Γιάννη Τζιουρά, Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας,
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ