περισσότερο θεωρητική παρά πραγματική. Η εξέλιξη των γεγονότων την επιβεβαίωσε, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο. Η Ελλάδα παραμένει στην ευρωζώνη, με απρόβλεπτες ακόμη τις θυσίες που ομολογήθηκαν ότι θα προσφερθούν στο «άγιο» Ευρώ.
Σε μια διαπραγμάτευση (και για τις δυο πλευρές) υπάρχουν πάντα δυο δεδομένα. Η αρχική θέση και το τελικό αποτέλεσμα. Επιτυχής θεωρείται αυτή που το τελικό της αποτέλεσμα δεν αποκλίνει κατά πολύ από τις αρχικές θέσεις ή δεν αλλοιώνει την ουσία των αρχικών θέσεων. Το αποτέλεσμα δηλαδή ενέχει ουσιαστικά μέσα του στοιχεία και από τις δυο διαπραγματευόμενες πλευρές. Σε μια διαπραγμάτευση υπάρχουν πάντα δυο πιθανές εκδοχές. Η επιτυχία και η αποτυχία. Στην περίπτωση της επιτυχίας υπάρχει εκάστοτε η πλευρά με το μεγαλύτερο κέρδος και η άλλη με το μικρότερο. Στην περίπτωση όμως της αποτυχίας, προφανώς υπάρχουν βλαπτικές συνέπειες και για τις δυο πλευρές. Η πλευρά τώρα που έχει επικοινωνήσει καλύτερα τα αποτελέσματα μιας πιθανής αποτυχίας, έχει μεγαλύτερο πλεονέκτημα έναντι της άλλης πλευράς, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης.
Ας δούμε λοιπόν με την ανωτέρω οπτική γωνία την διαπραγμάτευση της νέας ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα. Και οι δυο πλευρές εκφράσανε αρχικά την επιθυμία τους (αρχική θέση) να βρεθεί μια λύση στα πλαίσια των θεσμικών παραγόντων που εποπτεύουν την ελληνική οικονομία. Θέση που προϋπόθετε την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η όλη διαπραγμάτευση όμως διεξάγονταν με background το GREXIT. Αυτή η υπόθεση – ως ενδεχόμενο – προβάλλεται εδώ και χρόνια από τους «εταίρους», προκειμένου να πάρουν την συγκατάθεση της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης στα μέτρα που προτείνουν-επιβάλλουν. Είναι το μόνιμο άλλοθι πάνω στο οποίο πατούν όλες οι μετά την κρίση κυβερνήσεις, για να δικαιολογήσουν τις υπαναχωρήσεις (κωλοτούμπες), έναντι των αρχικών τους θέσεων. Επίσης όμως είναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι τόσο οι σημερινοί κυβερνητικοί εταίροι όσο και οι προηγούμενοι, είχαν αποδεχτεί ως αξίωμα την προάσπιση του ΕΥΡΩ έναντι οποιοδήποτε τιμήματος (εσωτερική υποτίμηση, ανεργία, φτώχεια, εξαθλίωση, αδιέξοδα, αυτοκτονίες…). Προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλλαν καθοριστικά κι αυτοί που ανέλαβαν τον τομέα της επικοινωνίας (μέρος δημοσιογράφων και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης) του project που επέβαλαν οι ιθύνοντες των ΑΓΟΡΩΝ και εφαρμόζεται στην Ελλάδα, εδώ και πέντε χρόνια.
Το GREXIT όμως είναι ένα χαρτί που η απέναντι πλευρά είχε και έχει τη δυνατότητα να το παίξει ανά πάσα στιγμή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προπαρασκευή. Αντίθετα η ελληνική πλευρά, οφείλει να το αποφύγει, αφού μια τέτοια εξέλιξη την βρίσκει τελείως απροετοίμαστη. Ένα τέτοιο γεγονός ως γνωστόν, θα προϋπόθετε την εκτύπωση εθνικού νομίσματος, που για να γίνει χρειάζεται κατάλληλη προετοιμασία αρκετών μηνών. Αλήθεια υπάρχει κανένας Έλληνας που να πιστεύει σήμερα, ότι όλες οι μετά κρίση κυβερνήσεις είχαν στον σχεδιασμό τους ένα τέτοιο σχέδιο (plan B); Είναι δυνατόν να βρεθεί έστω κι ένας που να ισχυριστεί ότι Τράπεζα της Ελλάδος (με διοικητές τους Προβόπουλο και Στουρνάρα), έχει προετοιμαστεί κατάλληλα – μέσω του ΙΕΤΑ[2] – να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο (έστω και μετά από ατύχημα χωρίς ελληνική υπαιτιότητα);
Μια ελληνική κυβέρνηση, όσο κι αν ασπάζεται τον προωθούμενο από τις ΑΓΟΡΕΣ και το νεοφιλελευθερισμό ευρωπαϊκό φεντεραλισμός[3], οφείλει να έχει μια στοιχειώδη γραμμή εθνικής άμυνας. Πρέπει να προστατέψει, οχυρώνοντας τον ελληνικό λαό και τα εθνικά συμφέροντα από μια έξοδο από το ευρώ. Οφείλει να έχει έτοιμες τις εκτυπωτικές μηχανές στο Χολαργό. Τότε μόνο το GREXIT μπορεί να πονέσει τους «εταίρους», αφού οι συνέπειες για την Ελλάδα θα είναι ενδεχομένως λιγότερο επώδυνες απ’ ότι υπολογίζονται και με καλύτερες ενδεχομένως ευκαιρίες ανάκαμψης της οικονομίας. Υπ’ αυτή μόνο την έννοια μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής η σημερινή διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης.