στην οποία βάσισε τη λαϊκίστικη εκστρατεία του για ανέλιξή του στην εξουσία. Αν και ο λαϊκισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού του λόγου, τουλάχιστον έγινε εμφανές πλέον σε όλους (εντός κι εκτός Ελλάδος) πως ο ίδιος αντιλαμβάνεται πλήρως την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Όχι βέβαια και τις θεσμικές και τεχνικές λεπτομέρειες που αυτή εμπεριέχει (και το υπόβαθρο των οποίων εξακολουθεί να του λείπει). Μίλησε για τους συσχετισμούς ισχύος στην Ευρωζώνη, για τις πιθανές συνέπειες των πλέον παρακινδυνευμένων ιδεών (και όχι στρατηγικής) που ο ίδιος ασπαζόταν (ή ασπάζεται ακόμη) αναφορικά με την εξαναγκαστική έξοδο από την Ευρωζώνη, ενώ τέλος παραδέχθηκε, δίχως ένα mea culpa, πως ενίοτε το φύλλο πορείας μιας κυβέρνησης το υπαγορεύει η ιστορία και όχι ο λαός.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει σημασία αυτή τη στιγμή είναι πως ο Πρωθυπουργός είναι ο μόνος στο υφιστάμενο κομματικό και πολιτικό σκηνικό που μπορεί να γυρίσει το καράβι σιγά-σιγά από τα άγνωστα νερά στο οποίο εκείνος και οι συνεργάτες του το οδήγησαν μεθοδικά, αλλά και από άγνοια. Μεθοδικά, διότι οι συνεργάτες του, όπως φάνηκε, ασπαζόταν τις καταστροφικές ιδέες μιας παράλογης τακτικής. Αυτής της μετωπικής σύγκρουσης με τη μοναδική πηγή χρηματοδότησής μας. Από άγνοια, διότι ο ίδιος, όπως φάνηκε από αρκετά λεπτά σημεία των διαπραγματεύσεων κατά τους προηγούμενους μήνες, δεν γνώριζε ούτε πως λειτουργεί η Ευρωζώνη και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά ούτε τον τρόπο με τον οποίο η πρώτη επέλεξε να διαχειριστεί την κρίση από το 2010 και μετά. Πλέον ο Πρωθυπουργός γνωρίζει, και έτσι αποκτά άλλη σημασία η ευθύνη του, την οποία πλέον και αρχίζει να επιδείχνει. Αν και έγινε πολύ μεγάλη ζημιά στην οικονομία (διότι μια χώρα μπορεί καταρρεύσει από τη μια στιγμή στην άλλη- παρόλο που κάποιοι αδυνατούν ακόμη να το κατανοήσουν αυτό), αυτή του η στροφή των 180 μοιρών (U-turn) επικυρώθηκε με την αλλαγή πλεύσης την επομένη του δημοψηφίσματος.
Οι ιδέες του πρώην Υπουργού Οικονομικών (όπως και πολλών «κορυφαίων» οικονομολόγων εντός και εκτός της χώρας), για μια ιδεαλιστική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης (ή για μια σύγκρουση μ' αυτή), δεν ήταν αυτές που απαιτούσε η ρεαλιστική διαχείριση της πραγματικότητας. Ενίοτε, όπως έδειξε η παγκόσμια ιστορία, ακόμη και οι καλύτερες των προθέσεων οδηγούν σε καταστροφικές πολιτικές ειδικά όταν δεν συνοδεύονται από την επίγνωση της πραγματικότητας και χαρακτηρίζονται από σχιζοτυπικές συμπεριφορές,. Όμως δεν έχει αξία πια να συζητά κανείς για τις όποιες παρασκηνιακές τακτικές που, εσκεμμένα κατά την άποψή μου, αποκαλύπτονται αυτές τις μέρες για επικοινωνιακούς ή άλλου είδους (π.χ. κομματικούς) λόγους.
Ο Πρωθυπουργός έχει πλέον ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα από τους προκατόχους του καθώς και μια «αρετή». Το πλεονέκτημα είναι πως είναι αγαπητός. Έχει, αυτό που έλεγε ο Μακιαβέλι, τη στήριξη του λαού. Αρκεί να σκεφτούμε πως δεν κάνει τίποτα διαφορετικό από τους ΓΑΠ και Σαμαρά, έφερε τη χώρα σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτή της άνοιξης του 2010, φέρνει (κατά πάσα πιθανότητα- γιατί όλα τα ενδεχόμενα πλέον είναι δυνατά με βάση αυτά που έχουμε δει ως τώρα τους τελευταίους 7 μήνες) ένα πολύ βαρύτερο Μνημόνιο (σε όρους πραγματικής οικονομίας και χρόνου προσαρμογής) και εξακολουθεί να παραμένει αγαπητός!
Από την άλλη, η «αρετή» του, αυτή του εύκολου λαϊκισμού δίχως το παραμικρό ίχνος ντροπής για την κατάσταση στην οποία μας οδήγησε η άγνοιά του αλλά και η προτέρα γνωσιακή του παραμόρφωση σχετικά με την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, είναι η μόνη που μπορεί να πείσει μια κουρασμένη και γεμάτη αδικίες (αδιαπαιδαγώγητη) κοινωνία, για το απαραίτητο της δημοσιονομικής προσαρμογής. Μιας δημοσιονομικής προσαρμογής που θα εξηγήσω σε επόμενο άρθρο γιατί δεν είναι η καλύτερη δυνατή, πόσο μάλλον δε κοινωνικά άδικη. Έχει λοιπόν (ή είχε τουλάχιστον μέχρι τώρα, διότι πλέον γνωρίζει) το ακαταλόγιστο, ένα ακαταλόγιστο που είχαν και άλλοι Πρωθυπουργοί κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως ο Κώστας Καραμανλής ο οποίος τίναξε την οικονομία στον αέρα παραδίδοντας μια χώρα σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος με το τελευταίο να αγγίζει το 15,6% (σε έναν προϋπολογισμό τον οποίο υπέγραψαν οι βουλευτές της κυβέρνησής του και στη συνέχεια πήγαν ήσυχοι να κοιμηθούν στα σπίτια τους).
Παρόμοιες λαϊκίστικες «αρετές» είχαν όλοι (εκτός του Λ. Παπαδήμου και του Π. Πικραμμένου) οι Πρωθυπουργοί της περιόδου της κρίσης. Μόνο που για έναν ηγέτη, ο λαϊκισμός είναι και η καταστροφή του. Η διαφορά είναι πως αν έχει και άγνοια τότε μπορεί σχετικά εύκολα και γρήγορα να οδηγήσει και τη χώρα του στην καταστροφή. Αυτός όμως είναι ο τρόπος που πολιτεύονται σχεδόν όλοι στην Ελλάδα τα τελευταία πολλά χρόνια. Είναι αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης πια πολιτικής μας κουλτούρας να μην διαπαιδαγωγείται ο λαός για το ποια είναι η πραγματική κατάσταση στη χώρα. Όταν στη συνέχεια βρίσκεται εγκλωβισμένος νιώθει προδομένος, βάλλει κατά της κυβέρνησης ή όπως έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος «Όταν οι λαοί αποτυγχάνουσι, δεν ερωτώσι, και καλά κάμνουσι, αν έπταισαν οι αι κυβερνήσεις, αλλά το πρώτον των έργον είναι να τας ρίψωσι».
Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να βγούμε από το λαβύρινθο των Μνημονίων; Η απάντηση είναι πως ναι, μόνο εάν ο Πρωθυπουργός σαν σύγχρονος Θησέας προσέξει σαν κόρη οφθαλμού το Μίτο της Αριάδνης που του δίνουν οι δανειστές. Οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο τους επόμενους μήνες θέτει το (νομικό) πλαίσιο της διαπραγμάτευσης σε αναστολή (αν όχι σε ακύρωση) με τις συνέπειες που θα το ακολουθήσουν να είναι ακόμη πιο δραματικές. Δυστυχώς ο Πρωθυπουργός είναι «καταραμένος» πια να σώσει τη χώρα από την κατάντια στην οποία την έφερε με τη συμφωνία του τύπου «Μπρεστ- Λιτόφσκ», πληρώνοντας βαρύτερο τίμημα από τους προκατόχους του για το λαϊκισμό με τον οποίο πολιτεύτηκε.
του Γιάννη Τζιουρά
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας,
υπ. Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ