ευθύνη των επιλογών της στο πλαίσιο των πολιτικών κομμάτων που η ίδια αναδεικνύει, ενώ καθίσταται έρμαιο στα κομματικά παιχνίδια εξουσίας και τις τακτικές ανεπαρκέστατων, κοντόφθαλμων και φυσικά ανίκανων πολιτικών. Χρειάζεται αυτή τη στιγμή η χώρα εκλογές;
Από τη μια πλευρά υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν, δίχως να έχουν άδικο ως προς αυτό, πως η κυβέρνηση δεν τήρησε τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και κατά συνέπεια πρέπει να ανανεωθεί η λαϊκή εντολή αφού η εμπιστοσύνη θεωρητικά έχει εκλείψει. Αυτή η πλευρά δεν αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο το Σύνταγμα προβλέπει εκλογές. Δεν αγνοεί επίσης τις συνέπειες που θα έχουν οι τελευταίες στην οικονομία και την κοινωνία. Άλλωστε με την προσφυγή στις κάλπες προσεγγίζει τα συμφέροντά της ακόμη περισσότερο που προκύπτουν από μια ανώμαλη έξοδο από το Ευρώ. Ωστόσο οι βουλευτές της κυβέρνησης που ασπάζονται την ανωτέρω άποψη δεν παραιτούνται και δεν ανεξαρτητοποιούνται από το κόμμα τους (προς το παρόν).
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν εκείνοι που κατάλαβαν (σε όσο βαθμό κατάλαβαν βέβαια) πως η μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα (ασχέτως ονομασίας) απαιτεί την προετοιμασία μιας στρατηγικής την οποία και δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση αλλά και αδυνατεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει άμεσα, αφού η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία της χώρας δεν της δίνει αυτή τη δυνατότητα. Κατά συνέπεια η μόνη λύση πια είναι να διαχειριστεί η κυβέρνηση την κρίση (έτσι όπως την γιγάντωσε τους τελευταίους μήνες), μέσα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και κάνοντας χρήση τους μηχανισμούς της τελευταίας που δημιουργήθηκαν για την αποσόβησή της. Αυτή η μερίδα εκπροσωπείται πλέον κοινοβουλευτικά από τα πρώην κυβερνητικά κόμματα, από το Ποτάμι και από το μεγαλύτερο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις αλλά και οι τελευταίες εξελίξεις στο πλαίσιο των εσωκομματικών διεργασιών του τελευταίου.
Επειδή το παίγνιο όπως φάνηκε είναι μηδενικού αθροίσματος για την Ελλάδα, ή θα κάνουμε χρήση της βοήθειας που μας προσφέρεται με τους όρους που μας προσφέρεται και εφαρμόζοντας ένα οικονομικό και μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αλλά και μια αναπτυξιακή στρατηγική ξένων επενδύσεων πέραν των όσων προβλέπει το τελευταίο, θα βγούμε στις αγορές προκειμένου να χρηματοδοτούμε αυτόνομα πια το κράτος μας, ή θα αλλάξουμε, μια και δια παντός, κατηγορία. Μέσες λύσεις δεν υπάρχουν. Αν είναι αυτό το διακύβευμα για τις εκλογές τότε με την προκήρυξη των τελευταίων ερχόμαστε άθελά μας πιο κοντά στο δεύτερο ενδεχόμενο ακόμη κι αν το αποτέλεσμα της κάλπης δώσει εντολή για το πρώτο.
Γιατί το λέω αυτό... διότι πλέον, όπως διαφάνηκε πλήρως, κάποιες χώρες στην Ευρωζώνη, αλλά και εκτός αυτής, θεωρούν για μια σειρά από λόγος πως η τελευταία θα θωρακιστεί καλύτερα δίχως τη συμμετοχή της Ελλάδος και έτσι θα διασφαλιστεί καλύτερα και η ισχνή ανάπτυξη που ξεκίνησε από πέρυσι. Κάποιες μάλιστα είναι πρόθυμες σε περίπτωση που επιλέξουμε την αποχώρηση από την Ευρωζώνη να μας παράσχουν μια τελική βοήθεια ανθρωπιστικού χαρακτήρα προκειμένου να μετριαστούν κάπως τα όσα θα επισυμβούν (βλ. τι γίνεται στη Βενεζουέλα). Η μεταστροφή του Πρωθυπουργού όμως μετά το δημοψήφισμα και η αποδοχή της συμφωνίας τύπου Μπρεστ- Λιτόφσκ, βρήκε έρεισμα σε όσους θέλουν τελικά τη διάσωση της Ελλάδος εντός της Ευρωζώνης. Αν προσφύγουμε στις κάλπες προτού καν ξεκινήσει ουσιαστικά η εφαρμογή του νέου Μνημονίου οι τελευταίοι γίνονται σκεπτικοί και το πρόγραμμα που ψηφίστηκε σήμερα το πρωί τίθεται σε αναστολή μέχρις ότου μια νέα κυβέρνηση προκύψει και της οποίας ενδεχομένως να ζητηθεί εκ νέου να διαπραγματευθεί ένα νέο πρόγραμμα. Κατά συνέπεια δεν είναι απίθανο στην περίπτωση που την επόμενη εβδομάδα υπάρξει κυβερνητική αστάθεια να προσφύγουμε σε μια ενδιάμεση χρηματοδότηση- γέφυρα (από τον EFSM) ώσπου να προκύψει μια βιώσιμη κυβέρνηση και η οποία ίσως επαναφέρει το οικονομικό πρόγραμμα αυτό (ή περίπου αυτό).
Σε κάθε περίπτωση, Συνταγματικά δεν προβλέπεται τρόπος να τηρήσει κάποια κυβέρνηση τις προεκλογικές της δεσμεύσεις αφενός, αφετέρου να «κυρώσει» όσους Βουλευτές δεν τήρησαν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Αυτό είναι ζήτημα ηθικής, το οποίο δεν αφορά τη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά συνειδήσεις. Το Άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος αναθέτει στην κυβέρνηση τον καθορισμό και τη γενική πολιτική της χώρας στο πλαίσιο του τελευταίου και των σύμφωνων μ' αυτό νόμων. Κατά συνέπεια, και εφόσον οι τελευταίες εκλογές (όχι ότι τούτο έχει σημασία στο σημείο αυτό) διεξήχθησαν εξαιτίας αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση είναι νομιμοποιημένη να καθορίσει τη γενική πολιτική της χώρας. Ωστόσο οι βουλευτές που τη στηρίζουν βάσει του Άρθρου 60 παρ. 1 του Συντάγματος έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου. Έχουν συνεπώς ελεύθερη και όχι επιτακτική εντολή (κατά την οποία ο βουλευτής θα δεσμευόταν από τις υποδείξεις ψηφοφόρων του ή θα μπορούσε ακόμη και να ανακληθεί από αυτούς όπως π.χ. προβλεπόταν στο Σύνταγμα της Ανατολικής Γερμανίας του 1974) να ψηφίζουν ό,τι θέλουν με μόνη διακινδύνευση τη διαγραφή τους από το κόμμα στο οποίο ανήκουν.
Η κυβέρνηση λοιπόν απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης από τη Βουλή, εκτός κι αν παραιτηθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 84, παρ. 6 εδ. α, η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της μόνο εφόσον δεν επιτευχθεί η απαραίτητη απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, και η οποία πλειοψηφία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 120 (για παράδειγμα σε παρόντες 239, εάν οι 120 ψηφίσουν υπέρ της πρότασης εμπιστοσύνης, η κυβέρνηση δεν απαλλάσσεται από τα καθήκοντά της). Αντιθέτως πρόταση δυσπιστίας απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151 ψήφους.
Στο πλαίσιο αυτό η διάλυση της Βουλής μπορεί να προέλθει νόμιμα, εννοώ ενόψει της κατά το Άρθρο 41, παρ. 4 απαγόρευσης για διάλυση της Βουλής μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που άρχισε της εργασίες της μετά από τη διάλυση της προηγούμενης, μόνο εάν έχουν παραιτηθεί η καταψηφιστεί από αυτή δύο κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. Εξυπακούεται, πως στο ίδιο αποτέλεσμα φτάνουμε και έπειτα από μια παραίτηση και καταψήφιση (όπως προκύπτει από το Άρθρο 41, παρ. 1). Επομένως, εφόσον η κυβέρνηση δεν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βάσει του Άρθρου 38, παρ. 1 εδ. α, απαλλάσσει την πρώτη από τα καθήκοντά της και εισερχόμαστε στη διαδικασία που προβλέπει το Άρθρο 37 αναφορικά με τις διερευνητικές εντολές για σχηματισμό κυβέρνησης. Στην περίπτωση αυτή ο νυν Πρωθυπουργός δεν μπορεί να ξαναπάρει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ακόμη κι το κόμμα του διαθέτει τις περισσότερες έδρες στη Βουλή, ενώ το ενδεχόμενο να σχηματιστεί κυβέρνηση που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, με άλλο Πρωθυπουργό είναι πιθανό.
Έτσι λοιπόν διαγράφονται πλέον, κατά τα όσα ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός για ανανέωση της εμπιστοσύνης, τρία ενδεχόμενα: Το πρώτο είναι να λάβει η κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης. Στην περίπτωση αυτή προκειμένου να οδηγηθούμε σε νόμιμες εκλογές πρέπει να περάσουν περίπου 5 μήνες αφού άλλη πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να υποβληθεί στο εξάμηνο εκτός και αν είναι πια υπογεγραμμένη από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Έτσι η κυβέρνηση διασφαλίζει την παραμονή της στην εξουσία, εκτός κι αν συμβούν στο μεταξύ διάφορα στα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβρη και οδηγήσουν τον Πρωθυπουργό σε παραίτηση.
Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι να καταψηφιστεί η κυβέρνηση, πράγμα που απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 151 ψήφους. Επειδή η κυβέρνηση αποτελείται από συνασπισμό κομμάτων τότε δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να συγκροτηθεί ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός με άλλο φυσικά Πρωθυπουργό.
Προκειμένου όμως να πάμε νόμιμα σε εκλογές άμεσα, τότε πρέπει πρώτα να επισυμβεί το δεύτερο σενάριο που όμως συνεχίζει με την παραίτηση της νέας αυτής κυβέρνησης που θα προκύψει (ή της καταψήφισής της το επόμενο διάστημα). Εάν η παραίτηση λοιπόν επισυμβεί εντός του πενταμήνου τότε μόνο μπορούμε νόμιμα να οδηγηθούμε σε εκλογές άμεσα.
Η δική μου άποψη είναι πως το πρώτο σενάριο είναι το πιθανότερο, αλλά και το ευκταίο, με το δεύτερο να ακολουθεί, δίχως όμως να είναι απαραίτητα κακό. Σε κάθε περίπτωση το πρώτο σενάριο νομιμοποιεί πλήρως πια τον Πρωθυπουργό να ασκήσει την κυβερνητική του πολιτική ίσως με ένα πιο καταρτισμένο και πρόθυμο κυβερνητικό επιτελείο το οποίο και θα προκύψει έπειτα από έναν ριζικό ανασχηματισμό και τη διαγραφή ή παραίτηση των διαφωνούντων. Εάν όμως η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της, τότε εφόσον προκύψει νέα κυβέρνηση δίχως εκλογές, ο Α. Τσίπρας θα είναι σαν να έκανε τη «βρώμικη δουλειά». Όμως εφόσον οδηγηθούμε σε εκλογές τότε τα πάντα πάλι είναι ανοιχτά, ακόμη και η ανώμαλη έξοδος από το Ευρώ, είτε από επιλογή είτε από ατύχημα. Το σίγουρο είναι πως οι εκλογές θα αποτελειώσουν την οικονομία, ειδικά εάν οδηγηθούμε σε παρατεταμένη κυβερνητική αστάθεια.
- ο Γιάννης Τζιουράς είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας,
υπ. δρ. Νομικής ΑΠΘ*