την επικαιρότητα των προβληματισμών της αλλά και την αισιόδοξη ματιά με την οποία φωτίζει τις ανησυχίες μας.
Η αλήθεια είναι ότι, στον δικό μου τουλάχιστον κύκλο, έχει ακουστεί πολύ συχνά ότι είστε μια από τις «συγγραφείς των πολλών αναγνώσεων». Να το αποδώσουμε στην πυκνότητα και μεστότητα της γραφής σας που παραπέμπει σε «παράλληλους συνειρμούς» κι επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών;
Ίσως οφείλεται στο ότι τόσο στο Ιώδιο όσο και στο Τράνζιτ επέλεξα πυκνή γραφή για θέματα που αφορούν σχεδόν σε όλους μας. Δεν είναι τυχαίο πως αρκετές φορές ακούω από αναγνώστες των βιβλίων μου να λένε πως βρήκαν στην αφήγηση δικές τους εμπειρίες. Αυτό ίσως να φέρνει μια αδιόρατη νοσταλγία. Κάτι που σε κάνει να γυρνάς να το ξαναδιαβάζεις, προσπαθώντας να βρεις το συνεκτικό με σένα υλικό ή το κοινό βίωμα. Είναι όπως όταν βλέπουμε φωτογραφίες αγνώστων, που κάτι μας θυμίζουν χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς…
Μετά το Τράνζιτ, που έτσι κι αλλιώς έβαλε την «σφραγίδα» του στην συγγραφική σας πορεία, το νέο σας βιβλίο, η νουβέλα με τίτλο Ιώδιο, έρχεται με την αφήγηση της ανώνυμης ηρωίδας και μητέρας της «πρωταγωνίστριας» Στέλλας να αφυπνίσει για ακόμη μία φορά τους προβληματισμούς μας για την σχέση γονέων – τέκνων και κυρίως με την εξέλιξη της νεοελληνικής οικογένειας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σε ποιους τομείς θεωρείτε ότι διαφέρει η δομή και η ιδιοσυγκρασία της νεοελληνικής οικογένειας από τις άλλες «δυτικού τύπου» οικογένειες;
Η ιδιοσυγκρασία και η δομή της νεοελληνικής οικογένειας περιγράφεται άριστα με την φράση «είμαστε μια πολύ δεμένη οικογένεια». Η φράση αυτή, εκτός από μια διαπίστωση,, κρύβει και μιαν απειλή: Περιχαρακώνει μέσα σε τέσσερις τοίχους , πίσω από κλειστά παράθυρα, όσα θα ήθελε καλά να κρύψει και τα ντύνει ταυτόχρονα με τον μανδύα τής οικογενειακής συμπαράστασης και θαλπωρής.
Στην πραγματικότητα, είναι σαν να διατυμπανίζουν πως κανείς απ΄ αυτή την οικογένεια δεν είναι έτοιμος (ώριμος) ν΄ αποχωριστεί κανέναν. Η χειραφέτηση και η ανεξαρτησία του παιδιού θυσιάζεται στο βωμό των γονεϊκών αναγκών. Οι γονεϊκές ανάγκες είναι τις περισσότερες φορές συναισθηματικές, ναρκισσιστικές. Καλούν τα παιδιά τους να καλύψουν χαμένες δικές τους προσδοκίες, όνειρα ανεκπλήρωτα, φόβους μοναξιάς, υπαρξιακές ανασφάλειες.
Όλα αυτά βρίσκονται -τις περισσότερες φορές- σε ασυνείδητο επίπεδο. Δεν γίνονται δηλαδή πάντα με πρόθεση. Θα πρέπει πια να μπορούμε να διακρίνουμε τις ανθρώπινες πράξεις σε συνειδητές και ασυνείδητες. Δεν συνειδητοποιούμε, συνήθως, το γιατί κάνουμε κάποια πράγματα. Πίσω από τις πράξεις μας υπάρχουν ασυνείδητα κίνητρα. Εδώ θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά παραδείγματα. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που δεν πετάει πράγματα και μαζεύει ανελέητα ό,τι βρεθεί μπροστά του, σε συνειδητό επίπεδο, λέμε πως είναι κάποιος συλλέκτης ή κάποιος συναισθηματικός τύπος που συνδέεται ακόμα και με αποδείξεις ετών. Σε ασυνείδητο επίπεδο, οι ίδιες συνήθεις έχουν άλλες ερμηνείες.
Με την ίδια λογική, η ιδιοσυγκρασία και η δομή της ελληνικής οικογένειας, σε συνειδητό επίπεδο, είναι δεμένη και υποστηρικτική, αλλά σε ασυνείδητο επίπεδο καλύπτει άλλες ανάγκες των γονιών… Χτίζοντας όμως τέτοια ψηλά τείχη ως προς τον έξω κόσμο και βιώνοντας ως απειλητικό τον κάθε άλλο, ο οικογενειακός χώρος μπορεί να υποθάλψει την αναξιοκρατία, την υστεροβουλία, την καχυποψία. Πράγματα που, όπως βλέπουμε, χαρακτηρίζουν και την ελληνική μας κοινωνία. Μας είναι γνωστές φράσεις όπως «μην ασχολείσαι», «μην ανακατεύεσαι», «να κοιτάς την δουλειά σου», «εκτός από εμάς κανείς άλλος δεν θα σε υποστηρίξει» κ.λπ. Έξω δηλαδή από την οικογένεια, οι άνθρωποι είναι υστερόβουλοι και θα πρέπει να τους υποψιάζεσαι. Αυτή η καχυποψία καθώς και η αναξιοκρατία δεν είναι χαρακτηριστικά των δυτικών κοινωνιών.
Ο οικογενειακός χώρος μπορεί να υποθάλψει την αναξιοκρατία, την υστεροβουλία, την καχυποψία
Είχα την ευκαιρία να βιώσω εκ του σύνεγγυς πολλές οικογένειες στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, συχνά δε συνειδητοποιούσα ότι μια από τις βασικότερες «πληγές» στην χώρα μας είναι η νοσηρή -θα έλεγα- εξάρτηση των παιδιών από τους γονείς τους -και μάλιστα επί μακρόν. Πού οφείλεται και πώς θα μπορούσε να αποκατασταθεί μια «υγιέστερη» σχέση; Πρόκειται για ανωριμότητα και δειλία από την πλευρά των τέκνων ή για υπέρμετρο και πνιγηρό ενδιαφέρον που αυθαίρετα εκδηλώνουν οι γονείς σε βάρος, τελικά, της ανεξαρτησίας και της ελεύθερης διάπλασης των παιδιών;
Ποιος θα πρέπει κανονικά να είναι ο ουσιαστικός ρόλος ενός γονιού; Να βοηθήσει το παιδί του να επιβιώσει, να φροντίσει ν΄ αποκτήσει δυνάμεις ανεξαρτησίας έτσι που όσο μπορεί πιο γρήγορα να το δει ανεξάρτητο. Τα παιδιά είναι πουλιά. Κοντά μας δυναμώνουν τα φτερά τους και εμείς τα φροντίζουμε στις πρώτες δοκιμαστικές πτήσεις τους, μέχρι να τα δούμε να πετούν ψηλά.
Όταν πετάξουν, δεν σημαίνει πως μας ξεχνούν ή ότι τα χάνουμε. Αντιθέτως οι φιγούρες των γονιών που δεν έχουν «χρησιμοποιήσει» τα παιδιά τους για την κάλυψη δικών τους αναγκών, εσωτερικεύονται και δεν χάνονται. Είναι κάτι σαν εσωτερικό δυναμό που, όταν χρειαστεί, δίνει φως και ελπίδα. Αυτό το «να πετάξουν ψηλά» σημαίνει να ζήσουν μια δημιουργική ζωή που να μπορούν να την απολαύσουν.
Υπάρχει δηλαδή αποχωρισμός με το παιδί. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να εισπράττουν στοργή και ασφάλεια. Άλλο όμως είναι να δίνουμε στα παιδιά στοργή και ασφάλεια και άλλο να τα φυλακίζουμε στους δικούς μας ορίζοντες, τα δικά μας όνειρα γι’ αυτά, στις δικές μας ανεκπλήρωτες προσδοκίες ή φοβίες, στα δικά μας απωθημένα για μιαν αγάπη που ίσως ποτέ μας δεν χαρήκαμε…
Πολλές φορές λοιπόν, στο όνομα μιας πνιγηρής υπερπροστατευτικότητας, ουσιαστικά είμαστε απόντες και απούσες από τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών μας. Θα έλεγα πως ποτέ η εξάρτηση δεν προέρχεται από την πλευρά των παιδιών. Δεν υπάρχουν δειλά παιδιά. Εμείς φτιάχνουμε δειλά παιδιά. Παιδιά που δεν εμπιστεύονται κανέναν, που δεν αγαπούν και δεν υποστηρίζουν τον εαυτό τους. Ακόμα και με την διαφορετικότητα του κάθε παιδιού, τρόποι ενδυνάμωσης της πίστης τους στον κόσμο και στην ζωή υπάρχουν. Φθάνει να θέλουν και οι γονείς να δουν τα παιδιά τους να πετούν ψηλά…
Δυστυχώς οι γονείς δεν είναι αποφασισμένοι να μάθουν στα παιδιά τους να πετούν, γιατί τα χρειάζονται για τις προσωπικές τους ανάγκες. Ονομάζουν την ανάγκη τους αγάπη και ασυνείδητα τα προσκολλούν πάνω τους. Θα έλεγα πως ο βασικότερος ρόλος του γονιού είναι ο εξισορροπητικός μεταξύ του ικανοποιώ και ματαιώνω. Έτσι, που να μπορέσει το παιδί να ενηλικιωθεί. Στην ερώτησή σας πώς διορθώνεται αυτό, θα απαντούσα με «μαθήματα ζωής». Όπως και οπουδήποτε αυτά μπορούν να δοθούν. Στα σχολειά μας, στα κοινωνικά μας δίκτυα, σε ανοικτές συζητήσεις, σε παρουσιάσεις. Πρέπει να ενημερωθούν οι γονείς για τον ρόλο τους στην σωστή ανατροφή του παιδιού τους.
Δεν υπάρχουν δειλά παιδιά. Εμείς φτιάχνουμε δειλά παιδιά
Έχουμε συνηθίσει την Ελληνίδα μητέρα των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70 να υποτάσσεται καθολικά στην ταγή και φιλοσοφία του «αρχηγού της οικογενείας», ακόμη κι αν διαφωνούσε ολοκληρωτικά. Στο Ιώδιο, εκείνος που τελικά εμφανίζεται ως «παθητικός παρατηρητής» είναι ο πατέρας της Στέλλας, ο Τζίμης, ο οποίος μόνον όταν είναι σχεδόν πολύ αργά καταφέρνει να αντιταχθεί στην «γραμμή πλεύσης» τής συζύγου του. Ήταν σκόπιμη αυτή η… παρέκκλιση ή απλώς οδηγηθήκατε εκεί αισθανόμενη περισσότερη «ασφάλεια», καθώς εσείς η ίδια είστε γυναίκα και μητέρα;
Θα έλεγα πως παλαιότερα οι άντρες φέρονταν συνήθως περισσότερο καταπιεστικά στις γυναίκες τους, με αποτέλεσμα αυτές να στρέφονται στα παιδιά τους για την κάλυψη των συναισθηματικών τους αναγκών. Σήμερα οι ρόλοι είναι περισσότερο αμοιβαίοι . Το ζευγάρι αλληλοκαταπιέζεται.
Ο Τζίμης και η γυναίκα του είναι ένα τέτοιο ζευγάρι. Δεν κατορθώνουν να αλληλοκαλύψουν τις συναισθηματικές τους ανάγκες και στρέφονται προς την Στέλλα. Ο καθένας την στροφή του προς την κόρη του την κάνει σύμφωνα με την χαρακτηρολογική δομή του. Ο Τζίμης είναι περισσότερο παθητικο-επιθετικός , δηλαδή εκφράζει την επιθετικότητά του προς την σύζυγό του παθητικά. Στην πραγματικότητα, στο Ιώδιο οι δύο γονείς είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Ανεπαρκείς τόσο στην μεταξύ τους σχέση όσο και προς το παιδί τους. Προσπαθούν να βάλουν τάξη στην οικογενειακή δυστυχία μέσα από την Στέλλα. Είναι συναισθηματικά ανώριμοι γονείς, με άλλον τρόπο έκφρασης της ανωριμότητας από τον καθένα.
Η μητέρα τής Στέλλας λειτουργεί απολύτως αντίθετα προς ό,τι η σύγχρονη άποψη θεωρεί ως ενδεδειγμένη για μια σωστή ανάπλαση και διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Ωστόσο, από πουθενά δεν συμπεραίνεται ότι το κάνει από κακία, αγνωσία ή έστω από αδιαφορία. Πώς θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε σ΄ έναν τέτοιον άνθρωπο, σε μια τέτοια μάνα, το ότι ακόμη και όταν η ζωή του παιδιού της καταρρέει δεν αντιλαμβάνεται τα λάθη της; Έτι περισσότερο, που ποτέ δεν ζητάει συγγνώμη;
Οι άνθρωποι ακόμα δεν γνωρίζουμε ή λησμονούμε πως οι πράξεις μας δεν είναι όλες συνειδητές. Οι ανθρώπινες πράξεις συχνά ακολουθούν ασυνείδητα κίνητρα. Τις συντριπτικά περισσότερες φορές δεν γνωρίζουμε το γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε. Γνωρίζουμε μερικώς τους λόγους και τις αιτίες που μας κάνουν να ενεργούμε με κάποιον τρόπο. Γιατί επιλέγουμε έναν σύντροφο, γιατί επιλέγουμε ένα επάγγελμα, γιατί επιλέγουμε έναν τρόπο ζωής, γιατί συμπεριφερόμαστε με κάποιο χαρακτηριστικό τρόπο. Δεν έχουμε συνήθως συνειδητή πρόθεση…
Η μητέρα στο Ιώδιο δεν βίωσε μια ευτυχισμένη ζωή με τους δικούς της γονείς. Η Στέλλα ήταν μάλιστα η τρίτη γενιά που δεν έζησε μέσα σε ένα ευτυχισμένο οικογενειακό περιβάλλον. Πολλά μυστικά, ένοχες σιωπές , άλυτοι συναισθηματικοί κόμποι, μεταφέρθηκαν, όπως πολύ συχνά γίνεται, από γενιά σε γενιά.
Αυτά όμως τα οικογενειακά μυστικά δεν εξαφανίζονται. Σαν υγρασίες στους τοίχους σκάνε στα νέα μέλη της οικογένειας. Η μητέρα τής Στέλλας δεν είχε υπάρξει ευτυχισμένη ούτε και ήξερε τον τρόπο να είναι ευτυχισμένη. Με αυτό το μοντέλο στην ματιά και στο μυαλό της μεγάλωσε την Στέλλα. Χωρίς συνειδητή πρόθεση, όμως, για να μπορέσει να πει συγγνώμη. Είναι πολύ σπουδαία λέξη το «συγνώμη». Ωστόσο η μητέρα τής Στέλλας υπήρξε και αυτή κάποτε παιδί. Αν δεν την έχεις ακούσει ποτέ την λέξη συγγνώμη, δεν μαθαίνεις ούτε κι εσύ να την λες. Και φυσικά δεν είναι μια απλή λέξη, αλλά ένα σύνολο παραδοχής λαθών και ανεπαρκειών. Η μητέρα τής Στέλλας, μέσα σε ολόκληρη την εξέλιξη της ζωής της, δεν είχε ακούσει ποτέ να της ζητούν συγγνώμη ακόμα και για τα πιο ακραία περιστατικά και γεγονότα της ζωής της. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να της ζητήσει συγγνώμη και να κάνει επανορθωτικές κινήσεις. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να προφέρει στο παιδί της μια άγνωστη σε αυτήν λέξη;
Αν δεν την έχεις ακούσει ποτέ την λέξη συγγνώμη, δεν μαθαίνεις ούτε κι εσύ να την λες
Έχει λεχθεί κατ΄ επανάληψη ότι οι γονείς σπεύδουν να «ζήσουν» διά των τέκνων αυτό το ανεκπλήρωτο που ανέκαθεν ποθούσαν για τους εαυτούς τους. Ότι, κατά κάποιον τρόπο, θεωρούν τα παιδιά τους ως προέκταση της δικής τους προσωπικότητας και, ως εκ τούτου, την ζωή τους ως μια «δεύτερη ευκαιρία» για την δική τους ζωή. Αυτό ασφαλώς έχει ως αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό των επιθυμιών των ίδιων των παιδιών και μια πορεία τους με χαρακτηριστικά που δεν τους αρμόζουν. Στην καλύτερη περίπτωση, ένα τέτοιο παιδί καταλήγει απλώς… δυστυχισμένο! Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στις μέρες μας; Πώς βλέπετε εσείς τους σύγχρονους γονείς και τι πιστεύετε ότι ακόμη θέλει πολύ δουλειά για να αλλάξει;
Στην… αγία ελληνική οικογένεια δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Κατά την γνώμη μου, οι σημερινοί γονείς είναι λίγο καλύτεροι από τους παλαιότερους -κι αυτό κυρίως γιατί προσπαθούν να στηρίξουν με ειλικρίνεια την σχέση τους. Προσπαθούν να βιώσουν μια ποιοτικότερη σχέση. Είναι αρκετοί γονείς που προσπαθούν να ενημερωθούν και να μην κρύβουν τα κακώς κείμενα κάτω από τα χαλάκι για να μην φαίνονται.
Δυστυχώς όμως σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, όπως αυτή που ζούμε, καλλιεργείται η εσωστρέφεια. Παιδιά 25, 30 ακόμα και 35 χρόνων παραμένουν κατ΄ ανάγκη στην οικογενειακή εστία. Η οικογένεια αναλαμβάνει και πάλι να παίξει τον προστατευτικό της ρόλο , ο οποίος όμως όπως περιγράψαμε είναι εξαιρετικά καθηλωτικός ως προς την ενηλικίωση των παιδιών. Για πρακτικούς λόγους, όπως λένε. Θα έλεγα γιατί βρήκαν ένα κατάλληλο λόγο για να μην χωριστεί η οικογένεια. Οι γονείς δεν διακινδυνεύουν καμιά απώλεια ούτε στερούνται κάποιο ρόλο που είχαν μέχρι τώρα και έτσι όλα συνεχίζουν «αναγκαστικά» όπως ήταν. Η ανεργία, η ανέχεια, γεννούν καινούργιες μορφές εξουσίας και αυτές με την σειρά τους επηρεάζουν την οικογενειακή επικοινωνία και άρα τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η αφήγησή σας, παρ΄ ότι δυνατή και συμπυκνωμένη, ίσως αδικεί το όλο θέμα, καθώς στο «στενό» πλαίσιο μιας νουβέλας ένα τόσο σημαντικό θέμα δείχνει ότι «ασφυκτιά». Δεν θα ήταν προτιμότερο να είχατε επιλέξει την μορφή του εκτεταμένου μυθιστορήματος, με ενεργή δράση των ηρώων σε πρώτο πρόσωπο και περισσότερη ανάλυση – εμβάθυνση εκ μέρους σας;
Όταν ήμουν μικρή, ένα από τα παιχνίδια που μου άρεσαν ήταν εγώ και οι φίλοι μου να ρίχνουμε στην θάλασσα βότσαλα. Δεν πετάγαμε τα βότσαλα τυχαία. Επιλέγαμε ένα συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να καταφέρουμε τα βότσαλα να κάνουν πολλαπλές αναπηδήσεις στο νερό , μέχρι να χαθούν. Νικητής ήταν αυτός που κατάφερνε το βότσαλό του να κάνει τις περισσότερες αναπηδήσεις. Στην Χίο αυτό το παιχνίδι το λέμε «πλακωτό». Είχα παρατηρήσει πως για τις περισσότερες αναπήδησεις στο νερό δεν έχει τόσο σημασία το μέγεθος τού βότσαλου όσο η ρίψη. Το κάθε βότσαλο είχε κατά κάποιο τρόπο την δική του τεχνική για να κάνει μεγάλο αριθμό αναπηδήσεων. Έβλεπες κάποιες φορές βότσαλα να προχωρούν μέχρι εκεί που χάνονταν από τα μάτια σου. Ασχέτως αν ήταν πολύ μικρά…
Η ανεργία, η ανέχεια, γεννούν καινούργιες μορφές εξουσίας και αυτές με την σειρά τους επηρεάζουν την οικογενειακή επικοινωνία και άρα τις ανθρώπινες σχέσεις
Και τα δύο βιβλία σας θέτουν για λογαριασμό σας πολύ ψηλά τον πήχη. Αυτό είναι πολύ προκλητικό για έναν νέο συγγραφέα. Ποιο θα είναι το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
Θέλω να πιστεύω πως θα συνεχίσω να μελετώ και να γράφω. Αυτό είναι ο τρόπος που έχω επιλέξει -γραφή και ανάγνωση- για να ζω πολλές ζωές! Θα ήθελα να προχωρώ, να βελτιώνομαι, να μαθαίνω… Νομίζω πως είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχίσω το συγγραφικό μου ταξίδι. Δεν γνωρίζω ακριβώς το επόμενο συγγραφικό βήμα μου. Γνωρίζω μόνο πως θα ήθελα να έχω κι άλλα συγγραφικά βήματα…