Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Σάββατο, 19 Σεπτεμβρίου 2015 10:26

Εννιά ερωτήματα με τις απαντήσεις τους και ένα χωρίς | του Γιαννη Τζιουρα

Ερώτημα πρώτο: Γιατί «μπήκαμε» στο «Μνημόνιο»;

Μπήκαμε στο Μνημόνιο επειδή μόνο για το 2010 χρειαζόμασταν περίπου 40 δις € προκειμένου να χρηματοδοτήσουμε το τεράστιο έλλειμμα του προϋπολογισμού μας για τη χρονιά

εκείνη και να αναχρηματοδοτήσουμε ομολογιακά δάνεια που λήγανε το Μάιο του ιδίου έτους. Το μισό από αυτό το ποσό αφορούσε κατά κύριο λόγο μισθολογικές δαπάνες του Ελληνικού δημοσίου, συντάξεις και παροχές. Όμως επειδή δεν μπορούσαμε να βρούμε χρήματα από κάπου αλλού, αναγκαστικά έπρεπε είτε να προσφύγουμε σε διεθνή δημόσιο δανεισμό είτε να διαπραγματευτούμε την έξοδό μας από την Ευρωζώνη και να ασκήσουμε αυτόνομη νομισματική πολιτική, δηλαδή να «κόψουμε» νέο εθνικό νόμισμα το οποίο θα λεγόταν και πάλι «δραχμή», στο πλαίσιο μιας άτακτης χρεοκοπίας. 

Ερώτημα δεύτερο: Γιατί το έλλειμμα ήταν τόσο υψηλό;

Λόγω εσφαλμένων δημοσιονομικών κυβερνητικών πολιτικών, κυρίως κατά τη δεκαετία 2000-2009, η Ελλάδα χρειαζόταν όλο και περισσότερα δανεικά για να διατηρήσει το επίπεδο της επίπλαστης ευημερίας της και να συντηρήσει το μέγεθος του δημοσίου τομέα της. Κατά το διάστημα αυτό δεν θωράκισε την οικονομία της απέναντι σε εξωτερικές απειλές ούτε νοικοκύρεψε τα οικονομικά της, με αποτέλεσμα το υψηλό δημόσιο χρέος της σε συνδυασμό με το τεράστιο έλλειμμά της να γίνει η θηλιά που θα την έπνιγε.

Ερώτημα τρίτο: Γιατί  δεν μπορούσαμε να δανειστούμε από αλλού;

Τα ανεπτυγμένα κράτη χρηματοδοτούνται από τις αγορές ομολόγων (ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης). Μόνο από εκείνες μπορούν και βρίσκουν χρήματα με πάρα πολύ φθηνό επιτόκιο προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους και να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους. Αυτό το κόστος χρηματοδότησης (τα επιτόκια δανεισμού) είναι συνάρτηση της φερεγγυότητας ενός κράτους. Συγκεκριμένα τα επιτόκια είναι αντιστρόφως ανάλογα με την αξιοπιστία του κράτους. Δηλαδή όσο πιο αξιόπιστο είναι ένα κράτος τόσο μικρότερα τα επιτόκια δανεισμού και το αντίστροφο 

Η Ελλάδα μετά την ένταξή της στην Ευρωζώνη επωφελήθηκε από αυτό το προνόμιο που οι αγορές αναγνωρίζουν στις ανεπτυγμένες οικονομίες, δηλαδή να χρηματοδοτούνται φθηνά. Τούτο γίνεται επειδή τα κυβερνητικά ομόλογα θεωρούνται η ασφαλέστερη επένδυση γι’ αυτό και οι επενδυτές τοποθετούν εκεί τα χρήματά τους με μικρό επιτόκιο αφού και το ρίσκο να χάσουν τα χρήματά τους είναι μικρό. Όμως οι ιδιώτες επενδυτές δεν ενδιαφέρονται το τι θα τα κάνει το κράτος τα χρήματα που του δανείζουν, δηλαδή αν θα τα επενδύσει π.χ. στην έρευνα και την καινοτομία ή θα τα δώσει μη κυβερνητικές οργανώσεις άνευ αντικειμένου. Η μόνη έγνοιά τους είναι η αξιοπιστία του δανειζόμενου κράτους, προκειμένου να κατορθώσουν να πάρουν πίσω τα δανεικά.

Επειδή όμως οι επενδυτές δεν μπορούν οι ίδιοι να ξέρουν το βαθμό αξιοπιστίας ενός κράτους βασίζονται σε ιδιωτικές και δημόσιες πηγές πληροφοριών. Ιδιωτική πηγή πληροφοριών είναι οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης οι οποίοι νομιμοποιούνται να διατυπώνουν γνώμη για την πορεία της οικονομίας ενός κράτους. Που βρίσκουν όμως κι αυτοί τις πληροφορίες τους; Κυρίως από τα στοιχεία που δημοσιεύουν οι αρμόδιες υπηρεσίες ενός κράτους π.χ. εκθέσεις Κεντρικών Τραπεζών ή στατιστικών αρχών.

Τα στοιχεία λοιπόν που δημοσιευόταν από το τέλος του 2008, όταν όλοι έγιναν πιο προσεκτικοί και καχύποπτοι έπειτα από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, έδειχναν πως η κατάσταση της οικονομίας μας βρισκόταν σε πολύ άσχημο επίπεδο. Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την Ελληνική κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 2009 τη λήψη μέτρων στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, λόγω του υψηλού ελλείμματός της και της υποχρέωσης που είχε εκ των ευρωπαϊκών συνθηκών να το μειώσει.  

Το έλλειμμα αυτό, το οποίο προηγουμένως είχαμε αποκρύψει από τις αρμόδιες Ευρωπαϊκές στατιστικές αρχές (Eurostat) προκειμένου να γλιτώσουμε περαιτέρω  κυρώσεις που επέβαλαν οι ευρωπαϊκοί κανόνες που σχετίζονται με τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών-μελών, ειδικά όσων συμμετέχουν στην Ευρωζώνη, ήταν για το 2009 όπως αποδείχθηκε 12,5 % ενώ βάσει των κανόνων που ισχύουν οφείλαμε να έχουμε 3%. (Βλέπε την Αναφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Στατιστικά Στοιχεία της Ελλάδας του Ιανουαρίου του 2010 εδώ: http://ec.europa.eu/eurostat/documents/4187653/6404656/COM_2010_report_greek/c8523cfa-d3c1-4954-8ea1-64bb11e59b3a). Η τότε Ελληνική κυβέρνηση μέσω της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής υπολόγιζε το έλλειμμα στο 3,5%, μια διαφορά της τάξεως των 9 ποσοστιαίων μονάδων!

Και μόνο αυτά τα στοιχεία και γεγονότα ήταν ικανά να ωθήσουν τους οίκους αξιολόγησης σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής μας ικανότητας (δηλαδή της φερεγγυότητάς μας) με αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 2010 να αποκοπούμε οριστικά από τις αγορές ομολόγων (δηλαδή οι ιδιώτες επενδυτές να μη μας δανείζουν με οποιοδήποτε επιτόκιο). 

Ερώτημα τέταρτο: Γιατί όμως ήταν προτιμότερη η υπαγωγή στο καθεστώς του Μνημονίου και όχι η κοπή νέου νομίσματος;

Είναι αλήθεια πως η ένταξή μας στην Ευρωζώνη στο πλαίσιο ενός διεθνούς οικονομικού συστήματος που ξεκίνησε να διαμορφώνεται μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και που κυριάρχησε μετά το 2000, μας προφυλάσσει αφενός από κινδύνους που μπορούν να προκύψουν από φαινόμενα όπως ο πληθωρισμός και αφετέρου δίνει τη δυνατότητα στα κράτη να επωφεληθούν από τη φθηνή χρηματοδότηση, όπως περιγράφηκε στο προηγούμενο ερώτημα.

Η ύπαρξη σκληρού νομίσματος βοηθά την προσέλκυση επενδύσεων ενώ μειώνει το κόστος των συναλλαγών. Το τίμημα όμως της συμμετοχής σε μια κοινή νομισματική ένωση είναι η παραχώρηση της άσκησης των νομισματικών πολιτικών και η διατήρηση μόνο των δημοσιονομικών. Δηλαδή ένα κράτος μπορεί μόνο να ασχολείται με τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών, το νοικοκύρεμα των οικονομικών του και την βιώσιμη πολιτική δανεισμού χωρίς παράλληλα να αντιμετωπίζει κινδύνους που προκύπτουν από φαινόμενα όπως ο πληθωρισμός ή η αναζήτηση κάθε φορά τρόπων για την ικανοποίηση των δανειακών του αναγκών (υποτίμηση του νομίσματος).

 

Εξαιτίας της συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη, η διαχείριση της κρίσης χρέους μας μπορούσε να γίνει είτε στο πλαίσιο αυτό, είτε εκτός αυτού. Το πλαίσιο αυτό διασφάλιζε από τη μια την προστασία ενός υπό χρεοκοπία αφερέγγυου κράτους από κερδοσκοπικές επιθέσεις διαφόρων ενώ από την άλλη κάλυπτε μέχρι και το τέλος της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής τις χρηματοδοτικές μας ανάγκες.

Εάν εφαρμοζόταν κατά γράμμα οι κανόνες, τότε η Ελλάδα έπρεπε να αφεθεί να πτωχεύσει. Όμως επικράτησε η άποψη πως η Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπιστεί σαν ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης και να διασωθεί προς όφελος και των υπολοίπων λιγότερο προηγμένων οικονομιών της Ευρωζώνης που αντιμετώπισαν το φάσμα της χρεοκοπίας.

Ήταν λοιπόν προτιμότερη η υπαγωγή στο μηχανισμό διάσωσης της Ελληνικής οικονομίας που διαμορφώθηκε για το σκοπό αυτό από το να προβούμε στην κοπή νέου νομίσματος αντιμετωπίζοντας κινδύνους, το μέγεθος και την ποικιλία των οποίων δεν γνωρίζουμε. Προκειμένου ένα κράτος να εισάγει ένα νέο νόμισμα θα πρέπει απαραιτήτως, και εφόσον δεν θέλει να απομονωθεί πλήρως από τα υπόλοιπα κράτη, να έχει συναλλαγματικά διαθέσιμα σε ένα ξένο σκληρό νόμισμα. Κι αυτό διότι μέχρι να ισορροπήσει η ισοτιμία του νέου νομίσματος με τα ξένα, τα υπόλοιπα κράτη δεν θα το αποδέχονται στις συναλλαγές. Για την απόκτηση συναλλαγματικών διαθεσίμων απαιτούνται σύμφωνα με το καλύτερο σενάριο παραπάνω από 25 δις € ενώ πρέπει να βρεθεί και το ποσό για να καλυφθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας στο νόμισμα που συμφωνήθηκαν και για όσο το νέο νόμισμα θα κατρακυλά μέχρι να ισορροπήσει. Έτσι για παράδειγμα π.χ. μόνο για φέτος απαιτούνταν περίπου 27 δις € (του χρόνου θα απαιτούνταν κι άλλα 8 δις € κ.ο.κ) συν άλλα 25 δις € σύνολο 52 δις € προκειμένου να έχουμε μια ρεαλιστική δυνατότητα διαπραγμάτευσης εξόδου από την Ευρωζώνη. Επισημαίνω στο σημείο αυτό πως τα χρήματα αυτά έπρεπε να μας δοθούν ή να χορηγηθούν ή να ανευρεθούν χωρίς δανεισμό. Δηλαδή να μας δοθούν «σαν δώρο».

 

Ερώτημα πέμπτο: Γιατί η εφαρμογή των Μνημονίων δεν έβγαλε την Ελλάδα από την κρίση όπως έγινε στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία;

 

Είναι αλήθεια πως η ύφεση ήταν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη όπως και η απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων να εφαρμόσουν εγκαίρως όλα όσα συμφώνησαν με τα δύο Μνημόνια. Η μεγαλύτερη ύφεση είχε μια αρνητική επίδραση στην οικονομία και στα έσοδα με αποτέλεσμα να δημιουργείται κάθε φορά και ένα νέο χρηματοδοτικό κενό. Η απροθυμία των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η χώρα καθώς και εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο Μνημόνιο οδήγησε σε καθυστέρηση της ανάκτησης της φερεγγυότητάς μας. Η πορεία της ύφεσης παρόλα αυτά είναι συνάρτηση και της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Οι τελευταίες δεν έγιναν γιατί οι κυβερνήσεις ανέκαθεν, ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια, βασίζονται στο πελατειακό κράτος που δημιούργησαν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι δέσμιες των συντεχνιακών ή άλλων συμφερόντων που εξυπηρετούν. Βλέπουμε πως ακόμη και την ύστατη στιγμή οι κυβερνήσεις βάζουν πάνω από τη διάσωση της χώρας την εξυπηρέτηση πελατειακών και κομματικών συμφερόντων. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν λύνεται ούτε με τα Μνημόνια ούτε με εκλογές. Είναι εγγενές στοιχείο της Ελληνικής δημοκρατίας.

 

Παρόλα αυτά για πρώτη φορά οι δανειστές προέβησαν σε μια τόσο υψηλή χρηματοδοτική βοήθεια και μάλιστα σε ανεπτυγμένο κράτος. Το πρόγραμμα όμως είχε στοιχεία που έπρεπε να επανεξεταστούν καθώς και μέτρα η αποτελεσματικότητα των οποίων δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Πρέπει όμως να επισημάνω πως οι ατέλειες των προγραμμάτων δεν ευθύνονται για την μη έξοδό μας στις αγορές. Άλλωστε πως εξηγείται το γεγονός πως άλλες οικονομίες βγήκαν από τα Μνημόνια;

 

Η κρίση της Ιρλανδίας είχε διαφορετικά αίτια ενώ οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν την κρίση εργάστηκαν σκληρά και με σοβαρότητα, σε αντίθεση με τις δικές μας. Η Πορτογαλία είχε παρόμοιας φύσης κρίση με τη δική μας, αν και σε πολλά σημεία διαφορετική, ωστόσο κι εκεί οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν πιστά το πρόγραμμα, εργάστηκαν σκληρά και επιπλέον εφάρμοσαν εθνικά προγράμματα για την έξοδο από την κρίση, κάτι που σε μας δεν έγινε ποτέ και δεν γίνεται ούτε τώρα που υπογράψαμε ένα τρίτο Μνημόνιο! Είδατε κανένα πρόγραμμα στα κόμματα; Πρόγραμμα, όχι θέσεις.

 

Ερώτημα έκτο: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. διαπραγματεύτηκε σκληρά όπως διακηρύττει;

 

Είναι άλλο πράγμα μια σκληρή διαπραγμάτευση και άλλο μια κακή διαπραγμάτευση. Η προηγούμενη κυβέρνηση έκανε ίσως τη χειρότερη διαπραγμάτευση που θα μπορούσε να κάνει. Το επόμενο χειρότερο στάδιο ήταν η εξαναγκαστική και ταπεινωτική έξοδός μας από την Ευρωζώνη. Παρόλα αυτά το πρόγραμμα δίνει περιθώρια παραμετρικών αλλαγών στο μέλλον εφόσον φυσικά υλοποιηθεί ένα αξιόλογο μέρος αυτού και προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσει και οι μεταρρυθμίσεις. Στο σημείο αυτό δεν θα αναλύσω περαιτέρω τα της κάκιστης διαπραγμάτευσης, κάτι που το έχω κάνει άλλωστε όλο αυτό το διάστημα με άρθρα μου, ωστόσο θα πω πως ενώ άλλο ήταν το νομικό πλαίσιο της διαπραγμάτευσης η κυβέρνηση προσπαθούσε με πολλή δόση άγνοιας να δράσει και να λειτουργήσει σε ένα άλλο, μη υπαρκτό. Ενώ υπήρχε η εκ μέρους της δυνατότητα να ζητήσει να αλλάξει το νομικό πλαίσιο και να διαπραγματευτεί με το δικό της πρόγραμμα διεκδικώντας τη συνδιαμόρφωση των όρων, περιορίστηκε στο να ροκανίζει το χρόνο άσκπα, στο να μπλοφάρει, στο να προσβάλλει, στο να καταθέτει λάθος κείμενα σε λάθος όργανα, στο να ξεθωριάζει την αξιοπιστία της χώρας και των τραπεζών, μέχρι το σημείο να εγκαταλείψει μονομερώς το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να οδηγήσει τη χώρα σε ένα προβληματικό από συνταγματικής άποψης δημοψήφισμα για ένα παραπλανητικό ερώτημα. Για ένα πρόγραμμα που θα εξέπνεε προτού καν αποφανθεί ο λαός γι’ αυτό! Ένα δημοψήφισμα που οδήγησε το Συμβούλιο της Ευρώπης (μη το μπερδεύουμε με την Ε.Ε.) να δηλώσει πως είναι προβληματικό ως παραπλανητικό ενώ δεν αφήνει περιθώριο να διαμορφωθεί ούτε ο απαιτούμενος στοιχειώδης δημόσιος διάλογος.   Κάθε κίνηση της «ομάδας διαπραγμάτευσης» αν δεν ήταν ύποπτη ήταν τουλάχιστον καταστροφική. Κλονίστηκε η εμπιστοσύνη του τραπεζικού συστήματος ενώ πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία επιβλήθηκαν κεφαλαιακοί έλεγχοι προκειμένου να αποτρέψουν την κατάρρευση των τραπεζών σε μια οικονομία που είχε ένα ισχνό πρωτογενές πλεόνασμα και μια ισχνή ανάπτυξη. Το ταπεινωτικό αποτέλεσμα ήταν ένα βαρύτατο σε μέτρα Μνημόνιο, οπισθοβαρές ως προς τη χρηματοδότηση, κάτι που δεν ίσχυε στα προηγούμενα δύο, και το οποίο απέτρεψε τη χώρα από την «ανείπωτη οικονομική καταστροφή» όπως χαρακτηριστικά είπε ο πρώην Πρωθυπουργός, χάριν των κινήσεων και της άγνοιας του οποίου οδηγηθήκαμε εκεί.

 

Ερώτημα έβδομο: Μπορούμε να «βγούμε» από το «Μνημόνιο»;

 

Ναι μπορούμε, εφόσον γίνουν αυτά που θα περιγράψω. Όπως βγήκαν και οι υπόλοιες χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα, εκτός κι αν εμείς είχαμε διαφορετικό Μνημόνιο από εκείνες. Η λογική του προγράμματος είναι η ίδια. Η διαφορά είναι πως η δική μας κρίση έγινε «σήριαλ» ενώ η δική τους αφορμή για να αναπροσαρμόσουν γρήγορα το κράτος τους και να το θωρακίσουν στις νέες προκλήσεις που η κρίση ανέδειξε.

 

Το Μνημόνιο θέτει ένα πλαίσιο, η λογική του οποίου είναι να επέλθει μια δημοσιονομική προσαρμογή που με τη σειρά της θα βελτιώσει δείκτες της οικονομίας που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σταδιακά στην καλύτερη αξιολόγηση της χώρας μας και θα μας καταστήσουν και πάλι φερέγγυους έτσι ώστε να μπορέσουμε να ξαναδανειστούμε από τις αγορές ομολόγων φθηνά για να χρηματοδοτήσουμε τις ανάγκες μας.

 

Παρόλα αυτά υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο εκτός του Μνημονίου το οποίο οφείλει μια κυβέρνηση να αξιοποιήσει. Το Μνημόνιο είναι ένα καλό πρόγραμμα αλλά από μόνο του δεν είναι ικανό να μας βγάλει στις αγορές. Ούτε είναι ικανό να αποκαταστήσει τη χαμένα αξιοπιστία μας. Ούτε τέλος διασφαλίζει με την εφαρμογή του την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητάς μας. Θέτει ένα πλαίσιο, μας προφυλάσσει, το ευρύτερο καθεστώς μέσα στο οποίο υλοποιείται, από κερδοσκοπικές επιθέσεις και μας εξασφαλίζει τις δανειακές μας ανάγκες μέχρι να ξαναγίνουμε φερέγγυοι. Παγώνει το χρόνο, μας θωρακίζει από τα επικίνδυνες καταστάσεις.

 

Το περιθώριο που δεν καλύπτει το Μνημόνιο, αφορά την αναπτυξιακή και επενδυτική στρατηγική που οφείλει να χαράξει η χώρα, τον πλήρη εξορθολογισμό και την αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα, το νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών, την φορολογική πολιτική και την κατανομή και κατεύθυνση των δημοσίων δαπανών. Κανένα Μνημόνιο δεν μας επιβάλλει να δίνουμε τριπλές συντάξεις ή συντάξεις στις άγαμες θυγατέρες των αξιωματικών ή επίδομα ορόφου και έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία αντί να επενδύσουμε στην έρευνα και την καινοτομία. Κανένα μέτρο του Μνημονίου δεν μας απαγορεύει να συγκροτήσουμε ένα φιλοεπενδυτικό κλίμα ή να θεσπίσουμε ένα πλαίσιο προστασίας των ξένων επενδύσεων αντί μια κυβέρνηση να παρακάμπτει αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για να ένα ζήτημα που θεωρεί εκείνη πως καταστρέφει το περιβάλλον (ενώ το δικαστήριο, οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες του τελευταίου είναι αυξημένες, απεφάνθη διαφορετικά). Υπήρχε μήπως υποχρέωση εκ των Μνημονίων να διορίζονται οι αποτυχημένοι πολιτευτές ως διοικητές κάθε λογής δημοσίων οργανισμών (π.χ. Νοσοκομείων) δίχως αντικειμενική αξιολόγηση; Όχι. Υπήρχε μήπως υποχρέωση από τα Μνημόνια να θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα κάποιος που τύχαινε να βγει για λίγα χρόνια βουλευτής; Όχι. Μήπως τα Μνημόνια ευθύνονται για τις περιπτώσεις φοροδιαφυγής ή για την ύπαρξη πολλών λογιστηρίων σε μερικά από τα κρατικά κανάλια εθνικής εμβέλειας; Όχι.

 

Εάν δεν θεσπίσουμε ένα πλαίσιο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων το οποίο εξαρτάται και από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δημόσια διοίκηση, το φορολογικό σύστημα, το πλαίσιο προστασίας των επενδύσεων αυτών καθώς και τον ιδιωτικό προσανατολισμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας μας, τότε δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βγούμε από την κρίση. Από το Μνημόνιο μπορεί να βγούμε αλλά όχι από την κρίση. Θα βγούμε από το Μνημόνιο και θα συναγωνιζόμαστε τις τριτοκοσμικές χώρες. Η ιστορία έδωσε πολλά παραδείγματα.

 

Ερώτημα όγδοο: Πως μπορούν να έρθουν επενδύσεις και γιατί αυτό θα οδηγήσει στην καταπολέμηση της ανεργίας;

 

Χρήματα για δημόσιες επενδύσεις δεν υπάρχουν. Και τα χρήματα του νέου ΕΣΠΑ έχουν συγκεκριμένο στόχο ενώ εκείνα που πιθανότατα θα κατευθυνθούν στην Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Πλάνο (το πρόγραμμα Juncker) έχουν στόχο τη μόχλευση κυρίως ιδιωτικών κεφαλαίων. Κατά συνέπεια η Ελλάδα έχει ανάγκη από ιδιωτικές επενδύσεις και συγκεκριμένα από Άμεσες Ξένες Επενδύσεις οι οποίες παράλληλα με την αποδοτικότητα των ανωτέρω επενδυτικών εργαλείων θα συμβάλλουν στην μείωση της ανεργίας και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων απασχόλησης. Προκειμένου να προσελκύσουμε Άμεσες Ξένες Επενδύσεις επιβάλλεται να έχουμε κυβερνητική σταθερότητα, να έχουμε διασφαλίσει την παραμονή μας στην Ευρωζώνη χωρίς να φλερτάρουμε κάθε φορά με την άτακτη χρεοκοπία, να θεσπίσουμε ένα πλαίσιο εγγύησης των επενδύσεων και των κεφαλαίων των επενδυτών, να έχουμε ένα ξεκάθαρο, ευανάγνωστο και εύληπτο φορολογικό σύστημα που θα περιλαμβάνει και την αποτελεσματική λειτουργία των φορολογικών αρχών, να απλοποιήσουμε θεαματικά τη γραφειοκρατία που αφορά τη λειτουργία των επιχειρήσεων, την κίνηση κεφαλαίων κτλ., να έχουμε ένα υγιές τραπεζικό σύστημα που θα μπορεί να στηρίζει τις επιχειρήσεις, και τέλος κυβερνήσεις που δεν θα μπλέκονται στα πόδια των επενδυτών, δεν θα δυναμιτίζουν με τις κομματικές πιρουέτες το χρηματιστήριο αλλά μόνο θα διασφαλίζουν ως αμερόληπτοι παρατηρητές την αποτελεσματική εφαρμογή του πλαισίου αυτού. Όπως γίνεται άλλωστε σε όλο το δυτικό κόσμο στον οποίο… ανήκουμε;

 

Τα εργαλεία για την προσέλκυση των επενδύσεων είτε μπορούν να «εισαχθούν» από τις καλές πρακτικές άλλων χωρών που με επιτυχία προσέλκυσαν το διάστημα αυτό επενδύσεις είτε να ανευρεθούν και να αξιοποιηθούν από την ελληνική έννομη τάξη (π.χ. το πλαίσιο που περιγράφεται στο Άρθρο 107 του Συντάγματος). Το ζήτημα δεν είναι η επινόηση αυτών αλλά η ένταξή τους σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και η αποτελεσματική εφαρμογή τους.

 

Η καρδιά του νέου προγράμματος είναι το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων βάσει του οποίου θα ανευρεθούν τα χρήματα για την «αυτοχρηματοδότηση» του προγράμματός μας και την εξυπηρέτηση του χρέους μας. Εφόσον δεν προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις δεν πρόκειται να βρεθούν χρήματα τα οποία ούτως ή άλλως χρειαζόμαστε για να μην εγκαταλείψουμε εξαναγκαστικά την Ευρωζώνη. Επίσης δίχως την λήψη και εφαρμογή των μέτρων που υπογράψαμε δεν μπορούμε να λάβουμε χρήματα που παράλληλα με τα ανωτέρω συγχρηματοδοτούν το διάστημα μέχρι την έξοδό μας στις αγορές ομολόγων. Και η όποια αναδιαμόρφωση (και όχι διαγραφή, αφού κάτι τέτοιο δεν νοείται παρά μόνο βρίσκεται στη σφαίρα της φαντασίας πολλών), επιτευχθεί στο πλαίσιο προηγούμενων αποφάσεων περνά μέσα από την πιστή εφαρμογή του προγράμματος.

 

Ερώτημα ένατο: Μπορεί μια νέα κυβέρνηση να υλοποιήσει και να εφαρμόσει την παραπάνω στρατηγική και τι θα γίνει εάν δεν τα καταφέρει;

 

Προσωπικά νομίζω πως δεν μπορεί. Μένει να αποδειχθεί και να διαψευσθώ. Στο σημείο αυτό οφείλω να πω πως είμαι απαισιόδοξος λόγω των δειγμάτων γραφής που έχουν δώσει τα όλα τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία, και ιδίως εκείνα που πασχίζουν να γίνουν ο κορμός της νέας κυβέρνησης (σημειωτέον πως αναφέρομαι μόνο για τα δημοκρατικά κόμματα- φασιστοειδή μορφώματα που σκοπίμως η δικαιοσύνη επιτρέπει να μολύνουν το κοινοβούλιο δεν με αφορούν). Μια πιθανή κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κατορθώσει να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις με το ρυθμό που απαιτείται προκειμένου να βρεθούν τα απαιτούμενα χρήματα για την υλοποίηση του προγράμματος. Επίσης, ενώ είναι ίσως ευκολότερο ο ΣΥΡΙΖΑ να περάσει όσα μέτρα αφορούν τις μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, υπάρχει θεμελιακά διαφορετική προσέγγιση ως προς την πρόσληψη του δημοσίου από εκείνη των δανειστών. Αντίθετα ενώ η Νέα Δημοκρατία μπορεί λόγω προσέγγισης να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις αυτές δεν μπορούν να γίνουν δίχως τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος δεν το χει σε τίποτα να προβάλλει αντιρρήσεις για επικοινωνιακούς λόγους και να χαθεί πολυτιμότατος χρόνος. Επίσης οι μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα δεν μπορούν να γίνουν εύκολα από τα κόμματα η κύρια εκλογική δεξαμενή των οποίων είναι το δημόσιο.

Νομίζω λοιπόν πως πολύ γρήγορα, μέσα σε μερικούς μήνες, θα οδηγηθούμε σε νέο αδιέξοδο και πως τότε οι πιθανές εκλογές θα αφορούν τη διαπραγμάτευση της εξόδου μας από την Ευρωζώνη. Εκτός κι αν γίνει κανένα πολιτικό θαύμα και ξαφνικά αλλάξει η νοοτροπία των κυβερνώντων, στελεχωθεί η κυβέρνηση και η δημόσια διοίκηση με ικανότατους ανθρώπους έπειτα από αξιοκρατικές διαδιακασίες, εφαρμοστούν πλήρως οι μεταρρυθμίσεις, θεσπιστεί και εφαρμοστεί μια επενδυτική στρατηγική, προχωρήσουν με επιτυχία και στο χρονικό περιθώριο που επιβάλλεται οι ιδιωτικοποιήσεις, ανακτήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και την αξιοπιστίας μας και όπως οι υπόλοιπες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα βγήκαν, οδηγηθούμε στις αγορές ομολόγων για να συνεχίσουμε μια αναπτυξιακή πορεία, την οποία κυρίως ο νέος κόσμος της χώρας έχει ανάγκη αλλά και μπορεί με αξιοπρέπεια να διανύσει. Οι πολιτικοί που έχουμε σήμερα διαθέσιμους και που θα εκλεγούν έτσι όπως καταρτίστηκαν οι λίστες, δεν ξέρω αν μπορούν πια, ακόμη κι αν θέλουν, να μας βγάλουν από την κρίση. Αντιθέτως ένα μεγάλο μέρος της κοινωνία μπορεί και θέλει, παρότι έχει κουραστεί.

Έχουμε μεγάλες προκλήσεις μπροστά μας πέρα από το Μνημόνιο, που εκκινούν από την καταπολέμηση της ανεργίας μέχρι τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Και ως προς αυτά κανένα κόμμα δεν έχει πρόγραμμα αλλά και δεν μπορεί να καταρτίσει. Πόσο μάλλον να εφαρμόσει 

Ερώτημα δέκατο: Εσύ (τι) θα ψηφίσεις; 

του Γιάννη Τζιουρά

Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας,

υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 19 Σεπτεμβρίου 2015 10:35