ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΥ
Ηταν σαν σήμερα, 7 Ιανουαρίου 2004, πριν από επτά χρόνια όταν έπειτα από οκτώ χρόνια στην εξουσία ο Κώστας Σημίτης υπέβαλε την παραίτησή του από πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και, ταυτόχρονα, προκήρυσσε εκλογές για τις 7 Μαρτίου του ίδιου έτους, οι οποίες θα έκαναν κυβέρνηση τη Νέα Δημοκρατία. Στο μεσοδιάστημα των δύο μηνών, ο Κώστας Σημίτης θα παρέμενε πρωθυπουργός αλλά το ΠΑΣΟΚ θα αποκτούσε νέο πρόεδρο με τον οποίο θα κατέβαινε στις εκλογές: τον Γιώργο Παπανδρέου.
«Επίμονα ζητήσαμε εκλογές για το εθνικό συμφέρον και επιτέλους προσδιορίστηκαν εκλογές. Οι εσωκομματικές διαδικασίες του ΠΑΣΟΚ αφορούν το ίδιο και μόνο. Η κοινωνία στρέφεται σήμερα στην παράταξη της ΝΔ και εναποθέτει το αίτημα της για ένα καλύτερο μέλλον ευημερίας και δικαιοσύνης. Για μια νέα πολιτική, για μια νέα διακυβέρνηση» είπε ο τότε πρόεδρος της ΝΔ. Κώστας Καραμανλής και κατέληξε: «Θέλουμε ευτυχισμένους Έλληνες».
Αυτές οι λέξεις αποδείχθηκαν η αρχή μια από τις πιο ψευδεπίγραφες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας: όταν ήρθε κάποτε η στιγμή να παραδώσει κι εκείνος την εξουσία, δεν είχαν πάει περίπατο μόνον οι «ευτυχισμένοι», αλλά σχεδόν και οι… Ελληνες. Σα να είχε ξυπνήσει από ένα λήθαργο βαρβιτουρικών χημικής ευτυχίας, η χώρα βρισκόταν πλέον σε κατάσταση πρωτοφανούς διαλύσεως, για την οποία οι ιστορικές ευθύνες εκείνης της κυβέρνησης είναι βαρύτατες, που, ας μην ξεχνάμε, είχε εκλεγεί με βασικό σύνθημα την πάταξη της διαφθοράς και την «καθαρή», «νοικοκυρεμένη» Ελλάδα...
Πίσω, όμως, στον Ιανουάριο του 2004, ο Γιώργος Παπανδρέου διεκδικεί την αρχηγία στο ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο που κάνει μετά την εκλογή του, είναι να επιχειρήσει να αλλάξει το έμβλημα – και ίσως και το όνομα - του κινήματος που είχε ιδρύσει ο πατέρας του. Το «παλαιό» ΠΑΣΟΚ αντιδράκαι η προσπάθειά του αποτυγχάνει παταγωδώς.
Αλλά, τελικά, τι σημασία έχουν τα σύμβολα; Πέντε χρόνια αργότερα, ο Γιώργος Παπανδρέου θα γινόταν πρωθυπουργός. Με μια φράση – κλειδί, θα προανήγγειλε ότι με το «δικό του» ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, θα ερχόντουσαν τα πάνω κάτω: «είμαστε αναγκασμένοι να λάβουμε μέτρα στα όρια της φυσιογνωμίας μας», είπε. Από εκείνη τη στιγμή και με τη φοβερή απειλή της πτώχευσης να κρέμεται διαρκώς από πάνω της, η χώρα επί της ουσίας μπήκε σε μια διαδικασία βίαιης και καθολικής αναίρεσης του μοντέλου λειτουργίας του κράτους που δημιουργήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου και – κακά τα ψέματα – υπηρετήθηκε πιστά και με πολύ μεγάλη φαντασία από τους διαδόχους του. Με τη νέα εξουσία και υπό τη δαμόκλειο σπάθη του αναπόφευκτου πλέον διεθνούς οικονομικού ελέγχου, οι «ευτυχισμένοι Ελληνες» θα έπρεπε τώρα να πληρώσουν ακριβά αυτή την ευτυχία τους, με πολύ… άγριο επιτόκιο.
Το κράτος ως μέγας εργοδότης και πηγή ατελείωτης σπατάλης και διαφθοράς όχι μόνον κατέβαζε πια τα ρολά, αλλά στένευε τρομερά και για τους ανθρώπους που τόσα χρόνια είχαν μάθει αλλιώς εντός του. Οι εποχές των Καγιέν είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Πάντως, από μία άποψη, όλα αυτά, ήταν μια καθαρά «οικογενειακή υπόθεση»: μακροσκοπικά, ο Γιώργος Παπανδρέου ανέλαβε να τελειώσει την εποχή του πατέρα του με τα «απόνερά» της. Τα σύμβολα και τα λάβαρα έμειναν στη θέση τους. Αλλά ήταν τα μόνα που έμειναν… Στη μέση αυτής της διαδικασίας, βρισκόμαστε τώρα και όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Μένει να δούμε το που και το πώς θα καταλήξουμε, εμείς, οι «ευτυχισμένοι Ελληνες»…