Τι καλά, μαγικά, όλοι ευχαριστημένοι. Ας γίνουμε λοιπόν όλοι φαντασιακοί (γιατί οι πραγματικοί έχουν σοβαρά παράπονα) Σουηδοί.
Ακόμα και στην Αμερική, η κυρίαρχη φιλελεύθερη διανόηση στα Πανεπιστήμια προσχώρησε: Η Θεωρία της Δικαιοσύνης του John Rawls είναι πιθανότατα η ισχυρότερη φιλοσοφική τεκμηρίωση της σοσιαλδημοκρατίας που γράφτηκε ποτέ. Σε ένα τόσο νοικοκυρεμένο και δίκαιο σύστημα, τι θα μπορούσε άραγε να πάει στραβά;
Το πρώτο πρόβλημα, είναι αυτό που παραδέχονται ιστορικά και οι ίδιοι οι σοσιαλδημοκράτες, ότι δηλαδή οι πλούσιοι φροντίζουν έντεχνα να μην τηρούν τη συμφωνία. Δεν κάθονται ήσυχοι, ακίνητοι βρε αδερφέ, να τους φορολογήσουμε. Προσλαμβάνουν δικηγόρους, φοροτεχνικούς, δημοσιογράφους, μπράβους, ελβετούς τραπεζίτες, διαφημιστές και αγοράζουν τα ΜΜΕ και τις ομάδες ποδοσφαίρου και κάνουν στενή παρέα με πολιτικούς, δημάρχους, δικαστές, μεγαλοσυνδικαλιστές.
Επίσης έχουν την καταστροφική συνήθεια να προτιμούν τα σίγουρα και βαρετά κέρδη από τα επικά και αμφίβολα: Προτιμούν είτε να γίνουν ρεντιέρηδες είτε να αντιγράψουν εκ του ασφαλούς μια κοινότοπη μεταφερόμενη από άσχετο περιβάλλον συνταγή – που ονομάζουν Best Practice. Από καινοτομία, από δημιουργικότητα, από προσαρμογή στα καθ' ημάς, ελάχιστα και αναιμικά και προσχηματικά.
Τι να κάνουν και οι έρμοι οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί, δωροδοκούν συστηματικά επί δεκαετίες τους πλούσιους με επιχορηγήσεις και θαλασσοδάνεια και άδειες τηλεόρασης και προνομιακές αναθέσεις μπας και φέρουν λίγη ανάπτυξη μέσω του θρυλούμενου επιχειρηματικού τους δαιμόνιου – αλλά αυτοί δεν τραβάνε...
Το δεύτερο πρόβλημα των σοσιαλδημοκρατών είναι οι ψηφοφόροι τους, που επιμένουν να τηρηθεί θρησκευτικά η συμφωνία. Και όταν αυτό δεν γίνεται, προσπαθούν μέσα στην απελπισία τους να μιμηθούν τους πλούσιους: να γίνουν κι αυτοί (έστω μικροί και ταπεινοί) ρεντιέρηδες. Να εξασφαλίσουν τιμής ένεκεν μια θέση στον ήλιο, να στείλουν τα παιδιά τους στα πανεπιστήμια μπας και γίνει πράξη η καταπαγωμένη κοινωνική κινητικότητα, να περάσουν με πολιτικό μέσο το γείτονά τους στον άπονο αγώνα – στο rat race. Άλλωστε, είναι φυσικό στη δημοκρατία όσοι χάνουν και καταπιέζονται στην οικονομία να αντεπιτεθούν στο πεδίο της πολιτικής. Θα φτιάξουν κι αυτοί ομάδες πίεσης, θα κατέβουν στο δρόμο, θα περιχαρακωθούν στις λεγόμενες συντεχνίες, θα αδιαφορήσουν για τους καταφρονεμένους συναδέλφους τους στη σκιώδη οικονομία, δεν θα κάνουν τόπο στους νέους, θα αγαπήσουν μόνο τα βασανισμένα κεκτημένα τους.
Μάλιστα, κύριε, αντιστέκονται κι ας ορίζεται ο αγώνας τους ως λαϊκισμός κι ας τους κοροϊδεύουν με ηθοπλαστικά χρονογραφήματα αλά παλαιά οι βολεμένοι αναλυτές και οι παρατρεχάμενοι. Κι ας τους βρίζουν κάποιοι δεινόσαυροι σοσιαλδημοκράτες (;) πολιτικοί, ως κοπρίτες. Μόνο που, φευ, η αντίστασή τους είναι άγονη. Σκεφτείτε μόνο ότι την καταπίεζαν με ευχέρεια για μια τουλάχιστον δεκαετία στην Ελλάδα, με μόνα όπλα το δήθεν εκδημοκρατισμό της πίστωσης (καταναλωτικά δάνεια και κάρτες) και τα πολυτραγουδισμένα επιδόματα και την παραμυθία του ώριμου (!) χρηματιστηρίου και του Ευρώ.
Το τρίτο πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατίας είναι το προφανές, αλλά δυστυχώς δεν το βλέπει κανένας θιασώτης της. Το πρόβλημα είναι ότι μετά τον μεταπολεμικό συμβιβασμό η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε το πρόγραμμα των αντιπάλων της!!! Ακόμα κι αν για ένα διάστημα κράτησε την ιδεολογία της (τώρα τη χάνει κι αυτήν), απέκτησε το πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα των εχθρών της – απλά το εξανθρώπισε με πολλή ζάχαρη. Υιοθέτησε δηλαδή την κατεστημένη αλλά επιστημονικά αστήριχτη άποψη ότι η οικονομία της αγοράς έχει μία και μόνο μία θεσμική έκφανση – ότι δεν μπορεί να στηθεί με πολλούς διαφορετικούς συνταγματικούς τρόπους και νομικές διευθετήσεις. Έτσι π.χ. κατέληξε να θεωρεί δεδομένο το χρηματο-οικονομικό καζίνο και την ουσιαστική απαλλαγή των τραπεζών από τη δραστηριότητα που συνιστά το βασικό λόγο ύπαρξής τους: τη δρομολόγηση των αποταμιεύσεων στην παραγωγική διαδικασία. Οι τράπεζες ξεφαντώνουν πλέον ρέμπελες στη διεθνή αρένα, αλλά δυστυχώς εξακολουθούν να πεθαίνουν (άρα και να στοιχίζουν) στη χώρα τους. Ταυτόχρονα, το κράτος δωροδοκεί τους πλούσιους ιδιώτες, μπας και φιλοτιμηθούν και φέρουν την ανάπτυξη - όπως μόνο αυτοί υποτίθεται ξέρουν. Η όλο και πιο περιορισμένη αναδιανομή δεν μπορεί να προσφέρει ούτε κοινωνικά περιεκτική ανάπτυξη ούτε και χαλάρωση μιας άκαμπτης ιεραρχικής οικονομίας.
Εν γένει, όλες οι σύγχρονες πολιτικές της σοσιαλδημοκρατίας αποσκοπούν στο να εξευμενίσουν τον δήθεν πάνσοφο αλλά μισοκοιμισμένο δράκο – τις παγκόσμιες αγορές του χρήματος. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει εξελιχθεί στο νέο Μέτερνιχ, στο σκληρό πυρήνα της αντίδρασης και της αντεπανάστασης, με ιδεολογικό τοτέμ μια δήθεν τεχνοκρατική αλλά στην πράξη βαθιά συντηρητική θεώρηση του κόσμου. Έτσι ακριβώς χάνει και το στοίχημα της μετα-φορντικής παραγωγικής δικτύωσης και σπρώχνει τους ψηφοφόρους της προς τα ακραία δεξιά, ιδεολογικά σαφώς πιο καυτά, σχήματα. Επιχείρησε με άλλα λόγια να φέρει στην πολιτική το Μεγάλο Ύπνο, αλλά αντί αυτού πέτυχε το Μεγάλο Αποχαιρετισμό. Βέβαια κράτησε το καλό της όνομα: είναι τόσο εύκολο να φαίνεσαι ρεαλιστής, όταν δέχεσαι τα πάντα...
Στην Ελλάδα μάλιστα η σοσιαλδημοκρατία έκανε και ένα βήμα παραπάνω: αυτοκτόνησε. Όχι επειδή πήρε τα σκληρά και άπονα δανεικά του Μνημονίου. Αυτό ήταν μεν λάθος, αλλά ανθρώπινο. Η συντεταγμένη άμεση χρεωκοπία ή μια πιο σκληρή διλημματική διαπραγμάτευση ή η ομαλή έξοδος από την Ευρωζώνη (έστω και προσωρινή), αν και ορθότερες αντικειμενικά και σαφώς πιο αναπτυξιακές λύσεις (όπως πληθώρα κορυφαίων πανεπιστημιακών σε Ευρώπη και Αμερική επέμενε – Ντάνι Ρόντρικ, Ρομπέρτο Ούνγκερ, Ρικάρντο Χάουσμαν, Ρίτσαρντ Φρίμαν από το Χάρβαρντ, Σάιμον Τζόνσον από το ΜΙΤ, Κώστας Λαπαβίτσας από το Λονδίνο SOAS, Πολ Κρούγκμαν από το Πρίνστον και πάρα πολλοί άλλοι), ήταν λύσεις που απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς και είχαν κι αυτές ένα αρκετά μεγάλο κόστος. Και βέβαια η συναίνεση της κοινής γνώμης για αυτές τις πιο ας πούμε ριζοσπαστικές λύσεις δεν ήταν καθόλου δεδομένη – καθώς οι πολίτες είχαν παραπλανηθεί, από την αυτονόητη και μονόδρομη πορεία που προπαγάνδιζαν ΟΛΕΣ οι προηγούμενες (και η σημερινή επίσης) κυβερνήσεις. Όχι, λοιπόν, δεν ήταν τα ξένα, αν και κατά πολύ επαχθεστερα από τα προηγούμενα, δανεικά που πήρε η κυβέρνηση.
Πολύ πιο καταστροφική είναι η επιμονή της ότι δεν είναι εκ των ουκ άνευ η διαγραφή υπολογίσιμου μέρους του χρέους (κούρεμα). Ακόμα και οι μουτζαχεντίν των αγορών, το σύνολο των κατά τεκμήριο σοβαρών οικονομολόγων του πλανήτη (100%), ακόμα και οι σύμβουλοι αυτών που χάνουν τα χρήματά τους (!) είναι απόλυτα κατηγορηματικοί ως προς το κούρεμα: Είναι Α-ΠΑ-ΡΑΙ-ΤΗ-ΤΟ. Η ας πούμε ευγενής κυβερνητική τύφλωση ότι θα επιστρέψουμε και το τελευταίο σεντ είναι ακατανόητη και εξαιρετικά αποσταθεροποιητική για την Ελλάδα - και για την Ε.Ε.! Εγγυήσεις χωρίς νόημα, δεν πείθουν κανέναν. Οι αγορές βλέπουν μόνο μπροστά και δεν νοιάζονται για βικτωριανές ηθικές και αιώνιες υποσχέσεις. Εξίσου κατακριτέα είναι η αδιαφορία της κυβέρνησης για τα συμβόλαιά της με τους πολίτες της χώρας, όταν υπολογίζει αποκλειστικά και μόνο τα άλλα συμβόλαια, αυτά με τους ξένους πιστωτές. Μοιάζει με νέα κρυπτοαποικιοκρατία, αλλά, όχι, ούτε αυτή η στάση συνιστά την πτώση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Είναι κάτι άλλο, ακόμα πιο βαθύ.
Το πραγματικό έγκλημα της Ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας είναι η απίστευτη εκστρατεία κατασυκοφάντησης του μέσου εργαζόμενου Έλληνα ως τουλάχιστον συνένοχου, αν όχι και αυτουργού της κρίσης και της σαθρής ας πούμε ανάπτυξης και της πλημμύρας της χώρας από ξένα δανεικά (που πήγαν άλλωστε απευθείας στα χέρια της ελίτ). Του μέσου Έλληνα που την στήριξε και πίστεψε σε όλα τα δήθεν αυτονόητα -Ολυμπιάδα, τραπεζοκρατία, Ευρώ, χρηματοοικονομικό καζίνο- που του ζήτησε η ίδια με αδιανόητη ανεμελιά να πιστέψει.
Το αμάρτημα της κυβέρνησης στην Ελλάδα είναι ότι αθώωσε τον εαυτό της και σύσσωμη την ελίτ και ενοχοποίησε βάναυσα και συστηματικά όλους τους υπόλοιπους – ειδικά μάλιστα τους ψηφοφόρους της. Χρησιμοποίησε φροϋδικά σχεδόν το φόβο και την ενοχή, για να πείσει ότι η δική της καθαρά πολιτική επιλογή για το Μνημόνιο ήταν απολίτικη, μονόδρομος και η μόνη ρεαλιστική για όσους έχουν ακόμα σώας τας φρένας. Απέκρυψε τη γόνιμη συζήτηση που γινόταν σε Ευρώπη και Αμερική για νέες και ρηξικέλευθες λύσεις στην Ελληνική κρίση και κόλλησε σε ένα πρωτόγονα ανόητο ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ. Δεν είχε καν το κουράγιο να κουβεντιάσει, μήπως και τρομάξει ο ευαίσθητος μπαμπούλας - οι διεθνείς αγορές του χρήματος. Η ρητορική της ενάντια σε φοροφυγάδες και ρεντιέρηδες, σε ομάδες συμφερόντων που λυμαίνονται την αναδιανομή, ακυρώθηκε από το θρυλικό Όλοι Μαζί Τα Φάγαμε και τελικά το μόνο θύμα ήταν η ίδια η αναδιανομή.
Τρομοκράτησε αλύπητα τους συνταξιούχους και τους μικροκαταθέτες ότι δήθεν θα χάσουν (;) και τα λίγα που έχουν, ότι θα γίνουμε Ζιμπάμπουε (200% ο πληθωρισμός με τη νέα δραχμή, γράφει ο κάθε άσχετος κατεστημένος δημοσιογράφος ) και Αλβανία του Χότζα (χωρίς τον Χότζα).
Έσπρωξε τους ψηφοφόρους της σε μια δουλική μοιρολατρεία, σε μια ενδεή αντιπάθεια προς την αληθινή δημοκρατία και το γενναίο διάλογο, τους αποξένωσε από όποια ανάγκη για αυτοδιάθεση, τους ξανάκανε (άτακτα) παιδιά που θέλουν να ξυπνήσουν και όλα να είναι εφιάλτης – δεν μπορεί, όχι, η μαμά Ευρώπη δε θα μας αφήσει ποτέ να χαθούμε, όχι αν είμαστε πολύ (μα πολύ) φρόνιμοι.
Προτίμησε δηλαδή η κυβέρνηση να χρεωκοπούμε κάθε μέρα από φόβο, για να μην τύχει και χρεωκοπήσουμε μία και καλή και το αντιμετωπίσουμε. Εκεί έδειξε η Ελληνική σοσιαλδημοκρατία ότι είναι ολοκληρωτικά υποταγμένη στη δήθεν εμπιστοσύνη των αρπακτικών αγορών του χρήματος και τις αγκυλώσεις των πτωχευμένων τραπεζών. Και απορεί τώρα που τα θύματά της δεν έχουν περιπετειώδη διάθεση για ανάπτυξη και δίψα για το καινούργιο. Που όλο καταστροφολογούν και είναι απαισιόδοξα, και όλο τρέμουν τα καημένα. Quell dommage!
Η.Μ.
Απαραίτητη Σημείωση:
Για να είμαστε δίκαιοι η αποστολή της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Έπρεπε να αντιμετωπίσει πρώτα τους σαρωτικούς αποκλεισμούς του μετεμφυλιακού κράτους και να αποκαταστήσει τα θύματα και κατόπιν να πετύχει τρεις επαναστάσεις μαζί στη δημόσια διοίκηση:
1) Τη γραφειοκρατική του 19ου αιώνα (για να πολεμήσει τους ντόπιους Βίκινγκς επιδρομείς, τις ομάδες πίεσης, την πολιτική κλεπτοκρατία και τη διαφθορά)
2) την managerial του 20ου (για να μειώσει τα έξοδα και να μην εξαρτιέται από ξένα δανεικά)
3) και την προοδευτική του 21ου (για μια κοινωνικά περιεκτική χωρίς ιεραρχίες και αποκλεισμούς, συμμετοχική οικονομία).
Δυστυχώς προσπάθησε σποραδικά μόνο για τις δύο πρώτες, με πισωγυρίσματα με μισή καρδιά με δήθεν κοσμοπολίτικη υπεροψία και αφού απέτυχε παταγωδώς, με πρόφαση το συμμάζεμα αγκάλιασε παθιασμένα έναν άγριο νεοφιλελευθερισμό και στράφηκε ανενδοίαστα εναντίον των απλών πολιτών και συνοδοιπόρων της! Λες και ήταν o μέσος εργαζόμενος που μαγείρεψε τα στατιστικά με την Goldman Sachs...
πηγή ThePressProject.gr