Τα τρία αδέλφια που το είχαν δεν το έδιναν, ούτε δωρεά ούτε με χρήματα. Τους πίεζαν οι χωριανοί. Φώναζαν. Τίποτα. Η Αρβανίτσα ζούσε μόνη της στο χωριό. Χάρισε το σπίτι της δίπλα από το παλιό σχολείο στην κοινότητα για το σχολείο. Να το πουλήσουν και τα χρήματα που θα έπιανε μαζί μ' αυτά που μάζεψαν με έρανο να τα δώσουν στα αδέλφια. Μετά το θάνατό της κατέλαβε στο σπίτι ο ράφτης Μήτσος Βλάχος. Είχε 4 παιδιά δυό και δυό. Η κοινότητα τον παρακαλούσε να φύγει να το πουλήσουν. Με τίποτα. Είχε και τα μέσα ως βλάχος στην πόλη. Αντεχε στις πιέσεις. Τους όμως το σφύριξε ο αστυνόμος. «Κάντε τον να φύγει μόνος του». Ο πρόεδρος Μ. Μπαντόλας έβαλε δυό παλικαράδες τον Ιωάννη Ντούντα ψάλτης αριστερός και κτίστης και Κ. Νένο-Σιόρη (το δυνατότερο άντρα του χωριού) κι αυτοί ανέβηκαν στη στέγη και το ξεσκέπασαν εντελώς. Εβλεπαν ουρανό και άστρα. Τι να κάνει έφυγε. Το πούλησαν με τα χρήματα πλήρωσαν τα αδέλφια, πήραν το οικόπεδο κι έχτισαν το σχολείο με συνεχή μαλώματα με τους τρεις. Κάθε χρονιά τέτοια μέρα των 3 Ιεραρχών αναφέρουν την Αρβανίτσα (Κυρατσού) ως τη μόνη μεγάλη δωρήτρια. Από κει περάσαμε όλοι από το 1952 έως 1995 που ο σεισμός το ράγισε καθοριστικά.
- Ετσι για τη μέρα που είναι κι έφυγε...