Ο Ντράγκισα, ζωγράφος και ποιητής από τη Σερβία, εφήμερος κάτοικος Θεσσαλονίκης, με έδρα του διπλού επιδεύματός του το Τριγωνικό Κοζάνης (για λόγους αποφυγής του ασφαλειοκτόνου ΤΕΒΕ), έστησε το σκηνικό του. Στις βαλίτσες ασυνόδευτες ταξιδιού, για την οικονομία του σκηνικού (από το «Τσάι στη Σαχάρα!») νερό, αλάτι, γιαούρτι, εργαλεία της τέχνης του, ένα τάπερ και ένα κομμάτι μαύρο ψωμί. Στη μέση του φύτεψε ένα κερί. Κάτι σαν σπονδή στους πεθαμένους ποιητές
«Είμαι στην Καστοριά/ κάθομαι στο Café Bar/ κοντά στη λίμνη//Στο νερό της λίμνης/οι χήνες παίζουν το παιχνίδι τους/Διαβάζω ποιήματα/Γράφω ποιήματα/(τα χαρίζω στις κοπέλες/που περνάνε από δίπλα μου)//Εχ, καμιά δεν βλέπει τη νιότη μου/Αχ! Την κρατώ στην καρδιά/σκεπασμένος με δέρμα βιζόν/από μικρά κομματάκια/από διαφορετικά χρώματα//Ολα τα έγραψα/ και με το φωτογραφικό/όλα τα παρουσιάζω/στην ποιητική βραδιά/που αρχίζει 8,30 μ.μ/στην παράσταση στο ΚΤΕΛ.
-Γιώργο, πάρε με. Ντράγκισα. Μου χρωστάς 200 ευρώ...
Αίθουσα αναμονής του ΚΤΕΛ Κοζάνης»
ΟΙ επιβάτες με τις βαλίτσες και τα μπαγκάζια τους από τη Θεσσαλονίκη έφτασαν, αυτοί που θα αναχωρούσαν για Αθήνα μαζεύονταν. Περνούσαν ανάμεσα από το διάδρομο που άφησαν οι ακροατές, σοβαροί, αμήχανοι (τι είναι αυτό που γίνεται εδώ πέρα, τι είναι αυτά που διαβάζουν κι ακούν, σε τι μουσική χάνονται;) κι ακολουθούσαν τον προορισμό της μοίρας ή του ταξιδιού τους. Ηταν ένα αυθόρμητο, ζωντανό και διαρκές σκηνικό που παρόμοιό του ούτε ο κ. Θ. Αγγελόπουλος δε θα μπορούσε να στήσει.
Κι ήταν σαν να διέσχιζαν την ποίηση ζωντανή.
Την οποία και σε διάστημα μιας ώρας και κάτι, διεξήλθαν με τις αναζητήσεις τους πολίτες της πόλεως κανονικοί και με τα όλα τους οι: Σάκης Καρανάνος, Αννα Αγγέλη, Δουγαλής Γρηγόρης, (έκανε συνεχώς και τον πορτέρη εισόδου εξόδου), Ελένη Χασιώτη (μαθήτρια της α’ Λυκείου), Τάσα Βλάτσα, Κοραλί Μπαρμπέν, Γ. Δελιόπουλος, Γλύκα Διονυσοπούλου, Μιχάλης Πιτένης, Σίσσυ Τσιομπάνου, Κατερίνα Μαυροδή, το αναγνωστικό τρίο Κλέλια Κουγιουμζίδου, Μάριος Μόρος, Σβώλη Αθανασία, η κ. Θεοδωρίδου γειτόνισσα στο ΚΤΕΛ και κατά το μισό της Δραμινή, Λευτέρης Ελευθεριάδης, Δημήτρης Τσιμπέρης, Κούλα Καλογερίδου, Παναγιώτης Μπετσάκος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Στάθης Νατσιός. Στο φλάουτο ο Νίκος Παπαπαρασκευάς από το Ωδείο του Δ. Δημόπουλου. Προϊστάμενος χειροκροτημάτων ο κ. Σάββας κι επόπτης της εκδήλωσης ένας αλλόκοτος νέος με ειδικές αισθητικές ανάγκες, μάτια γαλάζια γουρλωτά και πείνες αχόρταγες με μια πέπσι στο χέρι. Αυτοί ήταν οι συντελεστές του ποιητικού συντελεσθέντος που διοργάνωσαν το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και περιχώρων και το περιοδικό «Παρέμβαση» Κοζάνης και περι-πόλεων. Πλήθος αβλαβών και καλών προθέσεων άνθρωποι (ταξιτζήδες, οδηγοί λεωφορείων, υπάλληλοι του ΚΤΕΛ, μαζί με το ευσεβές κι ωραίο ακροατήριο παρακολουθούσαν και ζούσαν κάπως την τελική φάση της τριήμερης, ποιητικής διεγέρσεως.
9.40 η κ. Ράνια Μπατσίλα επί των εισιτηρίων ανήγγειλε στο μεγάφωνο πως:
-Το λεωφορείο των 10 παρά τέταρτο για Σέρβια, Λάρισα, Λαμία, Αθήνα αναχωρεί...
Η ποίηση στάθηκε σ’ ενός λεπτού σιωπή για εκείνους που ταξιδεύουν γενικώς και χειροκρότησε.
Η ποίηση και το ταξίδι (που ήταν και το θέμα της βραδιάς) δεν έχουν ορίζοντα. Λίγο πίσω στην άλλη αίθουσα αναμονής ένας εντεταλμένος, αδιάφορος για ό,τι γινότανε δίπλα του, δίπλωνε την εφημερίδα της Καστοριάς «Ορίζοντες»,για να την έχει έτοιμη για διανομή. «Ο καθεiς και τα όπλα του”.
Τον αθεόφοβο...
Τι σκηνικό μου έστησε χωρίς να ξέρει! Χαλάλι η μπύρα το προηγούμενο βράδυ στο καφέ-Γκάλερι όπου ξασάλωσαν (κάποιοι) από τους νεαρούς ποιητές με τα αθ(χ)υροστομίες τους• σιγά μην είναι ποίηση αυτό, αλλά αυτοί έτσι νιώθουν ότι διέρχονται άνετοι κι ωραίοι το εξεγερσιακόν κι εγερσιακόν καθεστώς της νεότητας. Εκεί έπαιζε μουσική ωραιότατη δική του ο νεαρός Γιάννης Παπαδημητρίου (να μη ξεχάσω να του ζητήσω το σιντί).
Ωστε για τους νεκρούς ποιητές λοιπόν ήταν το σκηνικό του Σέρβου;
Από νωρίς ο φίλος Αντώνης Παπαβασιλείου μου είπε στο τηλέφωνο το νέο. Ο Λιοσάτος (Δημήτρης) πέθανε! Εντελώς. Αντε πάλι «Ημίν τοις φίλοις πένθος…». Που θα πάει αυτό δηλαδή, αν και όλοι προς τα κει πάμε, αλλά κάποιοι πάντα προηγούνται ότι «ο θάνατος νωρίς νωρίς τους είχε σημαδέψει» (και συμμαζέψει). Μην είναι και οι καλύτεροι ή ν’ αρκεστούμε στο «ον θεός φιλεί κ.λπ.».
Και τώρα; Τι τώρα; Περίλυποι όσο μας παίρνει η απόσταση και η απόσπαση του τόπου γράφουμε πως:
Ο Δ.Λ. γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Εζησε στα Γρεβενά για 30 χρόνια, διέπρεψε στον πολιτισμό της πόλεως αυτής. Εφυγε στην Αθήνα. Βολεϋμπολίστας δεινός (δεν το ήξερα αυτό). Χρόνια είχε το βάρος στην καρδιά του. Αλλά ποτέ στα κάτω του, ακόμα κι όταν εφαπτότανε με τη γη από τον πόνο. Πολλές φορές μετείχε στις δικές μας βραδιές ποίησης, φίλος καλός κι αγαπημένος, όπως κι η Φρόσω του, η οποία όταν διάβαζε σε μια παρόμοια βραδιά την «Ψυχούλα» του Σολωμού είχε την αλαφράδα και τη γοητεία θλιμμένης πεταλούδας. Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές. Την πρώτη του «Η χρονιά που έχασε την άνοιξή της» (εκδ. Επαφή, Πτολεμαίδος 1997) την έψαξα κι εγώ μια βραδιά στα Γρεβενά και την άλλη, σε δύο μάλιστα εκδόσεις, «Δοκίμια θανάτου» (Κάκτος 2005) λογαριάζαμε να την παρουσιάσουμε στη Θεσσαλονίκη εδώ και λίγα χρόνια. Ομως κατά καιρούς τον γονάτιζαν διάφοροι πόνοι και ξεχάστηκε το θέμα. Μου μένει αδιάβαστο, θλιμμένο αμανάτι το κείμενο που έγραψα, σε απεγνωσμένη τρυφερότητα διατελών.
Από το ποίημά του «Ηλθε το πλήρωμα του χρόνου» του.
Υ.Γ. 1 Τώρα που σημειώνω αυτά στο Τρίτο Πρόγραμμα παίζει του Σάμιουελ Μπάρμπερ το «Αντάτζιο για έγχορδα»
ΥΓ. 2 Την επαύριον από το καφενείο του ΚΤΕΛ αποχαιρετούσα τις βαλίτσες που αποτελούσαν το ντεκόρ της προηγουμένης. Οπως αποχαιρετάς ένα δικό σου πρόσωπο, μια εποχή που μετακυλίεται σε μια άλλη ανεπαισθήτως ή ένα φίλο, ξεχασμένο από καιρό και ξαφνικά σου προκύπτει με την εκκωφαντική παρουσία του θανάτου και τότε μουδιάζουν οι άκρες των δακτύλων σου, ένα συμβάν που από χρόνια σου το θυμίζουν τα κεριά που καίγονται στις εξωνάρθηκες θέσεις, πως σώματα ανθρώπων είναι κι αυτά που λιώνουν.