κι αν συνάψει μια χώρα, οι όποιες επενδύσεις στην πραγματική της οικονομία μπορούν να έρθουν μόνο μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία: Τη θέσπιση ενός ελκυστικότατου πλαισίου εγγύησης των άμεσων ξένων επενδύσεων και τον παράλληλο σχεδιασμό της επενδυτικής πολιτικής της χώρας. Όλα αυτά όμως εξυπακούεται πως μπορούν να λειτουργήσουν κατόπιν των παρακάτω τεσσάρων προϋποθέσεων:
Α) Σταθερό, σκληρό νόμισμα. Εφόσον η παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη είναι πλέον αδιαπραγμάτευτη, κάτι που δεν ίσχυε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 (προς τεκμηρίωση τούτου, δείτε τα γραφόμενα του «σπουδαίου» οικονομολόγου J. Galbraith στο βιβλίο-νουβέλα του με τίτλο “Welcome to the Poisoned Chalice: The Destruction of Greece and the Future of Europe”), η πρώτη προϋπόθεση για επενδύσεις πλέον υφίσταται, αφού οι επενδυτές φαίνεται πως προτιμούν τις επενδύσεις σε σκληρό νόμισμα, και τέτοιο νόμισμα φυσικά είναι εκείνο το οποίο έχει γίνει διεθνώς αποδεκτό.
Β) Ανυπαρξία πολιτικών ρίσκων. Τι είναι τα πολιτικά ρίσκα; Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε έκθεσή του τον περασμένο Απρίλιο (Fiscal Monitor Report) αναφέρει πως «ο εκλογικός κύκλος ή τα πολιτικά αδιέξοδα μπορούν να εμποδίσουν την εφαρμογή πολιτικών αποφάσεων ή να αποθαρρύνουν τη λήψη ισχυρής πολιτικής δράσης το 2016, σε μια σειρά χωρών όπως […] η Ελλάδα». Τα πολιτικά ρίσκα είναι εκείνα που καθιστούν μια δημοκρατία αναξιόπιστη, και κατά συνέπεια και την οικονομία της. Επειδή όμως συνήθως αυτά τα δύο στον καπιταλιστικό κόσμο διακυβέρνησης συνδέονται άμεσα, μια κίνηση που ενέχει πολιτικό ρίσκο, αυτομάτως επιδρά και στην οικονομική αξιοπιστία και επιφέρει τις ανάλογες επιπτώσεις.
Αρκεί να θυμηθούμε πως ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s είχε προειδοποιήσει σε ανακοίνωσή του στις αρχές Ιουνίου του 2015 πως υφίσταται κίνδυνος άνω του 51% εντός των επόμενων μηνών να χρεοκοπήσουν οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Κι επειδή ολοκληρώνεται ένας χρόνος από την επιβολή των capital controls, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να διατηρήσει σταθερό το όριο χρηματοδότησης των τραπεζών μέσω του έκτακτου μηχανισμού παροχής ρευστότητας (ELA), βασίστηκε σε προηγούμενη απόφασή της στην οποία ανέφερε πως η λειτουργία του εν λόγω μηχανισμού παρέχεται στη χώρα μας μόνο στην περίπτωση που η τελευταία βρίσκεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Όμως, πέρυσι τέτοιο καιρό το πρόγραμμα έληξε, η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να επιτύχει τη συνέχισή του και οδήγησε τη χώρα σε δημοψήφισμα μετά τη λήξη του προγράμματος, κι ενώ το ένα ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν πλέον άκυρο κατά την ημερομηνία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος. Το πρόγραμμα είχε λήξει λοιπόν και σε καμία απόφαση του Eurogroup δεν προβλεπόταν μεταγενέστερη της λήξης αυτού, συνέχισή του. Η αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις και η ανακοίνωση του Πρωθυπουργού για διενέργεια ενός δημοψηφίσματος μεταγενέστερου της λήξης του προγράμματος, οδήγησε (με αυτή τη σειρά) 1) στην απόφαση για κούρεμα των ενεχύρων που δεχόταν η ΕΚΤ, μιας και η τελευταία βάσει του καταστατικού της μπορεί να παράσχει ρευστότητα μόνο με την κατάθεση συγκεκριμένων ενεχύρων τα οποία όμως αποτελούν με τη σειρά τους collaterals που εγγυάται το ελληνικό κράτος το οποίο βέβαια δεν κατόρθωσε τη συνέχιση του προγράμματος και άρα αυτό είχε επίπτωση στην αξία των ενεχύρων, 2) στην άμεση σύγκληση του Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας, στο οποίο προήδρευε ο τότε Υπουργός Οικονομικών και εμπνευστής του «Σχεδίου Χ» σύμφωνα με τα λεγόμενά του, και το οποίο (συμβούλιο) εισηγήθηκε στην κυβέρνηση την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, και 3) την πράξη νομοθετικού περιεχομένου με την οποία επεβλήθησαν τελικά τα capital controls.
Αυτό θεωρείται λοιπόν πολιτικός κίνδυνος που δεν αρέσει στους επενδυτές οι οποίοι προτιμούν χώρες χαμηλού πολιτικού ρίσκου, τα ομόλογα των οποίων αγοράζουν μάλιστα με σχεδόν μηδενικά επιτόκια (βλ. Γερμανία)!
Γ) Γραφειοκρατία. Η τρίτη προϋπόθεση για την προσέκλυση επενδύσεων είναι η μειωμένη γραφειοκρατία. Εδώ δεν θα αναφέρω κάτι πέραν της ετήσιας έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας (Doing Business Report) για την ευκολία έναρξης επιχείρησης, στην οποία η χώρα μας κατείχε την 61η θέση το 2015 και την 60η θέση το 2016, ενώ υπολείπεται χωρών όπως η Τζαμάικα, η Λευκορωσία, το Περού αλλά και η Π.Γ.Δ.Μ..
Τέλος, Δ) προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων είναι η σταθερή, και σχετικά χαμηλή, φορολογία. Σταθερή διότι ένας επενδυτής βάσει του συντελεστή αυτού μπορεί να κάνει τους υπολογισμούς του και να πιθανολογήσει το κέρδος του, ενώ η φορολογία δεν θα πρέπει να είναι αποτρεπτική για την έναρξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ενδεικτικά αναφέρω πως η Ιρλανδία, από το 2011 και έπειτα, διαμόρφωσε το καλύτερο φορολογικό καθεστώς Ανωνύμων Εταιριών στην Ε.Ε. και ως εκ τούτου κατόρθωσε να προσελκύσει πολλές Α.Ε. από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μεταξύ αυτών τις Apple και Facebook. Επίσης στη λίστα για τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις των ΗΠΑ, η Ιρλανδία κατείχε την πρώτη θέση, με αποτέλεσμα οι αμερικανοί υποψήφιοι (άμεσοι ξένοι) επενδυτές να λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν να εισρεύσουν στην Ιρλανδική οικονομία πάνω από 40 δις σε τρία χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις ΑΞΕ, ενώ στη χώρα μας κατά το ίδιο διάστημα εισέρευσαν μόλις 1,6 δις. Έτσι λοιπόν βγαίνει κανείς απ’ τα Μνημόνια.
Τι επενδύσεις θέλουμε; Επενδύσεις στα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων του Αιγαίου; Μα, οι επενδύσεις αυτές είναι ασύμφορες. Ήδη το κόστος εξόρυξης είναι διπλάσιο της τιμής πώλησης του πετρελαίου. Η αγορά ενέργειας εστιάζει αλλού το ενδιαφέρον της. Ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας; Ο ήλιος της; Οι ακτές της; Το πετρέλαιο ή η υψηλή της τεχνολογία και οι χρηματοπιστωτικές της υπηρεσίες; Πρώτα λοιπόν ξεκινά κανείς από εκεί, ενώ διαμορφώνει παράλληλα και ένα θεσμικό πλαίσιο εγγύησης των άμεσων ξένων επενδύσεων, διότι τα πολιτικά ρίσκα στη χώρα μας παραμένουν μεγάλα. Στην περίπτωση λοιπόν που ένας επενδυτής βρεθεί αντιμέτωπος με τη μείωση της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων λόγω αλλαγής νομίσματος (όσο το ρίσκο αυτό παραμένει), το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να είναι σε θέση να του εγγυηθεί την επένδυσή του.
Μια αλλαγή νομίσματος λοιπόν, πλέον φαίνεται καθαρά πως δεν είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης, παρότι μια απόφαση για μη συνέχιση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος (από αδυναμία) δεν είναι διόλου απίθανη τους επόμενους μήνες. Όμως πέρυσι τέτοιο καιρό, κάτι τέτοιο δεν ήταν δεδομένο. Ίσα-ίσα που από τα όσα αποκάλυψε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, ένα Σχέδιο «Χ» για την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης (με ό,τι σημαίνει αυτό για την εγγύηση της δημόσιας τάξης), που θα περιελάμβανε την εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, εφόσον προηγουμένως επιβαλλόταν η αλλαγή του καταστατικού της, και που θα κατέληγε στην ανακοίνωση εκ μέρους της κυβέρνησης σχετικά με την αλλαγή του νομίσματος, ανατέθηκε στον «σπουδαίο» οικονομολόγο J. Galbraith από το Μάρτιο του 2015, όπως αναφέρει ο ίδιος στο νέο του βιβλίο.
Κατόπιν των παραπάνω το επενδυτικό πλάνο στη χώρα μας έχει χαραχτεί και περνά μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις του νέου υπερ-Ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων. Ωστόσο το τελευταίο δεν εγγυάται πως οι επενδυτές θα σπεύσουν να αγοράσουν ό,τι υπαχθεί σ’ αυτό έπειτα από την έγκριση του Δ.Σ. του ESM. Κι αυτό διότι ακόμη και το καλύτερο να προσφέρει κανείς προς πώληση, οι ανωτέρω τέσσερις προϋποθέσεις αποτελούν τον καταλύτη για τις ιδιωτικοποιήσεις. Η λογική, όπως έχω γράψει ξανά, είναι ολόιδια με εκείνη που εφαρμόστηκε στην επανένωση των δύο Γερμανιών από την Treuhand. Αυτό όμως που πρέπει να αναφερθεί είναι πως η ύπαρξη ενός ταμείου ως collateral (και όχι απλά για ιδιωτικοποιήσεις όπως προσφερόταν το ΤΑΙΠΕΔ), είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης.
Κλείνω το άρθρο αυτό επικαλούμενος τρία αποσπάσματα του πρώην Υπουργού Οικονομικών: Το πρώτο αφορά το δημοψήφισμα πριν τη διεξαγωγή τουhttps://www.youtube.com/watch?v=MuRl8XSgxhc, το δεύτερο για το τι θα πράξει εφόσον επικρατήσει το ΝΑΙ, http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-07-02/defiant-varoufakis-says-he-ll-quit-if-greeks-endorse-austerity, και το τρίτο για το Σχέδιο «Χ»https://www.youtube.com/watch?v=nhzzQy5Pxrw. Αναφέρω τέλος και δύο διατάξεις του Ποινικού Κώδικα στην πρώτη εκ των οποίων αναφέρεται στο Άρθρο 134 παρ. 2 πως «Με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος επιχειρεί […] με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να αποστερήσει ή να παρακωλύσει την κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που του παρέχει το Σύνταγμα ή να τους αναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή», ενώ στη δεύτερη, εκείνη του Άρθρου 135 παρ. 2 αναφέρεται ότι «όποιος συνωμοτεί με άλλον με σκοπό να εκτελέσουν πράξη από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 […] τιμωρείται με κάθειρξη». Σε καμία περίπτωση δεν προβαίνω στην λανθασμένη γραμματική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, κάτι που επιχείρησε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών να κάνει στο παρελθόν, ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου το 2010. Αναφέρω τα παραπάνω διότι είναι ενδεικτικά των καταστάσεων που οδήγησαν στο Τρίτο Μνημόνιο και το τέλος της αντι-μνημονιακής αυταπάτης σ’ αυτή τη χώρα. Ωστόσο οι αυταπάτες ακόμη κρατούν. Καμία κυβέρνηση που εκπαιδεύτηκε στα Μνημόνια από το 2010 και έπειτα, δεν κίνησε διαδικασίες προσέλκυσης άμεσων ξένων ιδιωτικών επενδύσεων. Κι αυτό διότι όλες τους «αναμένουν» ανύπαρκτους πόρους για δημόσιες επενδύσεις ενώ πορεύονται με την αύξηση της φορολογίας και την υιοθέτηση μεταρρυθμιστικών μέτρων που εφαρμόζουν επιλεκτικά. Ως πότε;
του Γιάννη Τζιουρά,
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας,
υπ. δρ. Νομικής ΑΠΘ