Infans (λατινικό) = αυτός που δεν μπορεί (ακόμη) να μιλήσει
Ο θάνατος του Γιαννάκη συγκλόνισε όλη την χώρα. Γράφηκαν χιλιάδες γραμμές, ειπώθηκαν δεκάδες γνώμες πολιτών. Γραπτά αγανακτισμένης αντίδρασης που φωνάζουν «γι αυτόν που δεν μπορούσε ακόμη να μιλήσει». Η ταλαιπωρία του Γιαννάκη απάνθρωπη. Η ταλαιπωρία των γονιών του δεν περιγράφεται με λόγια. Ο χαμός του Γιαννάκη άδικος, μας εξοργίζει όλους. Είναι αυτές οι στιγμές που, η «σιωπή» κρίνεται ένοχη (και είναι ένοχη), οι «τυποποιημένες αποδράσεις» που υπαινίσσονται την «τιμωρία υπευθύνων» είναι απαράδεκτες, αναμενόμενες, αυτονόητες και προσβλητικές δικαιολογίες και οι προτεινόμενες «λύσεις» δομημένες ανοησίες θεσμικού μεσμερισμού. Οι φωνές κάποιων «με τις ορθές λύσεις παραμάσχαλα» αποδεικνύουν την κατ’ εξακολούθηση παρελκυστική εμπλοκή τους.
Δεν υπάρχει δικαιολογία, υπάρχει μόνο ενοχή. Ενοχή ενός Συστήματος και όχι συνενοχή μιας κοινωνίας. Μπορεί ο Καστοριάδης να είχε δίκιο όταν αναρωτιόταν αν «η κοινωνία θέλει μία οποιαδήποτε κοινωνία», προσπαθώντας ν’ απαντήσει στην κοινωνική κατατονία που δηλώνει κυρίως η «απουσία πράξεων» από την πλευρά των πολιτών, όμως, η κοινωνία είναι συνένοχη μόνο όταν μπορεί να κάνει κάτι και δεν το κάνει. Είναι συνένοχη μόνο όταν είναι πραγματικά κυρίαρχη και όχι συνταγματικά κυρίαρχη. Τέτοιες κοινωνίες δεν υπήρξαν στην πρόσφατη, τουλάχιστον, παγκόσμια ιστορία (με εξαίρεση συγκυριακά-μεταβατικά στάδια μετασχηματισμού) και όπου υπήρξαν κυρίαρχες κοινωνίες, χαρακτηρίστηκαν ως «πρωτόγονες» και «κατατροπώθηκαν» βίαια και νομοτελειακά.
Δεν γράφω ως εκπρόσωπος των μελών ενός κόμματος που σήμερα κυβερνά την χώρα. Δεν γράφω ως ιατρός, ως ένας λειτουργός του «υπευθυνότερου» επαγγέλματος από την «ίδρυση κοινωνιών του ανθρώπου». Δεν γράφω ως μέλος μίας, κατά το μάλλον ή ήττον, «μη συνένοχης» κοινωνίας. Δεν γράφω γι αυτούς «που δεν μπορούν ακόμη να μιλήσουν», τα παιδιά της κοινωνίας. Θα μιλήσουν όταν «έρθει η ώρα να μιλήσουν», εύχομαι ως μέλη «μιας οποιασδήποτε» αλλά πραγματικά κυρίαρχης κοινωνίας. Γράφω ως πολίτης που θέλει να είναι «μέρος της λύσης» και όχι «μέρος του προβλήματος». Δεν θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω κανέναν «υπεύθυνο» και καμία εμπλεκόμενη υπόσταση, ανθρώπινη ή/και θεσμική. Θα προσπαθήσω σεμνά, σεβόμενος τον ανθρώπινο πόνο των συγγενών και την δικαιολογημένη αγανάκτηση των πολιτών, να μιλήσω «γι αυτούς που μπορούν να μιλήσουν», γι αυτούς που «πρέπει και μπορούν» να αποφασίσουν για το παρόν και το μέλλον.
Το να στηλιτεύει κάποιος το ΕΣΥ έχει καταντήσει το πλέον κοινότυπο μενού στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το ΕΣΥ, έχει καταντήσει «σάκος του μποξ» εδώ και αρκετά χρόνια. Όχι άδικα. Η θεσμική του στασιμότητα, οι δομικές αποτυχίες του, οι πολιτικές παλινωδίες και συνάμα οι ανεπάρκειες των διαχειριστών και πρωταγωνιστών του, αποτελούν κακό σύμμαχο για έναν που προσπαθεί φιλότιμα να το υποστηρίξει. Η μεγαλύτερη καινοτομία της μεταπολίτευσης, που βελτίωσε σημαντικά το επίπεδο υγείας του ελληνικού λαού, απαξιώθηκε μεθοδικά και συμπιέζεται προς την κατάρρευση υπό το βάρος της αναποτελεσματικότητάς του και της εξοργιστικής αδυναμίας του, πολλές φορές, ν’ αντεπεξέλθει ακόμη και στα αυτονόητα. Οι διεθνείς αξιολογήσεις είναι καταθλιπτικά αρνητικές για το Σύστημα Υγείας, δηλαδή το σύνολο ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, της χώρας μας (δες σχήμα παρακάτω μία αξιολόγηση των ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας). Οι λόγοι είναι πολλοί. Δεν θα τους αναπτύξω εδώ. Άλλος είναι ο σκοπός της παρέμβασής μου. Ένα Σύστημα Υγείας είναι δυναμικό, πολύπλοκο σύνολο διεργασιών που οφείλει να υπηρετεί την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, δυστυχώς όμως, γίνεται απρόβλεπτο, ασαφές και αναποτελεσματικό όταν «εγκαταλείπεται» στα χέρια της καθημερινότητας και στα χέρια ανθρώπων που είτε «δεν καταλαβαίνουν», είτε «πληρώνονται για να μην καταλαβαίνουν». Ένα Σύστημα Υγείας είναι «καλό» όταν απολαμβάνει την εμπιστοσύνη και την ικανοποίηση των κύριων πρωταγωνιστών του. Πρωτίστως των πολιτών που υπηρετεί, των επαγγελματιών υγείας που εργάζεται γι αυτό τον σκοπό και της εκτελεστικής εξουσίας που μεταφράζει τις κοινωνικές ανάγκες και το κοινωνικό όραμα σε συγκεκριμένη αποδοτική διεργασία.
Εδώ και χρόνια βιώνουμε τον κύκλο των αντιφάσεων που δεν επιλύονται. Την αντίφαση η χώρα να έχει τους περισσότερους ιατρούς ανά μονάδα (π.χ. 1000 κατοίκων) πληθυσμού μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και πιθανώς του ΟΗΕ, αλλά να μην μπορεί να στελεχώσει με ιατρούς τα νοσοκομεία της, ιδίως αυτά της περιφέρειας, την αντίφαση να πληρώνουμε περισσότερα και να απολαμβάνουμε λιγότερα, την αντίφαση σε ένα Σύστημα Υγείας να υπάρχει καθολική κάλυψη από τον δημόσιο τομέα του ΕΣΥ αλλά οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας να είναι οι υψηλότερες ποσοστιαία στην Ευρώπη, την αντίφαση ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες είναι υψηλότατες οι κλάδοι υγείας των ασφαλιστικών ταμείων να είναι εξαιρετικά ελλειμματικοί. Μπορεί, όπως είχε πει ο δάσκαλος Marshall, «η κοινωνία να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα με ένα μίγμα αντινομιών και παραλόγου, χωρίς να πάθει δυσπεψία», όμως, η ελληνική κοινωνία έχει ήδη πάθει δυσπεψία από το Σύστημα Υγείας και τους παραλογισμούς του και χρειάζεται «θεραπεία» πριν υπάρξουν απρόβλεπτες και ανεπιθύμητες παρενέργειες.
Πρέπει, με άλλα λόγια, η ελληνική κοινωνία, που σήμερα καλείται να υποστηρίξει μία σειρά προσαρμογών και μεταρρυθμίσεων, να απαιτήσει και μία βιώσιμη λύση του ζητήματος της Υγείας. Για να γίνει αυτό η ελληνική κοινωνία υποχρεούται ν’ απαντήσει για τον εαυτό της. Δηλαδή, να πει τι ακριβώς οραματίζεται, τι θέλει, τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει για την Υγεία. Για παράδειγμα, θέλει α) «το κράτος να έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών και οι υπηρεσίες υγείας να παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, μέσα από ενιαίο και αποκεντρωμένο εθνικό σύστημα υγείας», ή θέλει β) «το κράτος να μεριμνά για την ίδρυση, λειτουργία, οργάνωση και εποπτεία των κατάλληλων φορέων προς εξασφάλιση της υγείας των πολιτών και το κράτος να εξασφαλίζει το δικαίωμα και την δυνατότητα στον πολίτη να επιλύσει προληπτικά ή θεραπευτικά το πρόβλημα της υγείας του, μέσα από διαδικασίες που διασφαλίζουν στο ακέραιο την ελεύθερη επιλογή και το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Μπορεί κάποιοι να τα διαβάζουν αυτά «ως θεωρίες χωρίς άμεσο πρακτικό αντίκρισμα». Μπορεί να είναι έτσι. Το άμεσο αποτέλεσμα εξαρτάται από άλλα πράγματα. Όμως «οι ιδέες» καθορίζουν τον προορισμό μας, το που θέλουμε να πάμε. Χωρίς σαφή προορισμό οι όποιες διαχειριστικές λύσεις απλά θα ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Θα είναι καράβι χωρίς πυξίδα που θα ταλαιπωρεί το πλήρωμα. Επομένως, η εξ αρχής θεμελίωση και αποσαφήνιση των στόχων μας είναι απαραίτητη. Δεν είναι «χάσιμο χρόνου». Η προσπάθεια αναστήλωσης ενός ετοιμόρροπου κτιρίου ίσως χρειαστεί αρκετά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το να κτιστεί ένα καινούργιο για τον ίδιο σκοπό.
Ακόμη και η βιωσιμότητα των επί μέρους λύσεων προφανώς έχει περισσότερες πιθανότητες να επιτευχθεί στα πλαίσια μίας λύσης «συστημικής», δηλαδή θεμελιακής, για το Σύστημα Υγείας (και όχι μόνο του ΕΣΥ που αποτελεί τον δημόσιο τομέα του ελληνικού συστήματος). Για παράδειγμα, η «λύση του Νοεμβρίου» για την πολύπαθη Παιδιατρική του Μαμάτσειου, αυτή με αποσπάσεις ιατρών που απέτυχε για λόγους πρακτικής συγκυρίας (έτσι θέλω να πιστεύω), ούτως ή άλλως θα ήταν προβληματική επειδή δεν εξασφάλιζε οποιαδήποτε βιωσιμότητα στο πρόβλημα παρά μόνο, αν εφαρμόζονταν στην πράξη, «χρόνο για την εξεύρεση μακροβιότερης λύσης» (βέβαια, ο χρόνος που θα είχαμε στην διάθεσή μας «προς διευθέτηση» του προβλήματος έχει ήδη παρέλθει άκαρπος). Επιπλέον, ακόμη κι αν «βρούμε» δύο και τρεις παιδιάτρους για την στελέχωση και λειτουργία της Παιδιατρικής, πράγμα που έχει συμβεί στο πρόσφατο παρελθόν, δεν μπορούμε σήμερα με την υπάρχουσα κατάσταση να εξασφαλίσουμε πως αυτοί θα παραμείνουν στις θέσεις τους και δεν θα αποχωρήσουν, όπως επίσης συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν. Δυστυχώς, οι «γρήγορες χειροπιαστές λύσεις», συνήθως είναι λύσεις που ανακυκλώνουν ή/και διογκώνουν, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, το πρόβλημα. Δεν αποκλείονται όμως ως «έκτακτες λύσεις» που κάποιος μπορεί να προτείνει ή/και να εφαρμόσει και φυσικά να έχει ένα αποτέλεσμα έστω περιορισμένου χρονικού ορίζοντα (αν έχει και θα κριθεί εξ αυτού). Αρκεί όταν καλείται εκ των πραγμάτων να βρει «έκτακτη λύση», να μπορεί ν’ αντιληφθεί τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του καθώς και όλες τις διαστάσεις του προβλήματος και όλες τις δυνατότητες ή/και τους περιορισμούς ενός γενικότερου πλαισίου.
Ο δρόμος φαντάζει δύσκολος και ίσως να είναι. Συνήθως δύσκολες είναι οι πρωταρχικές αποφάσεις και το αρχικό στάδιο για την εφαρμογή τους. Όμως, από την στιγμή που θα αποφασίσουμε πως «κάτι πρέπει να γίνει», τότε πρέπει με αποφασιστικότητα να προχωρήσουμε οπωσδήποτε προς την κατεύθυνση που «πρέπει και μπορεί να γίνει» αυτό που επιλέξαμε. Παραθέτω δύο πρόσφατες δηλώσεις, που δείχνουν πως υπάρχουν, πολλές φορές, δρόμοι, που επιλέγουν να πορευθούν συλλογικότητες και άτομα, με τόσα εμπόδια ώστε μπορεί να μην αρκεί η δράση ή/και η βούληση μιας μόνο γενεάς. Επίσης, ότι πολλά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα έχουν διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από το μονοδιάστατο φαινομενικά ζητούμενο που καλούνται να διευθετήσουν οι κοινωνίες και να ρυθμίσουν οι θεσμοί της: α) «Μετά από ένα αιώνα προσπαθειών, μετά από ένα χρόνο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, μετά από μία ιστορική ψήφο, η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας δεν είναι πλέον μία ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Είναι Νόμος της Πατρίδας» ο Πρόεδρος των ΗΠΑBarrack Obama, β) «Εργαστήκαμε και περιμέναμε γι αυτή τη στιγμή ένα αιώνα. Αυτό, φυσικά, ήταν ένα νομοσχέδιο για την Υγεία. Όμως, ήταν επίσης, ένα νομοσχέδιο για την Εργασία. Ήταν, επίσης, ένα νομοσχέδιο για την Οικονομική Ανάκαμψη. Ήταν νομοσχέδιο για την μείωση του Ελλείμματος. Ήταν νομοσχέδιο κατά των Διακρίσεων. Ήταν, ειλικρινά, ένα νομοσχέδιο Δικαιωμάτων», Επικεφαλής των Δημοκρατικών στην ΓερουσίαHarryM. Ried.
Ότι κι αν οραματίζεται, θέλει, πρέπει και μπορεί να δημιουργήσει για την Υγεία της η ελληνική κοινωνία, ακόμη κι αν τα εμπόδια είναι πολλά, υποχρεούται να κάνει μία νέα αρχή. Δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Η αρχή δεν πρέπει να είναι αποσπασματική, δηλαδή ν’ ασχολείται αποκλειστικά με τοπικές ή/και περιφερειακές λύσεις ή/και μερεμέτια. Η αρχή μπορεί, ως έναυσμα, ως «προσκλητήριο για δράση και απόφαση», να έχει έντονα τοπικά ή/και περιφερειακά χαρακτηριστικά. Τα αυτονόητα δεν είναι καλή αρχή, ακόμη και όταν αυτά δεν τηρούνται, καθώς υπακούουν στο νόμο των ελαχίστων. Επομένως ως έναυσμα, ως προσκλητήριο για δράση (θέλω να πιστεύω), η διαμαρτυρία «των πολιτών του διαδικτύου», στην Κοζάνη την Τετάρτη 31/3/2010, είναι πρωτοβουλία δημιουργική και αξιέπαινη. Εγώ θα «βγάλω τα λερωμένα ρούχα της καθημερινότητάς μου» και θα είμαι εκεί. Για να τιμήσω αυτό που γίνεται, γι αυτούς που γίνεται και αυτούς που πήραν την πρωτοβουλία, που το σκέφτηκαν και το υλοποιούν. Για να αισθανθώ την δύναμη των πράξεων. Για να θαυμάσω την πρωτοβουλία μίας εν δυνάμει κυρίαρχης κοινωνίας που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από πρωτοβουλίες των «εντολοδόχων της».
«Η αρχή δεν είναι μόνο το ήμισυ του παντός αλλά φθάνει έως το τέλος»
«Η αρχή εμπνέει τις πράξεις των ανθρώπων και παραμένει εμφανής όσο διαρκεί η πράξη»