ενέργειας, υπερπροσφορά ισχύος, ευέλικτες μονάδες στερεών ορυκτών καυσίμων και τεχνικά ικανών να συνεργάζονται με τις στοχαστικές ΑΠΕ, διασπορά και διαφοροποίηση των εισόδων φυσικού αερίου, έξυπνα συστήματα διαχείρισης των ηλεκτρικών δικτύων και βεβαίως, ακριβά δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Στο συγκεκριμένο μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής, τόσο οι λιγνίτες της Δυτικής Μακεδονίας όσο και αυτοί της Ευρώπης γενικότερα, διαφαίνεται να έχουν εξαιρετικά περιορισμένες προοπτικές ανταγωνισμού. Βεβαίως, το πρόβλημα δεν αφορά μόνον τη ΔΕΗ ή την Ευρώπη των «Μνημονίων» αλλά το σύνολο της παγκόσμιας ενεργειακής οικονομίας.
Μόνο στην Αμερική, από το 2010 έως σήμερα έχουν χαθεί 121.000 θέσεις εργασίας στα ορυχεία λιθάνθρακα και λιγνίτη, δεδομένου ότι έξι μεγάλες ΔΗΜΟΣΙΕΣ εταιρείες εξόρυξης άνθρακα: Walter Energy, James River, Patriot Coal, Alpha Natural Resources, Arch Coal και η Peabody Energy κατέθεσαν αιτήματα πτώχευσης. Στην Αυστραλία, ο ανθρακικός σταθμός Vale Point ισχύος 1300 MW και με κόστος κατασκευής 2 δις δολαρίων, πωλήθηκε τον Νοέμβριο του 2015 στην εξευτελιστική τιμή του 1 εκ. δολαρίων, με μοναδική υποχρέωση του νέου ιδιοκτήτη να αναλάβει το κόστος απόσυρσης (decommissioning) και να διατηρήσει την παραγωγή για τέσσερα χρόνια.
Η διαθεσιμότητα φθηνού φυσικού αερίου, η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, η έλλειψη ευελιξίας των ανθρακικών μονάδων και η μείωση της κατανάλωσης, θέτουν τους άνθρακες όλο και περισσότερο στο περιθώριο.
Χρησιμοποιώντας έναν οικείο όρο για τα δικά μας δεδομένα, η παγκόσμια ενεργειακή οικονομία έχει εισέλθει αμετάκλητα στη «Μεταλιγνιτική Εποχή». Προφανώς όχι επειδή εξαντλήθηκαν οι λιγνίτες και οι άνθρακες γενικότερα. Να μην ξεχνάμε ότι η Λίθινη Εποχή ολοκληρώθηκε και ξεπεράστηκε πολύ πριν εξαντληθούν οι πέτρες και τα λιθάρια επί Γής.
Όμως, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος.
Ας δούμε το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία ανακοίνωσε ότι μέχρι το 2025 θα μειώσει κατά 50% την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με βάση το λιγνίτη (Braunkohle). Το ίδιο περίπου σχεδιάζει να πράξει και η Ελλάδα, θέτοντας ως στόχο να διατηρήσει τη συμμετοχή του λιγνίτη στο εθνικό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής σε ποσοστό της τάξης του 35%.
Για το 2014 η γερμανική βιομηχανία λιγνίτη κατέγραψε συνολικό τζίρο 190 δις ευρώ, όσο δηλαδή το ΑΕΠ της Ελλάδας για την ίδια χρονιά και απασχόλησε άμεσα και έμμεσα 464 χιλιάδες εργαζόμενους στο συγκεκριμένο τομέα. Ουδείς πιστεύει πραγματικά ότι η Γερμανία θα απεμπολήσει αβασάνιστα έναν εγχώριο πλούτο αυτού του μεγέθους. Είναι πολλά τα λεφτά. Ακόμη και για τη Γερμανία.
Πριν από τρείς μήνες δεκάδες επιστήμονες από ολόκληρη τη Γερμανία συναντήθηκαν στο Ruhr, προκειμένου να εξετάσουν την προοπτική αξιοποίησης του λιγνίτη σε έξω-ηλεκτρικές χρήσεις. Παραγωγή συνθετικού φυσικού αερίου, παραγωγή καυσίμων κίνησης, υδρογόνου και γενικά, δεκάδες τελικά προϊόντα χρήσης και υψηλής προστιθέμενης αξίες πρώτες ύλες για τη βιομηχανία τέθηκαν στο τραπέζι.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η γερμανική RWE υπέγραψε συμβόλαιο με τη ρώσικη PSC TAIF-NK προκειμένου να παραδίδει στους Ρώσους 27.000 τόνους ενεργού άνθρακα (active coke) ετησίως, για επεξεργασία υπολειμμάτων πετρελαίου με στόχο την παραγωγή καυσίμων κίνησης Euro-5-Diesel. Η διπλωματία της Τεχνογνωσίας, σε αντιδιαστολή με τα δικά μας γραφικά «σούρτα-φέρτα» στη Μόσχα και στο… Λένινγκραντ. Επιπλέον, στον γερμανικό οδικό χάρτη Έρευνας και Ανάπτυξης με τον εμβληματικό τίτλο «Hightech-Strategie 2020» ο γερμανικός λιγνίτης βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των δυνητικών επενδύσεων, ως εγχώρια πρώτη ύλη.
Για τη Γερμανία, όπως και για πολλές χώρες, η Μεταλιγνιτική Εποχή δεν σημαίνει απαραίτητα καθολική απαξίωση του λιγνίτη. Αλλάζει η χρήση και η τεχνολογική στόχευση. Κεφαλαιοποιείται η Τεχνογνωσία και αξιοποιούνται επενδύσεις εκατοντάδων δις ευρώ. Δρομολογείται μια «γέφυρα» μετάβασης χιλιάδων λιγνιτωρύχων και των περιοχών τους σε μια νέα εποχή.
Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο όσο οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Εάν όμως η πανίσχυρη γερμανική χημική βιομηχανία αποφασίσει συντονισμένα να υποκαταστήσει με λιγνίτη τα 15 εκ. τόνους πετρελαίου που χρειάζεται ετησίως, οι τεχνολογικές εξελίξεις θα είναι ραγδαίες, ανοίγοντας μια νέα εποχή για τα στερεά ορυκτά καύσιμα.
Στην περίπτωση αυτή, στην περίπτωση δηλαδή που ανοίξει ο δρόμος για μια εναλλακτική χρήση των λιγνιτών σε παγκόσμιο επίπεδο, διακινδυνεύω μια πρόβλεψη. Εάν οι Ελληνικές Κυβερνήσεις απαξιώσουν βίαια, απερίσκεπτα και καθολικά τους ελληνικούς λιγνίτες, σε δέκα χρόνια από σήμερα θα εισάγουμε «λιγνιτικά» προϊόντα από τη Γερμανία, την Πολωνία και την Κίνα. Θα ήταν σαν να εισάγει η Ήπειρος τυρί φέτα, η Σάμος κρασί και η Κρήτη τσικουδιά. Δυστυχώς, τα πάντα είναι πιθανά για τη χώρα μας.
Επί του πρακτέου. Η Μεγάλη και Ισχυρή ΔΕΗ δεν ήταν και δεν είναι περιουσία και ευθύνη της Δυτικής Μακεδονίας. Περιουσία της Δυτικής Μακεδονίας είναι οι Λιγνίτες, τα Νερά, το απόθεμα τεχνογνωσίας, η συλλογική κουλτούρα συμβίωσης με βιομηχανίες μεγάλης κλίμακας και σαφέστατα οι χιλιάδες θέσεις εργασίας.Αυτά είναι τα κεκτημένα της περιοχής μας και αυτά οφείλουμε πρωτίστως να υπερασπισθούμε.
Τη Μεγάλη ΔΕΗ ας την υπερασπιστούν οι μέτοχοι. Είναι δική τους ευθύνη. Η Ισχυρή ΔΕΗ είναι ευθύνη της Διοίκησής της αν πραγματικά έχει την ευχέρεια των κινήσεων και βεβαίως της Κυβέρνησης αν ειλικρινά ξέρει τι θέλει.
Ξεκάθαροι ρόλοι, ξεκάθαρες ευθύνες, ξεκάθαρες απαιτήσεις, ξεκάθαροι σχεδιασμοί για τους Λιγνίτες, ξεκάθαρες προοπτικές για τον τόπο μας.
Και κάτι ακόμη. Η Ενέργεια ΔΕΝ είναι Δημόσιο Αγαθό.
Δημόσιο Αγαθό είναι για παράδειγμα ο ήχος του Καμπαναριού της Κοζάνης. Τον ακούν όλοι οι πολίτες που ζουν μόνιμα ή βρέθηκαν τυχαία στην Κοζάνη, ασχέτως αν είναι μαύροι, άσπροι, χριστιανοί, άθεοι, πρόσφυγες, φοροφυγάδες, απατεώνες ή έντιμοι (κριτήριο καθολικότητας-αδυναμία αποκλεισμού). Κανένας Κοζανίτης δεν απολαμβάνει ιδιαίτερο κέρδος ή όφελος από τον ήχο του Καμπαναριού σε βάρος συμπολίτη του (κριτήριο ισότητας πρόσβασης στο αγαθό) και το κυριότερο, ο ήχος του Καμπαναριού δεν επηρεάζεται από το μέγεθος της ζήτησης, δηλαδή από τον αριθμό των πολιτών που τον ακούν (κριτήριο μηδενικού οριακού κόστους αγαθού). Η Ενέργεια γενικότερα και ο λιγνίτης ειδικότερα, δεν πληρούν κανένα από τα παραπάνω κριτήρια.
Είναι σοφό να γνωρίζουμε για αυτά που μιλάμε. Είναι σοφότερο να μιλάμε για αυτά που γνωρίζουμε.
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός