Έντρομοι όλοι οι κάτοικοι βγήκαν στους δρόμους, καθώς είχαν ειδοποιηθεί ο ένας από τον άλλο πως το Δικαστικό Μέγαρο Κοζάνης πήρε φωτιά. Κραυγές, εκκλήσεις για βοήθεια, μέχρι και πυροβολισμοί για ξεσηκωμό, έφεραν μεγάλη αναστάτωση για κινητοποίηση στην πόλη. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό για να σταματήσει τις φλόγες. Η σπίθα, που είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα κατά το μέσο της νύχτας στο Δικαστικό Μέγαρο, ήταν δυστυχώς αρκετή για να αποτεφρώσει το πανέμορφο αυτό στολίδι της πόλης εντός μιάμισης ώρας.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά.
Προπαραμονές της 25ης Μαρτίου και μια μεγάλη πυρκαγιά έρχεται να συγκλονίσει τη μικρή κοινωνία της Κοζάνης και το πανελλήνιο. Το Δικαστικό Μέγαρο Κοζάνης παραδίνονταν στις φλόγες.
Οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν την πυρκαγιά ήταν οι διερχόμενοι εκείνη τη στιγμή κύριοι Ναούμ Ταρτάρας, Μιχάλης Πιτένης και Γεώργιος Οικονομόπουλος, οι οποίοι έσπευσαν αμέσως να ειδοποιήσουν τον πρωτοδίκη Κοζάνης, κύριο Αναγνωστόπουλο, το σπίτι του οποίου βρισκόταν παραπλεύρως των Δικαστηρίων. (Η τοποθεσία των τότε δικαστηρίων ήταν εκεί ακριβώς όπου βρίσκονται και σήμερα).
Εν τω μεταξύ άλλοι συμπολίτες μας, αντιλαμβανόμενοι την πυρκαγιά, ξεσήκωσαν τον καντηλανάφτη του Αγίου Νικολάου, ο οποίος με κωδωνοκρουσίες ειδοποίησε τάχιστα το λαό της Κοζάνης για την πυρκαγιά. Επί τόπου έσπευσαν οι αντλίες του Δήμου Κοζάνης, ο δήμαρχος Κοζάνης, κύριος Αστέριος Τέρπου, ο Νομάρχης Κοζάνης, κύριος Τούσης, ο διοικητής της χωροφυλακής και αντισυνταγματάρχης, κύριος Καλογερόπουλος, με συνοδεία όλων των αξιωματικών, ο πρόεδρος των Πρωτοδικών, κύριος Τετράδης, ο εισαγγελέας, κύριος Καούρης καθώς και οι πρωτοδίκες, κύριοι Αναγνωστόπουλος και Γαλανόπουλος, δύναμη της Χωροφυλακής και του Στρατού και χιλιάδες (χωρίς υπερβολή) λαού της Κοζάνης.
Παρόλα αυτά όμως, και μολονότι πραγματοποιήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια από μέρους των Πυροσβεστών, του Στρατού, της Χωροφυλακής και των πολιτών, η κατάσβεση της πυρκαγιάς δεν κατέστη δυνατή.
Μάρτυρες αναφέρουν πως το πυρ φάνηκε πρώτα από τη δυτική πλευρά του Μεγάρου (πίσω πλευρά των δικαστηρίων) και μεταδόθηκε με εκπληκτική ταχύτητα σε ολόκληρο το κτήριο. Τα χαρτικά των ερμαρίων και τα σανιδώματα των πατωμάτων έγιναν πανεύκολη λεία στις φλόγες. Οι ξύλινες σκάλες άρχισαν κι αυτές να καίγονται, να μεταδίδουν τη φωτιά από όροφο σε όροφο και στη συνέχεια να σωριάζονται, ενώ τα ελαιοχρωματισμένα παντζούρια και κουφώματα δυσχέραιναν ακόμα περισσότερο την κατάσβεση. Μέσα σε λίγα λεπτά η φωτιά βρέθηκε να καίει σχεδόν τα πάντα. Τα γραφεία και κυρίως τα αρχεία της Εισαγγελίας, του Πταισματοδικείου, του Ειρηνοδικείου, του Πρωτοδικείου, καθώς και τα γραφεία και τα αρχεία του Δικηγορικού Συλλόγου, βρέθηκαν στις φλόγες. Το πανέμορφο κτήριο της πόλης είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός.
(25η Μάρτιου 1939, το αποτεφρωθέν Δικαστικό Μέγαρο Κοζάνης. Φώτο Κυριάκος. (από δημοσίευμα της εφημερίδας Θεσσαλονίκης «Το Φως»)
Οι επόμενες ώρες ήταν ιδιαίτερα κρίσιμες και οι Αρχές της πόλης οργάνωσαν τις ενέργειές τους προς δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη ήταν να ξεκινήσουν άμεσα οι ανακρίσεις, ενώ η δεύτερη, εξίσου σημαντική, να διασωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα αρχεία. Ήδη κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς και αψηφώντας τον κίνδυνο, ο ανθυπασπιστής, κύριος Ιωάννης Κακαβάς εισήλθε στα γραφεία του φλεγόμενου κτηρίου και διέσωσε διάφορα αρχεία. Το ίδιο έπραξε και ο κύριος Δημήτριος Κίτσος, γενικός γραμματέας της Εισαγγελίας Κοζάνης, ο οποίος περιέσωσε όλο το γραφείο του και ειδικώς το βιβλίο του ποινικού μητρώου των ετών 1931-1939.
Από την επομένη άνδρες του εδώ Συντάγματος, υπό την εποπτεία βέβαια ανακριτή και αξιωματικών της Ασφάλειας, έκαναν άμεσα ανασκαφές στο αποτεφρωθέν μέγαρο για την ανεύρεση τυχόν καταπλακωμένων και μη κατεστραμμένων αρχείων, βιβλίων ή και άλλων φακέλων. Τις ανασκαφές διηύθυνε μηχανικός. Από το ισόγειο διεσώθησαν τα αρχεία του γραμματέως της Εισαγγελίας, του Αγρονομείου και ελάχιστα του Πταισματοδικείου και του Ειρηνοδικείου. Όσα αρχεία διεσώθησαν μεταφέρθηκαν παραπλεύρως στα γραφεία της Νομαρχίας. Ωστόσο, άφθονο χιόνι τη μεθεπόμενη ημέρα, εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου, επιτάχυνε τη φθορά στα δικαστικά έγγραφα που δεν είχαν προλάβει να μεταφερθούν στη Νομαρχία, και δυσχέραινε ακόμη περισσότερο το έργο της διάσωσής τους.
Αμέσως ξεκίνησαν και οι ανακρίσεις για την υπόθεση, των οποίων επιλήφθηκε ο τότε ανακριτής κύριος Γαλανόπουλος και ο εισαγγελέας κύριος Καούρης, οι οποίοι εγκατέστησαν το στρατηγείο τους στα γραφεία της Χωροφυλακής. Κλήθηκαν να καταθέσουν όλοι όσοι μπορούσαν να διαφωτίσουν την υπόθεση. Για τη θεωρία του εμπρησμού η ανάκριση δεν κατέληξε αμέσως σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ωστόσο, οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν και τα ανευρεθέντα στοιχεία εστάλησαν στην Αθήνα. Εξετάστηκαν όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι ως μάρτυρες, επίσης οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν την πυρκαγιά, καθώς και άλλοι. Τις επόμενες ώρες συνελήφθησαν δύο ύποπτοι των οποίων τα ονόματα δεν ανακοινώθηκαν. Οι συγκεκριμένοι, λίγες ημέρες αργότερα, αφέθηκαν ελεύθεροι λόγω έλλειψης στοιχείων.
Ως επείγουσα επίσης ενέργεια, κρίθηκε η εύρεση νέας στέγης για τη λειτουργία των δικαστηρίων. Η αντίδραση των υπηρεσιών ήταν άμεση. Μισθώθηκε νέο κτήριο, το οίκημα των αδελφών Χασάπη, πλησίον των παλαιών ΚΤΕΛ στη συμβολή των οδών Μ.Αλεξάνδρου με Παγούνη (απέναντι ακριβώς από το χρυσοχοείο του Νατσιού). Δύο ικανοποιητικές στο μέγεθος αίθουσες θα ήταν για τα επόμενα χρόνια ο τόπος εκδίκασης των δικαστικών διαφορών (ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκαν εκεί που τα ξέρουν οι περισσότεροι στη Νικολάου Χαλκιά, παλιά δικαστήρια). Με ανακοίνωσή του ο εισαγγελέας ανέφερε ότι δεν επρόκειτο να ματαιωθεί καμία δικάσιμος. Κατά πόσο βέβαια αυτό θα αποδεικνύονταν στην πράξη εφικτό με την απώλεια τόσων δικογραφιών, ήταν ένα άλλο ζήτημα.
Με δηλώσεις του ο εισαγγελέας, κύριος Σπένδος, ανέφερε χαρακτηριστικά: (το μεταφέρω στα νεοελληνικά): « Η είδηση της πυρκαγιάς του δικαστικού μεγάρου Κοζάνης, για την οποία ενημερώθηκα από την Αθήνα ευρισκόμενος με άδεια, με ελύπησε όσο θα με λυπούσε η πυρκαγιά της οικίας μου. Διέκοψα αμέσως την άδειά μου και φθάνοντας επιλήφθηκα των ανακρίσεων οι οποίες μέχρι στιγμής δεν κατόρθωσαν να φέρουν αίσιο τέλος. Όλα τα στοιχεία πείθουν ότι πρόκειται για εμπρησμό. Εγκληματική χειρ κατέστρεψε το μεγαλύτερο στολίδι της Κοζάνης. Όπως με διαβεβαίωσε ο ανθυπασπιστής της Καταδίωξης κύριος Καρακώστας, μόλις έφθασε επί τόπου αντιλήφθηκε κατά την ώρα της πυρκαγιάς στην πίσω πλευρά του δικαστηρίου, όπου βρίσκεται η αίθουσα των συνεδριάσεων του ειρηνοδικείου, ένα παράθυρο ανοιχτό, από το οποίο φαίνεται ότι ο εγκληματίας ή οι εγκληματίες εισήλθαν στο δικαστικό μέγαρο και, αφού ερράντισαν με εύφλεκτο υλικό το δάπεδο όλου του μεγάρου, έθεσαν πυρ και έφυγαν από το ίδιο το παράθυρο προς τους αγρούς.
Κατά τις σημερινές ανασκαφές εις τα ερείπια, (συνεχίζει ο κύριος Εισαγγελέας), ευρέθη ένα δοχείο, το οποίο όπως φαίνεται περιείχε εύφλεκτο υλικό. Θα εξετασθεί από ειδικούς για να βεβαιωθεί ποια ύλη περιείχε και ίσως αυτό το πειστήριο να μας οδηγήσει στο δρόμο της ανακάλυψης των δραστών. Επαναλαμβάνω ότι η καταστροφή του μεγάρου αυτού υπήρξε μεγάλο ατύχημα για την Κοζάνη αλλά είμαι βέβαιος ότι εντός ολίγου χρονικού διαστήματος και χάρη στο εξαιρετικό ενδιαφέρον που επέδειξε η Εθνική Κυβέρνηση και ο Νομάρχης κύριος Τσούσης, θα αποκτήσει εκ νέου το μεγαλοπρεπές δικαστικό της μέγαρο. Σας παρακαλώ να εξάρετε την αυτοθυσία όλων των οργάνων της Χωροφυλακής και ιδιαιτέρως του ανθυπασπιστού κυρίου Ιωάννη Κακαβά, ο οποίος αψηφώντας τον κίνδυνο εισήλθε στα γραφεία του φλεγόμενου κτηρίου και έσωσε διάφορα αρχεία. Επίσης να εξάρετε την αυτοθυσία του γενικού γραμματέως της Εισαγγελίας κυρίου Δημήτριου Κίτσου, ο οποίος περιέσωσε όλο το γραφείο του και ειδικώς το βιβλίο του ποινικού μητρώου των ετών 1931-1939».
Ο Εισαγγελέας διαβεβαίωσε τέλος ότι εντός του Απριλίου (σ.σ.του 1939) το δικαστήριο θα είχε την πρώτη του συνεδρίαση. Ήδη διατάχθηκε από τον ίδιο ο ανασχηματισμός των δικογραφιών των μεγαλύτερων και σοβαρότερων υποθέσεων, με τους ανώτερους δικαστικούς υπαλλήλους να εργάζονται στα γραφεία της Νομαρχίας μέχρις ότου να ετοιμαστεί το νέο ενοικιασθέν δικαστικό οίκημα.
Κλείνοντας, θα θεωρούσα ελλιπή την παρούσα δημοσίευση αν δεν τη συμπλήρωνα με όσα στοιχεία βρήκα για το μεγαλοπρεπές, πλην όμως ατυχές, αυτό κτήριο. Και λέω ατυχές γιατί έχουν και τα άψυχα τη μοίρα τους, όπως οι άνθρωποι. Δύο λόγια λοιπόν.
Το πραγματικά εντυπωσιακό αυτό κτήριο, ευπρόσωπο, ρυθμικό και μεγαλοπρεπές, προοριζόταν να γίνει Οθωμανική Θρησκευτική Σχολή, Μεντρεσές στην τουρκική. Τα θεμέλιά του μπήκαν το 1907 με σχέδια τα οποία καταρτήθηκαν και εκπονήθηκαν από αξιωματικούς του Οθωμανικού Μηχανικού. Αποπερατώθηκε λίγο πριν την έναρξη του πρώτου βαλκανικού πολέμου το 1912 και την απελευθέρωση της Κοζάνης. Ήταν μεγαλοπρεπέστατο, με 25 γραφεία και δύο μεγάλες αίθουσες συνεδριάσεων. Το κόστος ανέγερσής του, το οποίο ήταν πολλές χιλιάδες χρυσές οθωμανικές λίρες, υπολογίστηκε σε 10 εκατομμύρια δραχμές, ποσό τεράστιο για την εποχή. Είχαν προηγηθεί επίμονες ενέργειες από τη μεριά των Οθωμανικών Αρχών της περιοχής για ίδρυση τεμένους και τζαμιού στην Κοζάνη, οι οποίες όμως δεν επέδωσαν. Έτσι, προς ικανοποίηση των ανωτέρω αποφασίστηκε η ίδρυση Οθωμανικής Σχολής.
Για την ιστορία, την περίοδο αυτή αποπερατώθηκαν και άλλα κτήρια από το Μηχανικό του Οθωμανικού Στρατού, όπως το Διοικητήριο, παραπλεύρως των Δικαστηρίων, το οποίο προοριζόταν για σχολείο των παιδιών των Οθωμανών αξιωματικών και υπαλλήλων, το οποίο επίσης δεν πρόλαβε να λειτουργήσει ως οθωμανικό αλλά ως το ελληνικό Διοικητήριο της περιοχής μετά την απελευθέρωση της Κοζάνης. Άλλα δύο μεγάλα κτήρια έρχονται να συμπληρώσουν την αρχιτεκτονική οθωμανική τετραλογία στην Κοζάνη. Αυτά ήταν το Αρχηγείο του Οθωμανικού Στρατού και το Οθωμανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, κτήρια τα οποία παρέλαβε σχεδόν έτοιμα και με τέλεια οργάνωση ο Ελληνικός Στρατός, λειτουργώντας τα αντίστοιχα το πρώτο ως το ιστορικό Αρχηγείο του Αʹ Σώματος Στρατού και το δεύτερο ως το Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Όλα αυτά τα έργα αποδεικνύουν πως ο κεντρικός σχεδιασμός των Οθωμανών μόνο να φύγουν από την περιοχή δεν υπολόγιζε.
Ας επανέλθουμε όμως στο Δικαστικό Μέγαρο Κοζάνης. Το κτήριο είχε πέσει στόχος εμπρηστών άλλες δύο φορές αλλά δίχως σοβαρό αποτέλεσμα καθώς είχε γίνει εγκαίρως αντιληπτή η πράξη. Η τρίτη όμως αυτή απόπειρα έμελλε να είναι και η φαρμακερή, με το δυσάρεστο, να μεταβάλει εντός μιάμισης ώρας το μεγαλοπρεπές αυτό κτήριο σε ένα σωρό μαύρων ερειπίων. Οι ζημιές κρίθηκαν ανυπολόγιστες. Μόνο τα ντουβάρια έμειναν. Για πολλές δεκαετίες παρέμενε σαν καμένο κουφάρι στην περιοχή, θυμίζοντας παλιές εποχές δόξας που πρόλαβε έστω και για λίγο να ζήσει. Οι πολύ παλιοί μπορεί και να το θυμούνται από τη βόλτα τους που έκαναν στο δρόμο αυτό, συνήθως την άνοιξη. Τελικώς αποφασίστηκε να κατεδαφιστεί, καθώς το κόστος ανακατασκευής του κρινόταν απαγορευτικό. Στη θέση του χτίστηκε αρκετά αργότερα το νέο Δικαστικό Μέγαρο.
Δεν γνωρίζω περαιτέρω για την εξέλιξη της ανάκρισης και τα αποτελέσματα αυτής. Τα στοιχεία μου μέχρι στιγμής φτάνουν ως εδώ. Επιφυλάσσομαι ωστόσο στο μέλλον με τη διαρκή αρχειακή μου αναζήτηση να εμπλουτίσω με επιπλέον στοιχεία την παρούσα δημοσίευση.