Η ακμή της αντανακλά στα μακεδονικά αρχοντικά, στις δημοκρατικές μορφές αυτοοργάνωσης (δημογεροντία), στις πρωτοπόρες εργασιακές ενώσεις (ισνάφια), στα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Σχολή της Κοζάνης), στους καινοτόμους πατριωτικούς- πολιτιστικούς συλλόγους (Πανδώρα, 1902).
Η πρόοδός της όμως κυρίως διαπερνά τη μακραίωνη ιστορία της Βιβλιοθήκης της, που ιδρυμένη ως Σχολική, 17ος αι., έγινε Αναγνωστήριο, Οίκος Βελτιώσεως, 1813, Δημοτική Βιβλιοθήκη, 1923 και τέλος Κοβεντάρειος Δημ. Βιβλιοθήκη, 1963.
Αυτή η πνευματική κυψέλη συνθέτει με τη διάχυση των ιδεών της το αόρατο νήμα που συνδέει τους φτωχούς αναλφάβητους εργάτες κι αγρότες με τους προύχοντες, που συνδέει τον Μακεδονικό Αγώνα,1904, με την Αναστάσιμη Ημέρα της Απελευθέρωσης από τους Τούρκους, 1912, την Εθνική Αντίσταση , 1941-1944, με τους αγώνες για τη Δημοκρατία, 1967-1974.
Εμπλουτισμένη με σπάνια βιβλία, χειρόγραφα και κειμήλια, δωρεές εμπόρων, διανοούμενων, αγωνιστών και ιεραρχών γίνεται δική μας, γίνεται των Κοζανιτών, όπως τα άλλα δικά μας, το καμπαναριό κι ο Άι- Νικόλας. Συγκαταλέγεται στα «θ΄κα» μας, στα δικά μας, στα κοινά δηλαδή. Σε αυτά που δεν τα ξέρουμε όλοι με ακρίβεια, μας ανήκουν όμως και τα προστατεύουμε ως ένα πολύτιμο προσωπικό απόκτημα αλλά και συλλογικό ταυτοχρόνως.
Ως πηγή των ανθρωπιστικών αξιών, πηγή του Διαφωτισμού, καλλιέργησε τις ιδέες της φιλοπατρίας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ευεργεσίας. Διαμόρφωσε ανήσυχους αναγνώστες και έντιμους επιστήμονες, τροφοδότησε παθιασμένους ερευνητές, που έγιναν οι πρεσβευτές της κι οι πραγματικοί της φίλοι.
Στεγασμένη σχεδόν σε ακατάλληλα κτήρια, είχε την τύχη να υπηρετηθεί από ανθρώπους ταγμένους στην αποστολή της, οι οποίοι κατάφεραν να αναγνωριστεί ως πνευματικό αγκωνάρι του τόπου και της χώρας.
Η αναγνώριση της αξίας της από την Δημοτική Αρχή επί Π. Κουκουλόπουλου κι η συνεπής συνέχιση από τις επόμενες Αρχές, της χάρισε ένα κτήριο περίβλεπτο, τουλάχιστον μεγαλοπρεπές, που διασφαλίζει την ανάπτυξη των βιβλίων και των θησαυρών της, τη συντήρησή τους, τη διάσωσή τους ανά τους αιώνες και την ελεύθερη πρόσβαση στον κληρονομημένο πλούτο, με τη χρήση της τεχνολογίας.
Η στέγαση όμως κι οι τεχνικοί τρόποι (ψηφιοποίηση κ.τ.λ.) είναι τα μέσα για την αναβάπτιση στον ίδιο συσσωρευμένο θησαυρό, τόσο παλιό και ταυτοχρόνως τόσο νέο, αφού οι αξίες του ανθρωπισμού είναι επίκαιρες και αναγκαίες όσο ποτέ.
Σε αυτό το παλιό και νέο προέχει η αναδίφηση κι αναβάπτιση της τοπικής κοινωνίας, ούτως ώστε η δική μας πρόοδος σταδιακά να συνδεθεί με την παγκόσμια αναζήτηση
Το forum ιδεών, διοργάνωση της Διοίκησης και του προσωπικού, που τους έλαχε να υπηρετήσουν αυτή την πολιτιστική τομή, αποτελεί μια πετυχημένη αφετηρία.
Το όλο εγχείρημα όμως διεξάγεται σε μέρες δημοκρατίας τραυματισμένης, σε μια ταραγμένη πολιτικά, οικονομικά και ηθικά περίοδο στην οποία η άμβλυνση του διχαστικού λόγου κι οι ενέργειες των δρώντων πολιτών αργά ή γρήγορα θα δώσουν λύση.
Στις μέρες μας η επίτευξη της οικονομικής της βιωσιμότητας στηριζόμενη στο αρχικό όραμα, στην αντίληψη της δικής μας υπόθεσης, στην ευρηματικότητά της, στη σύνδεσή της με διεθνείς φορείς θα ανατρέψει την αντίληψη του αδύνατου.
Στις μέρες μας, η εστίασή της στις χειμαζόμενες ομάδες του πληθυσμού, με την προσφορά ακόμα και ημερήσιας φιλοξενίας για τον παγερό χειμώνα, κατά το παράδειγμα της βιβλιοθήκης της Βέροιας, θα αποτελέσει μια ακόμα απόδειξη της προοδευτικότητάς, της δυνατότητάς της να συνομιλεί με τις ανάγκες των καιρών.
Με αυτή την οπτική, η δική μας κιβωτός πολιτισμού θα γίνει ο καταλύτης στην τοπική κοινωνία, για να ξαναγίνουν οι νέοι νέοι, να γίνουν οι δημόσιες σχέσεις ανθρώπινες, οι γειτνιάζοντες γείτονες, οι ιδιώτες πολίτες και να προκόψει ο τόπος.
Το δικό μας «κοινό» θα διαμορφώσει τον «ξυνόν» κατά τη δωρική διάλεκτο, τον κοινό λόγο για όσα μας ενώνουν και θα σμιλέψει την ξεχωριστή μας ταυτότητα ως εμπλουτισμό του ελληνικού και του παγκόσμιου πολιτισμού.
Τάσα Σιόμου
ΥΓ: Εκ μέρους των πολιτών, οι οποίοι της οφείλουμε…