Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τετάρτη, 17 Μαϊος 2017 19:58

7 χρόνια Μνημόνια, 7 προτάσεις για έξοδο της χώρας στις αγορές

Επτά χρόνια συμπληρώθηκαν από την υπαγωγή της χώρας μας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας, ο οποίος αργότερα έδωσε τη θέση του στον, προσωρινό αρχικά (EFSF) και μόνιμο στη συνέχεια, Ευρωπαϊκό Μηχανισμό

Σταθερότητας (ESM). Πέντε διαφορετικές κυβερνήσεις, έξι διαφορετικοί Πρωθυπουργοί και τρία Μνημόνια ενώ υπογράφεται, προτού καλά-καλά στεγνώσει η μελάνη του τρέχοντος, και Τέταρτο κατά σειρά Μνημόνιο. Η οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας είναι μια σύνθετη κρίση χρέους, την οποία πυροδότησε η χρεοκοπία του δημοσίου τομέα. Την κρίση αυτή επέτειναν σε μεγαλύτερο βαθμό οι υφιστάμενες θεσμικές στρεβλώσεις στην Ελλάδα και σε μικρότερο οι θεσμικές ατέλειες της Ευρωζώνης. Ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις χώρες της ζώνης του Ευρώ που μπήκαν σε προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής κατόρθωσαν πολύ γρήγορα να βγουν στις αγορές ομολόγων διανύοντας πια μια περίοδο ανάπτυξης, εμείς πασχίζουμε ακόμη. Γιατί;

Πρώτα ας δούμε γιατί πρέπει να βγούμε. Ο μοναδικός τρόπος, σήμερα, χρηματοδότησης ενός ανεπτυγμένου κράτους είναι οι αγορές ομολόγων. Από αυτές ένα ανεπτυγμένο κράτος μπορεί να αντλήσει κεφάλαιά του με πολύ χαμηλά επιτόκια, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα ελλείμματά του και εξυπηρετήσει τα χρέη του. Από τις αγορές αυτές αποκοπήκαμε και σ’ αυτές πρέπει να επιστρέψουμε. Παρά τα όσα ψέματα ειπώθηκαν διαχρονικά, από τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις που στη συνέχεια έγιναν κυβερνήσεις, δεν έχει σημασία το ύψος του χρέους μας, αλλά η ικανότητά μας να το εξυπηρετούμε μακροπρόθεσμα. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα είχε ένα υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο εξυπηρετούσε όσο είχε την εύνοια των αγορών. Όμως εξαιτίας εσφαλμένων δημοσιονομικών πολιτικών που ακολούθησε, οδηγήθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας καθώς εκείνη την περίοδο δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της.

Η χώρα μας, εξαιτίας των υψηλών ελλειμμάτων που εξακολουθούσε να εμφανίζει από το 2007, υποχρεώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο του 2009 να λάβει μέτρα, στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος σύμφωνα με το τότε Άρθρο 104 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα μέτρα αυτά όμως η τότε κυβέρνηση δεν τα εφάρμοσε και αντί αυτού συνέχισε να δανείζεται ακόμη περισσότερο συνεχίζοντας ταυτόχρονα την άσκηση μιας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες. Η καθυστέρηση λήψης μέτρων (εξαιτίας των Ευρωεκλογών) και παρουσίασης ενός αξιόπιστου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, οδήγησε σε μια οριακή κατάσταση με αποτέλεσμα να απαιτούνταν πια υπερβολικά μεγαλύτερες παρεμβάσεις. Γι’ αυτό και οδηγηθήκαμε στις εκλογές του 2009.

Προκειμένου να μείνουμε στην Ευρωζώνη, και μάλιστα στην αρχή μιας αβέβαιης οικονομικά περιόδου για όλη την Ευρώπη αλλά και τον ανεπτυγμένο κόσμο, έπρεπε να προσφύγουμε σε δημόσιο δανεισμό καθώς η στρόφιγγα του ιδιωτικού δανεισμού, τον οποίο απολαμβάναμε όλα τα προηγούμενα χρόνια, έκλεισε ερμητικά και αιφνιδιαστικά κατόπιν των αλλεπάλληλων υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής μας ικανότητας από τους μεγαλύτερους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.  

Εν απουσία ενός μηχανισμού στήριξης οικονομιών της ζώνης του Ευρώ σε κρίση, η χώρα μας έπρεπε να αφεθεί να πτωχεύσει σύμφωνα με το Άρθρο 125 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πέραν των συνεπειών που θα είχε για την Ελλάδα και τους πολίτες της, θα δημιουργούσε πρόβλημα όχι μόνο στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρωζώνης αλλά και του ανεπτυγμένου κόσμου γενικότερα (όπως ανέφερε ενώπιον του Κογκρέσου ο Αμερικανός κεντρικός τραπεζίτης), καθώς θα καταρρίπτονταν η παραδοχή βάσει της οποίας δανείζουν οι επενδυτές τα ανεπτυγμένα κράτη: πως τα τελευταία δεν πτωχεύουν. Προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος μετάπτωσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική, αποφασίστηκε τελικά (και εφόσον ξεπεράστηκε μια σειρά προβλημάτων- νομικών και πολιτικών) να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός στήριξης της Ελληνικής οικονομίας με τη συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, καθώς και των υπολοίπων κρατών-μελών της ζώνης του Ευρώ. Καθώς οι κυβερνήσεις της Ελλάδος δεν είχαν φροντίσει από την είσοδό μας στην Ευρωζώνη να αντιδράσουν δημοσιονομικά και να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας, ήταν βέβαιο πως το τίμημα που θα πλήρωνε ο Ελληνικός λαός θα ήταν υψηλό. Υπερβολικά χαμηλότερο όμως από εκείνο που θα πλήρωνε εφόσον η χώρα πήγαινε σε άτακτη χρεοκοπία και εφαρμοζόταν μέχρι τέλους οι συνέπειες του Άρθρου 126, παρ. 11 ΣΛΕΕ.

Η πολιτικές που ακολουθούνται σε ανάλογες περιπτώσεις (χρεοκοπίας του δημοσίου), είναι αυτές της προσαρμογής του πρωτογενούς ελλείμματος στις απαιτήσεις χρηματοδότησης του χρέους μέσω της εφαρμογής πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης. Οι ανωτέρω πολιτικές αποτελούν μια συντηρητική διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης, αποτελώντας τον μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης στις περιπτώσεις απώλειας νομισματικής ανεξαρτησίας και ανυπαρξίας ενός μηχανισμού ρευστότητας ύστατης προσφυγής.

Στο διάστημα αυτό που διανύσαμε τα τελευταία 7 χρόνια, οι μηχανισμοί ρευστότητας έγιναν, η χώρα μας προσέφυγε σε δημόσιο δανεισμό, ενώ κατά την περίοδο που οι δανειστές μας, θα αναλάμβαναν τις υποχρεώσεις μας, εμείς θα έπρεπε να προσαρμόσουμε την οικονομία μας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούμε μόνοι μας πια να εξυπηρετούμε τις υποχρεώσεις μας. Τι κάναμε τα 7 αυτά χρόνια;

Η χρηματοδότηση του προγράμματός μας τα τελευταία 7 χρόνια γίνεται Α) από την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των δαπανών, Β) από τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα και Γ) από τις παρεμβάσεις που έγιναν στο χρέος μας (PSI), όπως φαίνεται παρακάτω στο Σχήμα 1.

Σχήμα 1. Η εξίσωση χρηματοδότησης των προγραμμάτων μας

Ενώ η εξυπηρέτηση των δανείων μας (Σχήμα 2), συμφωνήθηκε να χρηματοδοτηθεί από το πλεόνασμα (στα δύο πρώτα προγράμματα) και από το συνδυασμό πλεονάσματος και αποκρατικοποιήσεων στο τελευταίο (καθώς οι αποκρατικοποιήσεις δεν είχαν προχωρήσει καθόλου από το 2010). Οι αποκρατικοποιήσεις στοχεύουν στο να αυξηθούν τα έσοδα με ανάλογη μείωση της φορολογίας, με στόχο να ενισχυθεί η ανάπτυξη.

Σχήμα 2. Η αρχιτεκτονική εξυπηρέτησης των δανειακών μας υποχρεώσεων

Στο μεταξύ, και επειδή η χώρα μας είχε απωλέσει την ανταγωνιστικότητά της, πράγμα που επιδείνωσε τις εξαγωγές (κάθε είδους αγαθών ή υπηρεσιών), καθώς κι επειδή η οικονομία της βασιζόταν στην αγορά κατοικίας και όχι στις παραγωγικές επενδύσεις, το Ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης δεν μπορούσε πια να είναι διατηρήσιμο, έπειτα από την καθίζηση της οικοδομικής δραστηριότητας (σε αντίθεση με ένα μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται σε παραγωγικές επενδύσεις). Σε συνδυασμό με έναν αναποτελεσματικό και ακριβό (αλλά όχι σχετικά μεγάλο) δημόσιο τομέα, η παραγωγική βάση καθηλώθηκε. Αυτό είχε ως συνέπεια η Ελληνική οικονομία να είναι η μοναδική, από τις υπόλοιπες τέσσερις της Ευρωζώνης που εξήλθαν επιτυχώς από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, που εξακολουθεί να μην μπορεί να βγει από την κρίση. Πως μπορεί λοιπόν να πάρει μπροστά η οικονομία και να βγει η χώρα στις αγορές

Τα τελευταία 7 χρόνια που παρακολουθώ στενά τα ζητήματα του Μνημονίου, κατέληξα σε κάποια συμπεράσματα τα οποία παραθέτω εδώ μαζί με 7 προτάσεις για την έξοδο της χώρας μας στις αγορές ομολόγων των ανεπτυγμένων κρατών, τον μοναδικό τρόπο χρηματοδότησης ενός ανεπτυγμένου κράτους σήμερα.

Συμπέρασμα πρώτο: Η Ελληνική κρίση χρέους ήταν η γενεσιουργός αιτία της κρίσης, η οποία σε συνδυασμό με τον υψηλό δανεισμό και το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, έγιναν η θηλεία που θα μας έπνιγε. Η ευθύνη για τα μεγέθη αυτά ανήκει σχεδόν εξ’ ολοκλήρους στις κυβερνήσεις της περιόδου 2007-2009.

Συμπέρασμα δεύτερο: Η χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου παρέσυρε με τη σειρά της τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος κλήθηκε να πληρώσει τις εσφαλμένες αυτές δημοσιονομικές πολιτικές. Η ευθύνη του μεγέθους της μετάπτωσης της κρίσης στον ιδιωτικό τομέα ανήκει στις κυβερνήσεις της περιόδου 2009-2017. Και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ.

Συμπέρασμα τρίτο: Η δυστοκία μεταρρυθμίσεων ευθύνεται, μεταξύ άλλων, για την μη ανακτηθείσα μέχρι σήμερα ανταγωνιστικότητά μας. Ευθύνες για την κατάσταση αυτή έχουν και οι δανειστές στο μέτρο που δεχόταν το κλείσιμο αξιολογήσεων δίχως την εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Από την πλευρά των δανειστών, και λόγω της πραγματικής διάστασης της κατάστασης, δεν δόθηκε πολύ σημασία στην ποιότητα, την εγκυρότητα και το εύρος των μεταρρυθμίσεων όσο στην αγωνία τους να εξασφαλίσουν τις αποπληρωμές των δανεικών.

Συμπέρασμα τέταρτο: Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις πορεύτηκαν με ψέματα, άλλες με αυταπάτες (όπως ομολογούν), με αποτέλεσμα ο Ελληνικός λαός να έχει κουραστεί ψυχολογικά καθώς αφενός ποτέ δεν έχει ενημερωθεί σωστά από τις κυβερνήσεις για την πραγματική κατάσταση, και αφετέρου να έχει σχηματίσει μια διαστρεβλωμένη γνώμη ταυτίζοντας την ανέχεια που βιώνει σήμερα με την παραμονή μας στην Ευρωζώνη. Σ’ αυτό συνέβαλλαν και τα Μ.Μ.Ε. δημιουργώντας μια εχθρική εικόνα για τους δανειστές, από τους οποίους στηριζόμαστε για να βγούμε στις αγορές. Διότι τις αγορές έχουμε απέναντί μας, κι όχι τους δανειστές, όπως και πάλι κάποιοι ομολογούν στο Κοινοβούλιο.

Συμπέρασμα πέμπτο: Στις κρισιμότερες εποχές που διανύει η χώρα, η στελέχωση νευραλγικών θέσεων στη δημόσια διοίκηση και στα κέντρα σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής, έγινε από τους πλέον άσχετους ανθρώπους για λόγους καθαρά κομματικούς. Μάλιστα αυτό νομιμοποιήθηκε και από το εκλογικό σώμα, καθώς αναδείκνυε εκπροσώπους οι οποίοι σύντομα το εξαπάτησαν. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση η κυβέρνηση του πρώτου μισού του 2015.

Συμπέρασμα έκτο: Η αρχική παραδοχή πως η Ελλάδα δεν έπρεπε να αφεθεί να πτωχεύσει, αναγνωρίστηκε από τους δανειστές, αλλά και τους πολέμιούς της, οι οποίοι όμως τώρα διαμορφώνουν την άποψη πως η υφιστάμενη κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο και πως η χώρα μας θα πρέπει να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν επ’ αυτού, όπως η πρόταση του ΔΝΤ του περασμένου Ιουνίου με την οποία προτείνεται ένα μορατόριουμ αποπληρωμής των δανεικών μας σε βάθος 40 χρόνων, παρέμβαση η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί ενόσω βρισκόμαστε στην Ευρωζώνη.

Συμπέρασμα έβδομο: Κατόπιν της νέας στρατηγικής Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης την οποία σχεδιάζουν οι ισχυρότερες χώρες της Ε.Ε. με πρωτεργάτη τη Γερμανία, και την οποία στρατηγική θα κληθεί ο Ευρωπαϊκός λαός να νομιμοποιήσει στις Ευρωεκλογές του 2019, φαίνεται πως ίσως είναι η τελευταία χρονιά που η χώρα μας είναι μέλος της Ευρωζώνης. Την υποψία μου αυτή ενισχύει και προχθεσινό δημοσίευμα της Handelsblatt (βλ. εδώ: https://global.handelsblatt.com/finance/greeces-creditors-propose-debt-swap-760075?utm_source=facebook&utm_medium=social&utm_campaign=post) σύμφωνα με το οποίο σχεδιάζεται η εξαγορά του δανείου μας (από τα αδιάθετα κεφάλαια) που αφορά το ΔΝΤ από τον ESM, με το πρώτο να σκέφτεται να συμμετάσχει στο πρόγραμμά μας μόνο για ένα έτος! Με απλά λόγια δεν μας εμπιστεύονται πλέον και μας δανείζουν με καθεστώς εντόκων γραμματίων.

Μπορεί να ανακοπεί η πορεία αυτή; Ανάλογα με το πόσο αισιόδοξος ή απαισιόδοξος είναι κανείς, μπορεί να δώσει και την ανάλογη απάντηση. Παρακάτω παραθέτω 7 προτάσεις που συνδυαστικά, και υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να μας βγάλουν στις αγορές, εφόσον βέβαια δεν εφαρμοστεί ως τότε η νέα στρατηγική της Ε.Ε. η οποία μας θέλει σε μια χαμηλότερη ταχύτητα στο περιθώριο της Ένωσης και εκτός Ευρωζώνης.

Πρόταση πρώτη: Άμεση έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων σε κάθε τομέα της οικονομίας στον οποίο δραστηριοποιείται το δημόσιο. Με εξαίρεση ένα μέρος των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων (αρκεί να αντιληφθούμε πως χώρες όπως οι ΗΠΑ βασίζουν την εθνική τους ασφάλεια από δορυφορικά συστήματα που ανήκουν σε ιδιώτες με τους οποίους έχουν συνάψει συμβόλαια που εξασφαλίζουν αυτή την απρόσκοπτη παροχή των τόσο ευαίσθητων υπηρεσιών!), του συστήματος υγείας και πρόνοιας, όπως και της εκπαίδευσης, όλοι οι υπόλοιποι τομείς πρέπει να τύχουν πλήρους και άμεσης ιδιωτικοποίησης. Όλοι ανεξαιρέτως. Η μορφή που μπορεί να λάβει η ιδιωτικοποίηση ποικίλει καθώς μπορούν να αναζητηθούν οι καλύτερες λύσεις, βάσει διεθνών πρακτικών, για την εκάστοτε περίπτωση (π.χ. μπορεί να επιλεγεί η παραχώρηση, η πώληση κτλ). Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι ο μοναδικός τρόπος για α) να εισρεύσουν χρήματα στα ταμεία, β) να πάψει το ελληνικό δημόσιο να δαπανά χρήματα για τη συντήρηση ζημιογόνων επιχειρήσεων, γ) να γίνουν πιο ανταγωνιστικές οι τελευταίες, καθώς τα στρατηγικά σχέδια των διευθύνσεών τους θα εξυπηρετούν τις επιχειρήσεις και όχι τα κομματικά ρουσφέτια και τέλος δ) το σπάσιμο των μονοπωλίων, όπως έχει δείξει η ιστορία του ανεπτυγμένου κόσμου συμβάλλει στη μείωση των τιμών και στην αύξηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Οι ιδιωτικοποιήσεις θα αυξήσουν τα έσοδα και όπως μπορείτε να διαπιστώσετε από το Σχήμα 2 που παρέθεσα παραπάνω, θα βοηθήσουν τη μείωση της φορολογίας στο μίγμα του πλεονάσματος, συνεισφέροντας παράλληλα αποδοτικότερα στην εξυπηρέτηση του χρέους (σκεφθείτε πόσο μπορεί να συνεισφέρει η αύξηση της κίτρινης στήλης στο διάγραμμα χρέους), πράγμα που θα το καταστήσει βιώσιμο, πράγμα που θα μας βοηθήσει στην ανάκτηση της πιστοληπτικής μας ικανότητας, προϋπόθεση για την έξοδό μας στις αγορές.

Πρόταση δεύτερη: Η καρδιά του Τρίτου Μνημονίου, κάτι που άργησαν πολύ να αντιληφθούν ακόμη κι αυτοί που υπέγραψαν το τρέχον Μνημόνιο, είναι το Υπερ-Ταμείο. Όπως γίνεται αντιληπτό (για όσους παρακολουθείτε πιο στενά αυτά τα ζητήματα, αναφέρω εδώ πως ακόμη και για την μελλοντική ελάφρυνση του χρέους, δεν μας χαρίζουν τίποτα καθώς πάλι εμείς θα το χρηματοδοτήσουμε! από πόρους που δυνητικά είχαν προ-υπολογίσει για μας αλλά δεν μας έδωσαν- αναφέρθηκα παραπάνω στο δημοσίευμα της Handelsblatt), νέα δάνεια δεν θα μας δώσουν ποτέ, εφόσον μείνουμε στην Ευρωζώνη. Αυτό εξάλλου έγινε κατανοητό τις τελευταίες εβδομάδες όπου για πρώτη φορά από το 2010, συμφωνήθηκε να υπογραφούν και να παρθούν μέτρα δίχως να μας δοθούν νέα δανεικά! Δηλαδή καλούμαστε μόνοι μας να καλύπτουμε πλέον τις όποιες ανάγκες χρηματοδότησης παρουσιαστούν. Το Τρίτο Μνημόνιο ήταν και το τελευταίο που συνοδεύτηκε, κατά το ένα μέρος του, από δανεικά κεφάλαια. Ο χρηματοδοτικός μηχανισμός του Μνημονίου βασίζεται στα έσοδα που θα προκύψουν από τις ιδιωτικοποιήσεις που θα αναλάβει η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (HCAP-Υπερταμείο). Η μέθοδος αυτή χρηματοδότησης έχει εφαρμοστεί με απόλυτη επιτυχία κατά την επανένωση των δύο Γερμανιών, (βλ. την περίπτωση της Treuhandanstalt για την οποία έχω αναφερθεί στο παρελθόν), και ήταν εμπνεύσεως, όπως και η σημερινή, του τότε Υπουργού Εσωτερικών και νυν Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, W. Schauble. Σε κάθε περίπτωση, εάν δεν προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, δεν χρηματοδοτείται το πρόγραμμα, πράγμα που σημαίνει πως ακόμη κι αν γίνουν μεταρρυθμίσεις, δεν μπορεί να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό για το οποίο προϋπολογίστηκε ο δανεισμό μας, με συνέπεια να απαιτείται συνεχώς η λήψη νέων μέτρων (ή ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής- «κόφτη»), δίχως δανεικά. Εν ολίγοις, α) ό,τι βρίσκεται στη λίστα του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανάπτυξης του ΤΑΙΠΕΔ (μία από τις θυγατρικές της HCAP), η οποία λίστα θα πρέπει να περιλάβει ολόκληρη την ιδιωτική περιουσία του δημοσίου, καθώς και β) οι υπόλοιπες συμμετοχές του Ελληνικού Δημοσίου στις δημόσιες επιχειρήσεις που θα μεταβιβαστούν στην υπό σύσταση Ελληνική Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών (άλλη μία από τις θυγατρικές του HCAP), πρέπει να τύχουν άμεσης ιδιωτικοποίησης αν είναι δυνατόν και νωρίτερα από τα προτεινόμενα χρονοδιαγράμματα. Κατά την άποψή μου μέσω της ΕΔΗΣ θα πρέπει να τύχουν πώλησης και Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (futures) τυχόν υδρογονανθράκων που μπορεί να διαθέτει η χώρα μας (σε συνδυασμό με το Άρθρο 106 του Συντάγματος, η συζήτηση είναι μεγάλη εδώ και δεν θα επεκταθώ περαιτέρω).

Πρόταση τρίτη: Προκειμένου να προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις και με τη σειρά τους α) να φέρουν χρήματα με τα οποία αφενός θα χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες του δημοσίου και αφετέρου θα χρηματοδοτηθούν δημόσιες επενδύσεις (έως ποσοστού 12,5% του συνολικού ύψους των εσόδων όπως προβλέπεται από το Μνημόνιο) κατά την άποψή μου μόνο για έρευνα και καινοτομία, β) να βοηθήσουν στη μείωση της φορολογίας που θα βοηθήσει τον ιδιωτικό τομέα, γ) να δημιουργήσουν συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά (κάτι που θα οδηγήσει και σε μείωση των τιμών), πρέπει να νομοθετήσουμε ένα θεσμικό πλαίσιο εγγύησης των επενδύσεων. Το πλαίσιο αυτό μπορεί να δημιουργηθεί με βάση το Άρθρο 107 του Συντάγματος και το Ν.Δ. 2687/1953, ενώ μπορεί να διασφαλίσει πλήρως μελλοντικούς επενδυτές από τυχόν πολιτικά ρίσκα που μπορεί να αντιμετωπίσουν στη χώρα μας. Υπενθυμίζω πως ανάλογη εγγύηση είχε ζητήσει, και της είχε δοθεί, η Hochtief για το Ελ. Βενιζέλος και ανάλογες εγγυήσεις παρασχέθηκαν και στη Fraport. Πρέπει λοιπόν να νομοθετηθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο εγγύησης των επενδύσεων που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και για την επανεγκατάσταση και προσέλκυση Ελληνικών (και μη) ναυτιλιακών επιχειρήσεων από το City του Λονδίνου, στο πλαίσιο αναζήτησης έδρας των τελευταίων λόγω Brexit.

Πρόταση τέταρτη: Προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων. Σε συνέχεια της ανωτέρω πρότασης, θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα ένα κυνήγι Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στη χώρα μας. Η προσέλκυση ΑΞΕ από την Ιρλανδία τα δύο πρώτα χρόνια που ήταν στο Μνημόνιο ανήλθε στο ποσό των 40 δις Ευρώ, με αποτέλεσμα να συμβάλλει καθοριστικά στην αύξηση της φορολογητέας ύλης, την αύξηση των εσόδων, τη μείωση της ανεργίας και την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος που την οδήγησε στην έξοδο από το Μνημόνιο. Η προσέκλυση ΑΞΕ πρέπει να συνοδεύεται από ένα πλαίσιο εγγύησης επενδύσεων όπως αυτό που περιγράφηκε παραπάνω ενώ θα πρέπει να απαλειφθεί και σειρά εμποδίων για την έναρξη επιχειρήσεων στη χώρα μας, να μειωθεί ο χρόνος χορήγησης αδειών, καθώς και το κόστος σύστασης των εταιρικών μορφών. Σε κάθε περίπτωση, το κυνήγι αυτό δεν είναι εύκολο, καθώς οι επενδυτές δεν είναι πάντα έτοιμοι περιμένοντας ποιος θα τους καλέσει. Εάν όμως  προετοιμάσουμε το έδαφος, θα κάνουμε τη χώρα μας πιο ελκυστική με αποτέλεσμα να κατοχυρώσει καλύτερη θέση στις λίστες που μετρούν το βαθμό ευκολίας έναρξης επιχειρήσεων (Doing Business Report) και τις οποίες συμβουλεύονται οι επενδυτές. Θα μπορούσε η προσέλκυση ΑΞΕ να ξεκινήσει από τομείς υψηλού ενδιαφέροντος όπως είναι η ενέργεια, ο τουρισμός, τα δίκτυα και οι μεταφορές και να επεκταθεί στην απλή εγκατάσταση ξένων επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, όπως έγινε στην Ιρλανδία.

Πρόταση πέμπτη: Αλλαγή του μίγματος της φορολογίας. Παράλληλα με την έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων, θα πρέπει να προϋπολογιστεί και ανάλογη μείωση της φορολογίας, αφού οι πρώτες συνεισφέρουν στο ισοζύγιο των εσόδων. Δηλαδή θα πρέπει συνολικά να μειωθεί η φορολογία παντού, ενώ θα μπορούσε συμπληρωματικά να αντισταθμιστεί η μείωση αυτή με την περαιτέρω περικοπή των δημοσίων δαπανών. Το νέο μίγμα θα είναι φιλικότερο στις επενδύσεις και την ανάπτυξη ενώ το σκέλος των δαπανών θα μπορεί να ενισχύεται μελλοντικά από μέρος του πλεονάσματος και μόνο για τη στήριξη του κράτους πρόνοιας, το οποίο στο μεταξύ χρήζει επανασχεδιασμού. Τη στιγμή που γράφεται το άρθρο είμαστε πρωταθλητές στην Ε.Ε. (βλ. εδώ: https://www.bloomberg.com/news/articles/2017-03-15/greece-leads-euro-area-in-share-spent-on-old-age-pensions-chart) στις συνταξιοδοτικές δαπάνες (13,3% ΑΕΠ), ενώ είμαστε η μόνη χώρα (ίσως παγκοσμίως) που δίνει τόσο υψηλές συντάξεις σε τόσο «νέους και νέες» συνταξιούχους κάτω των 58 ετών.

Πρόταση έκτη: Άμεση αντικατάσταση των ανωτάτων στελεχών της δημόσιας διοίκησης (έως και σε επίπεδο γενικών διευθύνσεων) με κατάλληλους ανθρώπους βάσει αποδεδειγμένων ικανοτήτων και κατάρτισης, στα πρότυπα που ακολουθούν οι ανεπτυγμένες οικονομίες τις οποίες θέλουμε να φτάσουμε, με στόχο να εφαρμόσουν τις ανωτέρω πολιτικές.

Πρόταση έβδομη: Κατάρτιση νέων αναπτυξιακών σχεδίων που θα στοχεύουν στις παραγωγικές επενδύσεις. Παραδείγματα τέτοιων σχεδίων μπορούν να εντοπιστούν σε άλλες χώρες που εξήλθαν επιτυχώς από τα προγράμματα όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Η Ελλάδα λόγω του ότι βάσιζε την παραγωγική της βάση στις επενδύσεις για κατοικία, την κατέστησε περισσότερο από κάθε άλλη από τις υπόλοιπες οικονομίες που βγήκαν από τα Μνημόνια, εξαρτημένη από τις κεφαλαιακές εισροές. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος που η οικονομία μας δυσκολεύεται να ανακάμψει.

Εάν υπάρχει ένα τελευταίο περιθώριο για αλλαγές, προκειμένου η χώρα μας να αποφύγει την έξοδο από την Ευρωζώνη, αυτές πρέπει να γίνουν άμεσα. Διαφορετικά, για την κατάσταση που θα δημιουργηθεί, θα φέρουμε όλοι ιστορική ευθύνη, ο καθένας μας ανάλογα από τη θέση που βρίσκεται.

του Γιάννη Τζιουρά

Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας,

Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 17 Μαϊος 2017 20:01