σημεία της Απόφασης τα οποία δείχνουν, κατά την εκτίμησή μου, πως η τροχιά για την έξοδό μας (τουλάχιστον) από την Ευρωζώνη αρχίζει να διαμορφώνεται βήμα-βήμα.
Σημείο πρώτο: Κατ’ αρχήν η περαιτέρω ρύθμιση του χρέους μας, όπως τονίστηκε με την Απόφαση του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016, θα ληφθεί λίγο πριν το τέλος του Τρίτου Προγράμματος, δηλαδή μέσα στο 2018. Όσοι κατανοούν τις αποφάσεις του Eurogroup γνώριζαν πως η οριστική απόφαση για την ελάφρυνση του χρέους μας θα ληφθεί λίγο πριν το τέλος του Τρίτου Μνημονίου, καθώς τότε θα μπορεί να υπολογιστεί το ύψος των παρεμβάσεων και να συγκεκριμενοποιηθεί το είδος των ευεργετικών μέτρων. Αυτό άλλωστε επανέλαβε και η Απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017. «[…] The Eurogroup reconfirmed the commitments and principles contained in the statements of May 2016.» Κατά συνέπεια, οριστική λύση για το χρέος θα ληφθεί το 2018, σε συνάρτηση πάντα με την κατάσταση που θα διαμορφωθεί ως τότε. Αυτό σημαίνει πως εάν κατορθώσουμε να βγούμε οριστικά στις αγορές μετά τον Αύγουστο του 2018, θα μπορούμε βάσει των πλεονασμάτων που συμφωνήθηκαν με την πρόσφατη Απόφαση - και για τα οποία θα κάνω λόγο παρακάτω- να χρηματοδοτούμε μόνοι μας τις ανάγκες μας, και προκειμένου να μην αποτελέσει το προφίλ του χρέους μας τροχοπέδη στην μετέπειτα πορεία εξυπηρέτησης των δανείων, θα ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για τη βελτίωσή του, τα οποία θα υπολογιστούν με ακρίβεια το 2018.
Το ζήτημα που προκύπτει στο σημείο αυτό, έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα βγούμε στις αγορές το 2018, καθώς οι οικονομικοί δείκτες δεν προεξοφλούν κάτι τέτοιο (όπως και οι αγορές), παρά την αυξημένη δημοσιονομική επίδοση του 2016. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην είναι εφικτό να προβούν από τώρα οι δανειστές μας σε μια κοινή αποδεκτή απόφαση περί της βιωσιμότητας του χρέους μας, καθώς δεν είναι σίγουροι για την έγκαιρη επίτευξη των στόχων του προγράμματος. Τούτο όμως μπορεί να σημαίνει και ένα άλλο πράγμα: Ότι με αφορμή την μη επιτυχή λήξη του προγράμματος, να αποφασίσουν στο τέλος αυτού για την οριστική λύση, η οποία θα συνεπάγεται και διαφορετική παρέμβαση για το χρέος. Εν αναμονή λοιπόν αυτού, το βάρος της ευθύνης «μετακινείται» στην Ελλάδα. Για τον ίδιο λόγο ακριβώς, το ΔΝΤ από την πλευρά του, δεν αναθεωρεί την μελέτη του για τη βιωσιμότητα του χρέους μας, ενώ παρά την πρόβλεψη για συμμετοχή του τον Ιούλιο του 2015 στο Τρίτο Πρόγραμμα, δεν προβαίνει σε νέο δανεισμό καθώς δεν έχει λάβει τις απαραίτητης εγγυήσεις. Έτσι περιορίστηκε στο να εξετάσει σε πρώτη φάση (Approval in Principal) τη συμμετοχή του με ένα Stand-by- Arrangement, διάρκειας 14 μηνών, όπως του ζητήθηκε πρόσφατα από την κυβέρνηση «[…] IMF management will shortly recommend to the IMF’s Executive Board the approval in principle of Greece’s request for a 14-month Stand-by-Arrangement».
Για λόγους ιστορικής ακρίβειας αναφέρω πως το Stand-by- Arrangement (Διακανονισμός Χρηματοδότησης Αμέσου Ετοιμότητας του ΔΝΤ), το ζητούν τα κράτη-μέλη του ΔΝΤ με επιστολή προθέσεώς τους (Letter of Intent), και αυτό εφόσον εγκριθεί, αποτυπώνεται στο κείμενο της Δανειακής Συμφωνίας που υπογράφεται (Μνημόνιο). Αυτό ακριβώς έκανε το 2010 η τότε κυβέρνηση. Όπως ακριβώς δηλαδή ζήτησε η κυβέρνηση του 2010 τη συνδρομή του ΔΝΤ, «βάζοντας τη χώρα στο ΔΝΤ», έτσι κάνει (αθόρυβα από τα δημοσιογραφικά μάτια) και η νυν κυβέρνηση ζητώντας και πάλι τη συνδρομή του ΔΝΤ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μόνο που η επιστολή της κυβέρνησης προς το ΔΝΤ δεν έχει δημοσιοποιηθεί ακόμη αλλά την μαθαίνουμε από την Απόφαση του Eurogroup « […] IMF management will shortly recommend to the IMF’s Executive Board the approval in principle of Greece’s request».
Συνοψίζοντας, από τη στάση του ΔΝΤ προκύπτει πως υπάρχουν επιφυλάξεις ακόμη και για τόσο βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Γιατί άραγε; Τι φοβάται; Ότι δεν θα τα καταφέρουμε και δεν θα μπορέσει να πάρει τα λεφτά του; Γι’ αυτό ζητά αυξημένες εγγυήσεις; Γι’ αυτό δεν συζητά καν για χρηματοδότηση που θα ξεπερνά τα δύο έτη; (τόσο είναι το όριο του SBA)
Σημείο δεύτερο: Με την Απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου συμφωνήθηκε, πέρα από τη λήψη μέτρων ύψους 2% του ΑΕΠ ως το 2019 και επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% ως το 2022, δεσμεύσεις που ενσωματώθηκαν στο νέο Συμπληρωματικό Μνημόνιο (3plus), και επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 2% μακροπρόθεσμα και μάλιστα μέχρι το 2060, δηλαδή για 37 συναπτά έτη «The Eurogroup welcomes the commitment of Greece to maintain a primary surplus of 3.5% of GDP until 2022 and thereafter … a primary surplus of equal to or above but close to 2% of GDP in the period from 2023 to 2060».
Σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2015 από τους καθηγητές Οικονομικών Barry Eichengreen, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (Berkeley) και Ugo Panizza του Ινστιτούτου Διεθνών και Αναπτυξιακών Σπουδών της Γενεύης (βλ. εδώ: http://www.cepr.org/sites/default/files/events/988_PANIZZA%20-%20A%20Surplus%20of%20Ambition.pdf), αναφέρεται πως μόλις πέντε χώρες παγκοσμίως κατόρθωσαν να έχουν το ρεκόρ συνεχόμενων πλεονασμάτων για πάνω από 10 έτη και σε καμία περίπτωση για πάνω από 13. Οι χώρες αυτές είναι η Νορβηγία (από το 1999), η Σιγκαπούρη (από το 1990), η Νέα Ζηλανδία (από το 1994), το Βέλγιο (από 1995) και η Ιρλανδία (από το 1991). Αν λοιπόν, το παράδειγμα που καλούμαστε να ακολουθήσουμε είναι αυτό της Ιρλανδίας, διότι μόνο με την τελευταία χώρα έχουμε κοινά στοιχεία (π.χ. η Νορβηγία δεν είναι καν στην Ε.Ε. ενώ στο Βέλγιο η εγκατάσταση της έδρας της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ευρωπαϊκών οργάνων συνεισφέρει μόνιμα στην οικονομία της χώρας), τότε ας το κάνουμε όπως οι Ιρλανδοί! Ας προσελκύσουμε 40 δις € Άμεσες Ξένες Επενδύσεις σε τρία χρόνια, όπως έκαναν οι Ιρλανδοί μεταξύ 2011-2013 θεσπίζοντας το καλύτερο καθεστώς προσέκλυσης επενδύσεων στην Ε.Ε.
Αυτό λοιπόν δρομολογείται με την Απόφαση του Eurogroup ή μήπως αυτό είναι η θεμελίωση μιας μετέπειτα αφορμής του τύπου «δεν επιτεύχθηκαν τα πλεονάσματα, άρα το χρέος δεν είναι βιώσιμο, άρα ή λαμβάνονται νέα μέτρα ή δεν έχει άλλο Μνημόνιο»; Σε κάθε περίπτωση, μια χώρα που έχει σήμερα την ίδια ανταγωνιστικότητα με το Τατζικιστάν, τη Γουατεμάλα, την Ουρουγουάη κτλ, πως είναι δυνατό να συμφωνείται να έχει επιδόσεις ανάλογες με χώρες, των οποίων η ανταγωνιστικότητα βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας λίστας για την ανταγωνιστικότητα; Άρα θα πρέπει να βελτιώσει θεαματικά το θεσμικό της πλαίσιο έτσι ώστε να γίνει ανταγωνιστική και να βασίσει προφανώς την οικονομία της στην προσέλκυση επενδύσεων, αφού μόνο από εκεί μπορεί να προέλθει η ανάπτυξη που θα της επιτρέψει να πετύχει τους στόχους δίχως να αναγκαστεί να λαμβάνει συνεχώς μέτρα. Για τα τελευταία υπενθυμίζω πως έχει ήδη θεσμοθετηθεί ο Αυτόματος Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής «κόφτης» με το Ν. 4389/2016, ως υποχρέωση του Τρίτου Μνημονίου. Το ζήτημα που προκύπτει λοιπόν εδώ έχει να κάνει με την επιτευξιμότητα των στόχων από τη μια, αλλά και τη δέσμευση που αναλαμβάνει από την άλλη μια κυβέρνηση για τη χώρα, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για το χρέος, δέσμευση που προσδιορίζει όχι το στόχο (αποπληρωμή δανείων) αλλά το μίγμα της οικονομικής πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις των επομένων 40 ετών! Διότι, όποιες χρονιές θα υπάρχει απόκλιση από τον ουτοπικό στόχο, θα επιβάλλεται λιτότητα αυτομάτως.
Σημείο τρίτο: Στην Απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, φαίνεται σε πολλά σημεία η έγνοια των δανειστών για την ανάπτυξη μέσω των επενδύσεων «[…] the Eurogroup invites Greece together with the institutions as well as relevant third parties by the end of this year to develop and support a holistic growth enhancing strategy including improvements of the investment climate». Μάλιστα οι δανειστές προτείνουν να εξεταστεί το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί μια «Αναπτυξιακή Τράπεζα» στην Ελλάδα η οποία θα συμβάλει στον συντονισμό και την εφαρμογή της αναπτυξιακής στρατηγικής. Αν και δεν εξειδικεύεται περαιτέρω, στο σημείο αυτό τίθενται δύο σημαντικά ζητήματα. Το ένα έχει να κάνει με την πηγή χρηματοδότησης της Τράπεζας αυτής, καθώς με τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι μόνοι πόροι που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σ’ αυτή είναι το μέρος των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις που προορίζεται για δημόσιες επενδύσεις. Πιθανολογώ πως προκειμένου να ταχθούν σε έναν αναπτυξιακό σκοπό, τα χρήματα αυτά, θα διαχειριστούν καλύτερα από την εν λόγω τράπεζα παρά από τις εκάστοτε Ελληνικές κυβερνήσεις. Υπενθυμίζω πως η καρδιά του Τρίτου Μνημονίου (κάτι που έχω περιγράψει στο παρελθόν) βασίζεται στο Υπερ-Ταμείο, δηλαδή στα έσοδα που θα αποκομίσει αυτό από την ιδιωτικοποίηση της περιουσίας του δημοσίου που υπάγεται σ’ αυτό σταδιακά. Το ανώτατο ύψος των πόρων αυτών θυμίζω ότι μπορεί να ανέλθει στο 12,5% των συνολικών εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι δανειστές ζητούσαν συνεχώς επίμονα και επαναλάμβαναν σε κάθε Απόφαση του Eurogroup μετά το 2015 την ανησυχία τους για τη λειτουργία της Ελληνικής Εταιρίας Συμμετοχών και Περιουσίας (Υπερ-Ταμείο), «We also welcome the adoption of…, as well as all actions to make the Hellenic Corporation of Assets and Participations (HCAP) fully operational». Το Υπερ-Ταμείο λοιπόν ενεργοποιήθηκε. Από εδώ και στο εξής οι δανειστές είναι πλήρως κατοχυρωμένοι για τα δάνεια που έχουν δώσει στη χώρα, με ό,τι αυτό κι αν συνεπάγεται. Αν στο καθεστώς του Πρώτου Μνημονίου, η απλή αναφορά σε εγγυήσεις στην τότε Δανειακή Σύμβαση, εξόργιζε διάφορους ακαδημαϊκούς (συνταγματολόγους) σχετικά με την «εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας», με την ενεργοποίηση του Υπερ-Ταμείου, με το οποίο ενεχυριάστηκε ολόκληρη η ιδιωτική περιουσία του δημοσίου (ακόμη και οι μελλοντικές συμμετοχές του τελευταίου σε εταιρίες που θα συστήνει τα επόμενα 99 χρόνια) οι τελευταίοι θα έπρεπε να ντρέπονται που σιωπούν.
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει λοιπόν εδώ είναι πως η Αναπτυξιακή αυτή Τράπεζα που προτείνεται, αν δεν έχει τη μορφή ενός ανεξάρτητου Αναπτυξιακού Χρηματοδοτικού Ιδρύματος (ίσως κατά τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων) θα είναι σίγουρα μέρος του μηχανισμού ιδιωτικοποιήσεων του Μνημονίου, και άρα θα υπόκειται σε εποπτεία και έλεγχο από τους δανειστές για όσο καιρό διαρκέσει και η αποπληρωμή των δανείων. Αυτό σημαίνει πως οι τελευταίοι θα αποκτήσουν λόγο και για τους πόρους των «δημοσίων επενδύσεων» που υποτίθεται θα διαχειριζόταν οι εκάστοτε κυβερνήσεις ανάλογα με τις ανάγκες τους, κάτι που με τη σειρά του τους δίνει τον απόλυτο έλεγχο αξιοποίησης ολόκληρης της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου. Τον απόλυτο.
Σημείο τέταρτο: Με αιρεσιμότητα τα μέτρα για το χρέος. Από το κείμενο της Απόφασης του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, «At the end of the programme, conditional upon its successful implementation and to the extent necessary, this second set of measures will be implemented», αντιλαμβάνεται κανείς πως η οριστική λύση πέρα από το γεγονός ότι μετακυλίεται για μετά τις Γερμανικές εκλογές και ιδίως λίγο πριν τη λήξη του Τρίτου Μνημονίου, είναι συνάρτηση της επιτυχούς ολοκλήρωσης του τελευταίου. Σε περίπτωση λοιπόν μη έγκαιρης ή μη επιτυχούς ολοκλήρωσης, τι γίνεται; Επίσης, η ρύθμιση της επιμήκυνσης που αναφέρεται αφορά μόνο τα δάνεια που συνήφθησαν στο πλαίσιο του Δευτέρου Μνημονίου (του EFSF). Ούτε του Πρώτου Μνημονίου, ούτε του Τρίτου. Τέλος, το πιο σημαντικό, δεν γίνεται καμία αναφορά για ένταξη στην Προληπτική Γραμμή Στήριξης για μετά τον Αύγουστο του 2018 (ECCL), πράγμα που αφήνει αμφιβολίες για το μετά τη λήξη του προγράμματος καθεστώς.
Στο σημείο αυτό με τα παραπάνω δεδομένα α) υπαγωγή του Υπερ-Ταμείου πλέον στον απόλυτο έλεγχο των δανειστών και διασφάλιση πια των δανείων που μας χορήγησαν, β) συμφωνία για μακροπρόθεσμα συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα που δεν επετεύχθησαν από καμία χώρα παγκοσμίως, και γ) εξάρτηση της υποσχόμενης ελάφρυνσης με την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος και αβέβαιη επόμενη μέρα, μου δίνουν την εντύπωση πως κερδίζουν χρόνο οι δανειστές μέχρι να θεσμοθετήσουν το πλαίσιο αποχώρησης της Μ. Βρετανίας, ένα πλαίσιο το οποίο θα έχει ολοκληρωθεί σε δύο περίπου χρόνια και πάντως πριν τις Ευρωεκλογές του 2019. Στο χρονικό διάστημα αυτό και αφού έχουν εξασφαλίσει οι δανειστές πλέον τα δάνειά τους, θα φανεί αν θα κατορθώσουμε να βγούμε στις αγορές και αν συνεχίσουμε εντός Ευρωζώνης ή αν θα επιλέξουμε να μεταπηδήσουμε στο περιθώριο της Ε.Ε. ή και εκτός αυτής, ακολουθώντας το δρόμο της Μ. Βρετανίας. Πάντως, η ετοιμότητά τους και για τα τρία σενάρια, είναι πλέον γεγονός. Και όπως λένε και οι Αμερικάνοι “Plan for the worst, hope for the best”.
Το ζήτημα εν τέλει είναι πως η Ελληνική κοινωνία θα κληθεί να σηκώσει στις πλάτες της, τις ανεπάρκειες ενός πολιτικού προσωπικού το οποίο όμως ανέδειξε τα τελευταία πολλά χρόνια. Η χώρα έχασε και εξακολουθεί να χάνει ευκαιρίες, ενώ ακόμη και στην ύστατη τούτη ώρα η ανευθυνότητα σε συνδυασμό με την άγνοια, ωθούν την Ελλάδα σε αλλαγή κατηγορίας. Μια χώρα που για 35 περίπου χρόνια γνώρισε μια πρωτόγνωρη σε σχέση με το παρελθόν της ευημερία θα κληθεί να ανταγωνίζεται σε ένα στίβο που δεν της αξίζει. Ή μήπως μας αξίζει τελικά;
*του Γιάννη Τζιουρά Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ