Όμως, πολλά χρόνια αργότερα, την ίδια απορία εξέφραζαν και «γνήσιοι» αριστεροί θεωρητικοί, όπως ο Jean-Paul Sartre.
Έχει παρατηρηθεί ιστορικά πως όταν η «θολούρα» μεταξύ αριστεράς και δεξιάς γίνεται τόσο έντονη ώστε να αμφισβητούνται τα όρια ή η διάκριση μεταξύ των δύο, τα αίτια αφορούν την ανυπαρξία ατζέντας είτε εκ μέρους της αριστεράς ή της δεξιάς. Κι αυτό συνήθως συμβαίνει όταν η πιο αδύναμη πλευρά αυτού του «πολωτικού» πολιτικού άξονα, προσπαθεί να αντιγράψει κάποιες ή και όλες τις απόψεις του αντιπάλου της και να της παρουσιάσει ως δικές της, προκειμένου να επιβιώσει.
Σήμερα, στον ανεπτυγμένο κόσμο, διανύουμε την εποχή κατά την οποία η αριστερά απέτυχε. Απέτυχε να αντιμετωπίσει προβλήματα, απέτυχε να διαμορφώσει μια ατζέντα ικανή να εμπνεύσει τον κόσμο της, απέτυχε να σχεδιάσει το αύριο. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που στις κυριότερες οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη η αριστερά έχει χάσει τους οπαδούς της και κατ’ επέκταση τη διακυβέρνηση.
Από την ανυπαρξία ατζέντας των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία, μέχρι την ολέθρια ήττα των αριστερών στη Γαλλία και την επικείμενη ήττα των σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία, η αριστερά βρίσκεται μετέωρη μεταξύ των αναχρονιστικών ιδεών της και της μίμησης «παραδοσιακών- ξεπερασμένων δεξιών» πολιτικών, προκειμένου να ανασχέσει την κατάρρευση του ακροατηρίου της.
Η επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου στην Αθήνα, κατέδειξε με ευκρίνεια την ανυπαρξία της αριστερής ατζέντας πανευρωπαϊκά, καθιστώντας τον Πρωθυπουργό έρμαιο της «νέο-φιλελεύθερης» ρητορικής, προκειμένου να παρατείνει το χρόνο της θητείας του αξιοπρεπώς. Η ομιλία του Πρωθυπουργού στο Ίδρυμα Νιάρχος, θα μπορούσε να σαγηνεύσει κάθε μέσο νεοφιλελεύθερο Ευρωπαίο ψηφοφόρο. Από την πρόσκληση των επενδυτών μέχρι την φιλελεύθερη αναπτυξιακή χροιά και την βέβαιη έξοδο από το Μνημόνιο και την επιτροπεία, ο λόγος του ήταν αντάξιος ενός γνήσια δεξιού πολιτικού, όχι όμως και φιλελεύθερου. Διότι η προσέλκυση επενδύσεων δεν γίνεται με ρητορική που δεν ασπάζεσαι, αλλά με ριζική αναμόρφωση του θεσμικού επενδυτικού, φορολογικού και διοικητικού πλαισίου και προσαρμογή του στις ανάγκες των επενδυτών και της αγοράς. Κάτι που έκαναν με επιτυχία όλες οι υπόλοιπες χώρες που βγήκαν από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το κούφιο φιλελεύθερο περίγραμμα, στερείται περιεχομένου και ουσίας, πόσο μάλλον και οράματος. Η κλασσική στρατηγική που ακολουθείται στις περιπτώσεις αυτές από τους «χαμένους» είναι να δημιουργήσουν μια «σύνθεση» αντιθέτων, στην πράξη όμως η τακτική αυτή είναι μια προσπάθεια να περισωθεί ό,τι είναι δυνατό να περισωθεί από τις δυνάμεις τους.
Η επίσκεψη Macron, όπως ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο μου, δεν ήταν η προώθηση των επενδύσεων. Όταν έχεις ανάγκη τους επενδυτές, πηγαίνεις εσύ σ’ αυτούς, και όχι το αντίστροφο. Η επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου είχε έναν καθαρά διερευνητικό σκοπό με απώτερο στόχο να εκμαιεύσει την συμμετοχή της χώρας μας στους σχεδιασμούς της Ευρώπης που οραματίζονται οι… δεξιοί. Μια Ευρώπη αυστηρότερης δημοσιονομικής υπευθυνότητας, ενός διαφοροποιημένου σκανδιναβικού τύπου κράτους πρόνοιας με εκτεταμένη κατανομή των ρίσκων της χρηματοδότησής του μεταξύ ιδιωτών των χρηστών, μια Ευρώπη εσωτερικής δημόσιας τάξης και ασφάλειας, ενεργειακά ανεξάρτητης, μια Ευρώπη που καινοτομεί που είναι οικονομικά εξωστρεφής και που προωθεί το διεθνές εμπόριο.
Στην Ευρωπαϊκή αυτή ατζέντα, η αριστερά δεν έχει αντι-πρόταση. Βασικά δεν έχει καν πρόταση. Ποια η Ευρώπη των Εργατικών στην Μ. Βρετανία; Αυτή του Brexit; Μα, δείτε το παράδοξο! Το Brexit προήλθε και υποστηρίχθηκε από τους αριστερούς και τους ακροδεξιούς εθνικολαϊκιστές, και ανατέθηκε η εφαρμογή του στους συντηρητικούς! Ποια η Ευρώπη των Melenchon -Billard στη Γαλλία ή του Schulz στη Γερμανία; Η ανυπαρξία αντιπρότασης της αριστεράς στην Ευρώπη, οδηγεί στο να αποτελεί η δεξιά τον μοναδικό εγγυητή ενάντια στα φασιστικά μορφώματα. Μάλιστα, ούτε γι’ αυτά δεν έχει πρόταση η αριστερά για το πως μπορούν να αντιμετωπιστούν, κι αυτό γιατί αφενός αντιτίθεται στον τρόπο καταστολής φαινομένων που δίνουν έρεισμα στην άνοδο των φασιστικών δυνάμεων και αφετέρου υποσκάπτει τα θεμέλια της ήδη απολεσθείσας εμπιστοσύνης των θεσμών, όπως π.χ. στη δικαιοσύνη, κάτι που με τη σειρά του ευθύνεται για τη συντήρηση των άκρων στην κοινωνία, παραφράζοντας τα λεγόμενα του N. Bobbio.
Το πόσο υπεύθυνα αντιμετωπίζεται για παράδειγμα η προσφυγική κρίση ή το πόσο απροκάλυπτα χειραγωγείται η δικαστική λειτουργία, όπως και το γεγονός της ύπαρξης ενός εργατικού δυναμικού δύο κατηγοριών, των εσαεί καταρτισμένων ανέργων και των εις τους αιώνας των αιώνων αναξιολόγητους εργαζομένους στο δημόσιο, είναι ζητήματα που έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στη διαμόρφωση μιας πολιτικής ατζέντας παρά τα αμιγώς οικονομικά ζητήματα. Στα τελευταία τα πράγματα είναι σχεδόν τετελεσμένα. Αν θέλουμε να επιβιώσουμε εντός της Ευρωζώνης που σχεδιάζεται και εάν επιθυμούμε να βγούμε κάποια στιγμή στις αγορές, οφείλουμε να προσαρμόσουμε την οικονομία μας στις επιταγές του κυρίαρχου φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, διαφορετικά η μοίρα που μας περιμένει μοιάζει μ’ αυτή των Δυτικών Βαλκανίων.
Πανευρωπαϊκά, και ιδίως στη χώρα μας, η αριστερά, όπως και η κεντροαριστερά, ο χώρος δηλαδή που προσπαθεί να ετεροπροσδιοριστεί μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς, δεν έχουν ατζέντα για την Ευρώπη του 2020+. Αυτό είναι τόσο έκδηλο τόσο από το χώρο της θεωρίας μέχρι αυτόν της πολιτικής και των εκφραστών της. Η ατζέντα της δεξιάς για τα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα του μέλλοντος έχει διαμορφωθεί και εφαρμόζεται.
του Γιάννη Τζιουρά,
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας,
Υπ. δρ. Νομικής ΑΠΘ