Προτού όμως προχωρήσω στην παράθεση της «τυπικής» ακολουθητέας νομικής διαδικασίας, ας ρίξουμε μια ματιά στην ανακοίνωση του ΓΕΣ καθώς και στους σχετικούς χάρτες, έτσι ώστε ο καθένας μας να αντιληφθεί καλύτερα το τι συνέβη.
«Ενημερώνουμε ότι την Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018, στρατιωτική περίπολος αποτελούμενη από δύο Στελέχη του Στρατού Ξηράς, στο πλαίσιο συνήθους περιπολίας στην οριογραμμή δασικής περιοχής Καστανιών Έβρου, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, φέρεται να εντοπίστηκε από τουρκική περίπολο, σε τουρκικό έδαφος.
Για το περιστατικό έχουν επιληφθεί οι αρμόδιες αρχές. Από την πρώτη στιγμή οι ελληνικές αρχές βρίσκονται σε επικοινωνία με τις τουρκικές αρχές και είναι σε εξέλιξη διαδικασίες επανόδου στην Ελλάδα.
Είναι καλά στην υγεία τους, βρίσκονται στην Αδριανούπολη προκειμένου να ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες.»
Από την ανωτέρω ανακοίνωση συμπεραίνει κανείς πως οι Έλληνες στρατιωτικοί, ένας Ανθυπολοχαγός και ένας Λοχίας ΕΠΟΠ όπως έγινε αργότερα γνωστό, έχασαν πιθανότατα τον προσανατολισμό τους και η Τουρκική περίπολος, αφού τους εντόπισε σε δικό της έδαφος στο όριο της Ελληνοτουρκικής μεθορίου, τους εξανάγκασε σε σύλληψη.
Αν αληθεύουν οι ανωτέρω ισχυρισμοί του ΓΕΣ, τότε τίθεται ένα ζήτημα αναφορικά με την εκπαίδευση των Ελλήνων στρατιωτικών περί προσανατολισμού στην Ε/Τ μεθόριο, και ένα άλλο ζήτημα αναφορικά με το «ατυχές» του συμβάντος (το να χάσουν δηλαδή τον προσανατολισμό τους από ανθρώπινο λάθος, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών).
Εδώ θα θίξω μόνο το δεύτερο ζήτημα, αυτό του ανθρώπινου λάθους, με τη βοήθεια των πολιτικών χαρτών της υπηρεσίας της “Google Maps”. Προκειμένου να προσανατολιστούμε κι εμείς στην Ε/Τ μεθόριο, βλέπουμε στον παρακάτω χάρτη μαρκαρισμένο με κόκκινο κύκλο την επίμαχη περιοχή που εκτυλίχθηκε το συμβάν. Πιο ειδικά, το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών, ακολουθεί το μέσο του ποταμού Έβρου, ξεκινώντας από το βορά, και κάνοντας μια στροφή προς τα δυτικά στο δάσος των Καστανιών, και με ορόσημο τη νησίδα που βρίσκεται στην κοίτη των ποταμών Έβρου και Άρδα, το σύνορο της Ε/Τ μεθορίου κατευθύνεται στο νότο διασχίζοντας την επίμαχη δασική περιοχή.
Σύμφωνα με το χάρτη αυτό η Ελληνική περίπολος, εφόσον κινείτο στο δυτικό κομμάτι και δεν διέσχισε το ποτάμι, βρισκόταν συνεχώς επί Ελληνικού εδάφους, μέχρι το σημείο της νησίδας που ενώνονται οι δύο ποταμοί (κοίτη), Έβρος από τα βορειοανατολικά και Άρδας από δυτικά. Μάλιστα με σταθερό σημείο τη νησίδα, και χωρίς χρήση αζιμούθιου, μπορεί κανείς να προσανατολιστεί εύκολα, ακόμη και με ομίχλη, αφού για να διέλθει σε Τουρκικό έδαφος απαιτείται να διασχίσει πάντα ποτάμι, η στάθμη του οποίου αυτή την εποχή είναι ψηλά.
Στο σημείο αυτό, ας δούμε την επίμαχη περιοχή μεγεθυμένη, ώστε να αντιληφθούμε καλύτερα το όριο της Ε/Τ μεθορίου. Στον παρακάτω χάρτη, φαίνεται με κόκκινη γραμμή το συνοριακό όριο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ενώ σε κόκκινο κύκλο βρίσκονται δύο γέφυρες, εκ των οποίων η δυτική που ανήκει εξολοκλήρου στην Ελλάδα είναι σιδηροδρομική. Στο μόνο σημείο λοιπόν που θα μπορούσε να αποπροσανατολιστεί κανείς είναι κατά μήκος της Ε/Τ μεθορίου εντός του δάσους και κατευθυνόμενος νότια (νοτιοανατολικά).
Παρόλα αυτά, με τα ίδια καιρικά φαινόμενα, και στην ίδια περιοχή, η Τουρκική περίπολος φαίνεται να ήταν καλύτερα προσανατολισμένη από την Ελληνική. Διότι η τελευταία αν ήταν σίγουρη πως περιπολεί επί Ελληνικού εδάφους όφειλε να κάνει πρώτη την αναγνώριση και την επακόλουθη σύλληψη της Τουρκικής περιπόλου. Όμως συνέβη το αντίθετο. Γιατί;
Σε κάθε περίπτωση η ακριβής τοποθεσία της σύλληψης, τα αίτια αυτής καθώς και οι ενδεχόμενες διερευνώνται και δεν πρόκειται να προβώ σε περεταίρω εικασίες. Αυτό που αξίζει να αναφερθεί εδώ είναι η «τυπική» διαδικασία στην οποία προέβη η «Τουρκική δικαιοσύνη».
Καθώς η υπόθεση ξέφυγε, όπως όλα δείχνουν, όχι μόνο της μέχρι σήμερα «άτυπης» συνδιαλλαγής μεταξύ των δύο αρμοδίων στρατιωτικών διοικήσεων εκατέρωθεν των συνόρων, αλλά και της «τυπικής» στο πλαίσιο της Συμφωνίας «περί προλήψεως και διευθετήσεως των μεθοριακών επεισοδίων εις Θράκην και εις την θαλασσίαν περιοχήν παρά τας εκβολάς του ποταμού Έβρου» του 1971, η θέση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών δεν είναι εύκολη.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί μέχρι σήμερα φαίνεται πως οι κατηγορίες που προσάπτονται στους δύο Έλληνες στρατιωτικούς είναι αυτές της παράνομης διέλευσης του Τουρκικού εδάφους αλλά και της απόπειρας κατασκοπείας, καθώς οι Τουρκικές αρχές ανέφεραν πως κατασχέθηκε «ψηφιακό υλικό» (κάνουν λόγο για φωτογραφίες) που βρέθηκε σε έναν από τους στρατιωτικούς.
Βάσει αυτών των κατηγοριών, και καθώς το Άρθρο 325 παρ.1 περί κατασκοπείας του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα (Τουρκικός Ν. 5237/2004), ορίζει την ποινή για κατασκοπεία, σε περίοδο ειρήνης, σε φυλάκιση από 15 έως 20 έτη, ενώ βάσει του Άρθρου 18 παρ. 1 εδ. 3 του ανωτέρω νόμου δεν επιτρέπεται η έκδοση αλλοδαπών εφόσον έχουν διαπράξει έγκλημα κατά της ασφάλειας του Τουρκικού κράτους (η «απόπειρα κατασκοπείας» θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει υπό όρους «πράξη κατά της ασφάλειας»), τίθεται το ερώτημα, τι μέλλει γενέσθαι για τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς.
Μέχρι τώρα, σε ανάλογα επεισόδια, οι στρατιωτικές διοικήσεις εκατέρωθεν της Ε/Τ μεθορίου διευθετούσαν το θέμα «ατύπως», όπως αναφέρθηκε. Διότι τυπικά ισχύει η από 1971 «Συμφωνία περί προλήψεως και διευθετήσεως Μεθοριακών Επεισοδίων» (ως Παράρτημα της Συμφωνίας της Άγκυρας των 5 κειμένων), η οποία επικυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 939/1979 (ΦΕΚ τ.Α/149). Μάλιστα η συμφωνία αυτή «αποβλέπει εις την εξασφάλισιν της ησυχίας κατά μήκος της Ελληνο-Τουρκικής Μεθορίου και την περαιτέρω ανάπτυξιν των σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας των δύο Χωρών διά της προλήψεως των μεθοριακών επεισοδίων και της ταχείας εξτάσεως και διευθετήσεως τούτων εις περίπτωσιν καθ’ ην παρά ταύτα ήθελον δημιουργηθή».
Το ζήτημα λοιπόν που δημιουργήθηκε, ενδεχομένως, να εντάσσεται σε μια πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη στρατηγική, που προς το παρόν δεν θα αναπτύξω έως ότου αποφανθεί η «Τουρκική δικαιοσύνη». Σε κάθε περίπτωση όμως περιορίζομαι στο να αναφέρω πως η «Συμφωνία περί προλήψεως και διευθετήσεως Μεθοριακών Επεισοδίων», βασίζεται στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, συνθήκη με την οποία η Τουρκία είχε διαχρονικά αλλεργία, ενώ κατά την επικύρωση της Συμφωνίας από την Ελλάδα, τέθηκαν πολλά ζητήματα περί της ερμηνείας των άρθρων αυτής, αφού στο Άρθρο 5 ορίζει οριοθέτηση των συνόρων από μια κοινή επιτροπή οριοθέτησης, κατά παράβαση του Άρθρου 27, παρ. 1 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Συνθήκης της Λωζάννης.
Στο πλαίσιο της Συμφωνίας αυτής προβλέπεται επίσης η σύσταση μικτών επιτροπών επίλυσης διαφορών, οι οποίες επιτροπές έχουν διττό χαρακτήρα, παίζοντας από τη μια το ρόλο ενός ad hoc διαιτητικού δικαστηρίου που εκδίδει τελεσίδικες αποφάσεις για όλα τα μικρής σημασίας επεισόδια, που προσδιορίζονται ρητώς στη Συμφωνία, μεταξύ αυτών και η «παράτυπος διάβασις της μεθορίου από μέρους ατόμων (εκουσίως ή ακουσίως)», Άρθρο 2 παρ. 2, ενώ από την άλλη λειτουργούν ως εξεταστικές επιτροπές διαβιβάζοντας τα πορίσματά τους στα Υπουργεία Εξωτερικών προκειμένου να βρεθεί μια οριστική λύση στο διπλωματικό επίπεδο. Σημειωτέον πως τέτοιου είδους συμφωνίες έχουμε και με τα υπόλοιπα γειτονικά κράτη στο βορά.
Γιατί λοιπόν η Τουρκία επιλέγει να παρακάμψει το περιεχόμενο της Συμφωνίας αυτής και να οδηγήσει στα Δικαστήρια τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς;
Έχει αξία λοιπόν, προτού κλείσω, να παραθέσω μια σύντομη φράση δύο εκ των βουλευτών της αντιπολίτευσης της περιόδου 1977-1981, κατά τη συζήτηση επί του νομοσχεδίου επικύρωσης της ήδη συναφθείσας Συμφωνίας από το 1971. Η μία είναι του Χαράλαμπου Ατματζίδης από την Ξάνθη, ο οποίος απευθυνόμενος στον αντιπρόεδρο της Βουλής, Αρίσταρχο Γκίλλα, λέει «κ. Πρόεδρε, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν στοχεύει το σήμερα, στοχεύει το τι θα γίνει ύστερα από 20 χρόνια. Έτσι τα συνεχή μεθοριακά επεισόδια στον Έβρο είναι ένα σχέδιο του Τουρκικού επεκτατισμού για να αποδυναμώσει το στηθαίο της πατρίδας που λέγεται Θράκη, που λέγεται Έβρος… Νομίζω κ. Πρόεδρε ότι η υπόθεση της οριοθέτησης και της υπογραφής της συμβάσεως, θα έπρεπε να έρθει στην Ολομέλεια με πλείονα στοιχεία, για να γνωρίζει η Εθνική Αντιπροσωπεία και έκαστος από εμάς εδώ να ξέρει τι γίνεται στις παραμεθόριες περιοχές… Ο ρους του ποταμού έχει αλλάξει σε βάρος της Ελλάδας. Εκατοντάδες στρέμματα στο Δέλτα του Έβρου τα οποία επί σειρά ετών όπως σας είπαν και οι προηγούμενοι αγορητές, καλλιεργούσαν οι Έλληνες αγρότες, σήμερα η κυβέρνηση μ’ αυτή τη σύμβαση θέλει να τα παραδώσει στην Τουρκία, πάτριο έδαφος για να αποφύγει τυχόν νέα επεισόδια». Η άλλη είναι του περισσότερο γνωστού Αγαμέμνων Κουτσόγιωργα ο οποίος ανέφερε πως «Είναι δυνατόν εμείς σαν Βουλή, σαν Εθνική Αντιπροσωπεία, να δώσουμε εξουσιοδότηση, σε μια επιτροπή του άρθρου 5, που δεν είναι καν η επιτροπή που προβλέπει το άρθρο 6 της Συνθήκης της Λωζάννης;» διαμαρτυρόμενος για την οριοθέτηση της μεθορίου με νόμο και από μια κοινή επιτροπή (βλ. εδώ σελ. 26 επ. http://www.ipet.gr/vouli/doc.cfm?picture=97906070125.jpg&startrow2=4801&startrow=1&count=26&counter=32)
Αυτά, ώστε να αντιληφθούμε το κλίμα και της τότε εποχής (1979), τις συμφωνίες που υπογράφονταν από το χουντικό καθεστώς με την γείτονα το 1971, αλλά και της σημερινής εποχής, το οποίο είναι ένα κλίμα έντασης που μεθοδεύει η Τουρκία από την μεθοριακή περιοχή του Έβρου έως τα Ίμια, το Καστελόριζο και την Κύπρο, προκειμένου να νομιμοποιήσει αφενός το καθεστώς της, αφετέρου να υπενθυμίζει συνεχώς την αλλεργία που έχει με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Όπως λοιπόν οι 8 βρίσκονται στα χέρια της Ελληνικής δικαιοσύνης, έτσι πλέον και οι 2 βρίσκονται σ’ αυτά της Τουρκικής. Στην εν λόγω Συμφωνία ορίζονται μεταξύ άλλων και οι διαδικασίες σήμανσης καθώς και οι εργασίες συντήρησης της σήμανσης στην επίμαχη περιοχή, αρμοδιότητας των δύο πλευρών. Κρίμα.
του Γιάννη Τζιουρά
Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας,
Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ