1947 και ο εμφύλιος είχε αρχίσει για τα καλά. Τον Ιανουάριο στη Θεσσαλονίκη ξεκινά την κυκλοφορία του το μηνιαίον περιοδικό τέχνης «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ», Βορειοελλαδική επιθεώρηση: τέχνη, σκέψη, δράση, δρχ. 1200. Εκδότης και διευθυντής ο
Παρασκευάς Μηλιόπουλος από το Τσοτύλι λαογράφος, μέγας παραμυθιολόγιος, αναγνώστης παραμυθιών στο πρώτο ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης, ποιητής, πεζογράφος, υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ κατά δήλωσιν του, όπως και Μακεδόνας συγγραφέας επίσης κατά δήλωσίν του. Προστάτης αδέσποτων σκύλων και γάτων, περί τα 50 ζωντανά συντηρούσε τα τελευταία χρόνια που ζούσε στο Τσοτύλι. Εννοείται πως μαλώσαμε δημοσίως και γραπτά αλλά τα βρήκαμε πάλι ότι οι διατηρημένες έχθρες είναι ίδιο των ασημάντων (εμείς δηλαδή είμασταν σημαντικοί αφού...)
Στο περιοδικό γράφουν ποικίλοι λόγιοι της Θες/νίκης, της Κοζάνης και από αλλού: ο Γ. Δέλιος για τον Παλαμά, ο Τ.Π. Γκοσιόπουλος, ο Φ. Παπανικολάου από το Βόιο δάσκαλος, λαογράφος με τα όλα του κι όχι με την παραποίηση και γελοιοποίηση του όρου, η ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία κ.α. Από την Κοζάνη ο Διονύσιος Μανέντης δημοσιεύει το ποίημα «Το πλοίο» με τη σημείωση πως είναι από την συλλογή «Λυγμοί του δειλινού, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς και η οποία μάλλον δεν κυκλοφόρησε ποτέ ή λανθάνει ποιός ξέρει που· αυτόν ο εκδότης συστήνει ως εξαίρετο επιστήμονα και λογοτέχνη· το περίφημο ποίημά του "Η πόρνη" για χρόνια νόμιζαν στην Αθήνα πως είναι του Κ. Βάρναλη (λόγω ίσως συγγένειας ύφους) κι όταν το διάβαζαν σε συγκεντρώσεις τον Κ.Β. ανέφεραν και χειροκροτούσαν, ώσπου ο Ορέστης Λάσκος σε κάποια δημόσια εκδήλωση έβαλε τα πράγματα στη θέση τους φωνάζοντας "Του Μανέντη είναι η Πόρνη του Μανέντη!». Ο Αργύριος Γκιίσσας με τα κοζανίτικα μπέντια του στο τοπικό ιδίωμα και κάποιος Μιχ. Κοζανιώτης με το ποίημα Κοζανιώτισσα
...Στην εκκλησία την Κυριακή θα πας να προσκυνήσεις
Και ίσως και στο νηάημερο θα σύρεις το χορό
Γλυκειά που θάσαι, κόρη μου, και πως θα κοκκινήσεις
σα με το βλέμμα το παιδί σου πει το «σ’ αγαπώ»
Ενδιαφέρον έχει η σελίδα της «Αλληλογραφίας με συνεργάτες κι αναγνώστες στην οποία ο εκδότης Π. Μλπλλς συνομιλεί μ’ αυτούς. Εδώ συναντούμε παρατηρήσεις στον Τ. Γ. Σίσκο δάσκαλο και λιγολόγιο εκ Κοζάνης και στον κ. Χρ. Τιτ(έλη) που του γράφει:
«Τη μετάφραση του Γκαίτε δεν μπορούμε να την κρίνουμε γιατί δεν έχουμε το κείμενο. Το ίδιο αυτό ποίημα (πρόκειται για το «Ξωτικό») θα ξέρετε πως το έχει μεταφράσει και ο Ι. Παπαδιαμαντόπουλος (Ζαν Μωρεάς) αριστουργηματικά...»
Παραθέτω την πρώτη στροφή σε μετάφραση και των δύο προς γνώσιν και σύγκρισιν.
Ποιος τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;
Είν’ ο πατέρας με το παιδί·
το ’χει στα στήθια του και το χαϊδεύει
και κάπου σκύβει και το φιλεί.
Στο μεσονύχτι, μες στον αγέρα
Είναι ο πατέρας με το παιδί του,
Τώχει στα μπράτσα του, θερμά το σφίγγει
Μα τ’ αγοράκι του, γυρτό στον κόρφο
«...Από την άλλη εργασία σας» σημειώνει ο Π.Μ. «θα δημοσιεύαμε το «‘Ενα τραγούδι απ’ την Κοζάνη» αλλά κρίνουμε απαραίτητες κάποιες διορθώσεις. Συγκεκριμένα: ο τίτλος του που αναφέραμε δε στέκει γιατί δεν αποδεικνύεται πως πράγματι είναι Κοζανιώτικο το τραγούδι του Γιακούπη. Ποιός ο λόγος να αλλάξει τον Κοζ, ιδιωματισμό του με άλλον ο Θ. Σαρχατλής (1826-1898) απ’ το χειρόγραφο του οποίου το πήρατε...» και άλλες παρατηρήσεις λαογραφικού και μικροφιλολογικού περιεχομένου. Ο Χρ. Τιτέλης δημοσίευσε το τραγούδι αυτό στη συλλογή κειμένων του «Επιλογή» 1973 Θεσσαλονίκη και ισχυρίζεται πως η παραλλαγή της Κοζάνης είναι η καλύτερη εκείνης των Γρεβενών, αφού έχει και το τελευταίο δραματικό τετράστιχο στο οποίο ο Γιακούπης σφάζει σαν κριάρι τη γυναίκα του που την έπιασε να τον απατά.
«...Κι απ’ τον τζιαμπά την...κι απ’ τον τζιαμπά την παίρνει
Και το σπαθί του έβγαλε στη γης την γονατίζει
σας το κριάρ’ την έσφαξε και το κεφάλ’ την παίρνει
και την καλή του έπαιρνε, στο άλογο τη δένει
(Τζιαμπάς=χαίτη στα ζώα. Τα μαλλιά της κεφαλής, που γυρίζοντάς τα πίσω, τα αφήνουν να πέσουν στο λαιμό)
Σφάζουν σε όλους τους καιρούς οι απατημένοι σύζυγοι τας εαυτού συζύγους στη λογοτεχνία ή τη λαογραφία, όπως λ.χ στον Νίκο Καββαδία
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ενώ η σφαγή της συζύγου του Μενούση έγινε εκ λάθους και βαρυτάτης μέθης...
Στο φύλλο 2/ Μάρτιος 1947 ο «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ» προκηρύσσει δύο διαγωνισμούς:
1ος για τις δύο καλύτερες εκθέσεις μαθητών με βραβείο δύο ζεύγη παπούτσια ένα αρσενικό και ένα θηλυκό. Τα παπούτσια θα γίνουν με τα καλύτερα ελληνικά υλικά στον καλύτερο τσαγκάρη του τόπου
2ος για το ποιός είναι ο καλύτερος καλλιτέχνης, ζωγράφος δηλαδή. Στο διαγωνισμό αυτό όταν ανακαλύψουν τον καλύτερο θα του δώσει ως δώρον ένα κουστούμι ρούχα με ελληνικό ύφασμα που θα ραφτεί στον καλύτερο ράφτη του τόπου, εξυπακούεται.
Ναι, αυτά είναι βραβεία κι όχι τα κρατικά, της ακαδημίας των περιοδικών, των θεσμών των συλλόγων, δήμων, κ.λπ.
ΥΓ. Λίαν δύσκολες εποχές για έκδοση και συντήρηση πνευματικών περιοδικών (άθλος τότε) όπως και η σημερινή άλλωστε.