Μνήμες που σε κάνουν να δακρύζεις χωρίς δάκρυα. Γυμναστικές επιδείξεις στην πλατεία, Κυριακή με όλο το χωριό μαζεμένο και σε γιορτινή διάθεση. Βλέπω σήμερα τους συμμαθητές και ιδίως τις συμμαθήτριές μου, άδολα λουλούδια της υπαίθρου κάποτε, εντελώς ασύμμετρες τώρα, γυναίκες οργωμένοι αγροί που γίναν ένα με το χώμα χωμένες στην καθημερινότητα, χαμένες στην κατάπληξη του τίποτα. Κι εμείς αγριόχορτα ακούρευτα ή κουρεμένα εν χρω και σήμερα πλαδαρά μαλάκια δίθυρα.
Τετραγωνίζαμε με ασβέστη την πλατεία και πάνω τους όλοι μας κατά σειρά και καθ΄ ύψος. Αρχίζαμε τις ασκήσεις με το γεραρό εκφώνημα του δασκάλου (Πολυχρόνη Παπαδόπουλου να πω). Ακόμα με συναρπάζουν τα παραγγέλματα, τόσον ποιητικά, στα οποία υπακούαμε μηχανικά αλλά μεθ’ ακριβείας:
«Προεισαγωγικόν άλμα»
«Διαστάσεις ανατάσεις διαστάσεις εκτάσεις
«Στον τρίτο χρόνο κάθισμα βαθύ»
«Κρούση των παλαμών άνω»
«Μεσολαβή»
«Ατενώς»... κ.α.
Οταν τέλειωνε η επίδειξη των σωμάτων άρχιζαν κύκλω οι καλές, παλιές μου συμμαθήτριες, ναι αυτές που σήμερα σχεδόν ούτε βλέπεις ούτε σε βλέπουν, να τραγουδούν και να χορεύουν τα σχολικά τραγούδια, που κάθε άλλο μόνον τέτοια ήταν σήμερα όταν τ’ ακούς ακόμα και σαν απόηχος μνήμης, γονατίζεις, από τη γλυκιά αναπόληση εκείνου που πέρασε οριστικά, για να φιλήσεις το χώμα της πλατείας, που δεν έχει, ή τα χόρτα της αυλής του σχολείου που το καλοκαίρι θέριευαν αλλά τώρα δεν υπάρχουν. Ξενιτεμένος που επιστρέφει να βρει ρίζες στο χώμα και πέφτει στην άσφαλτο ή στους κυβόλιθους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
«Γαϊτάνι είχα στο πλεχτί και τσόχα εις το ράφτη
και ξένο εις την ξενιτειά και καρτερώ τον να ‘ρτει»
ή
«Χωριό μου όμορφο με τις ραχούλες και τις ρεματιές
που έχεις πεύκα και πλατάνια κι ευωδιάζουν οι μυρτιές...»
ή το ακόμα πιο συγκινητικόν
«Μισεύω και τα μάτια μου
δακρύζουν λυπημένα ...»
αλλά και το πατριωτικόν
«Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα / που έδιωξες τους Βούλγαρους...» αλλά τους Σκοπιανούς έχεις τώρα. Τραγούδι που ακόμα το χορεύουν στους γάμους και τα πανηγύρια ή το αποδίδουν οι στρατιωτικές μπάντες στις παρελάσεις κατά τις επάρσεις κι υποστολές σημαιών και ενθουσιάζουν ούτω πως το ακροατήριον.
«Και τι δεν θα ‘δινα, λοιπόν, να ξαναϋπάρξω σ’ εκείνη την πλατεία.
(Ολα να τα δώσεις ποτέ δεν θα ξαναϋπάρξεις.)