- Καταρχήν η δημόσια διαβούλευση είναι παρωδία, καθώς, όπως φρόντισε να μας ενημερώσει στις 30/11 από τη Βουλή ο βουλευτής Σύριζα Ν. Κοζάνης Δ.Δημητριάδης, το κείμενο «είναι συμφωνημένο με τους διεθνείς θεσμούς». Αφού λοιπόν είναι συμφωνημένο, προς τι η κωμωδία της διαβούλευσης; Προφανώς γι’ αυτό, το άσκοπα φλύαρο και χωρίς συνοχή κείμενο δείχνει γραμμένο για να ικανοποιήσει την ΕΕ, όχι να καλύψει τις εθνικές ανάγκες.
Ο τίτλος «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα» (ΕΣΕΚ) είναι ψευδεπίγραφος, στην πραγματικότητα, όπως και το αντίστοιχα αποτυχημένο σχέδιο του Μαρτίου 2012, («Οδικός Χάρτης για το 2050»), της τότε κυβέρνησης, είναι ένα σχέδιο μείωσης εκπομπών «αερίων του θερμοκηπίου». Στην πραγματικότητα, ένας Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός είναι μια μελέτη κάλυψης των αναγκών με τεχνολογικά ουδέτερο τρόπο και με στόχο, μεταξύ άλλων, την προσιτή ενέργειας για τους πολίτες και για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Δυστυχώς η διάσταση αυτή απουσιάζει επιδεικτικά απ’ το ΕΣΕΚ. Κι όμως η ενεργειακή φτώχεια μαστίζει πλέον την Ελλάδα και όλα τα ενεργειακά προϊόντα υπερφορολογούνται.
Η προβλεπόμενη για το 2030 μείωση εκπομπών 63% για τους τομείς που εντάσσονται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (ETS), είναι εντελώς απαράδεκτη, πέραν πάσης λογικής και πολύ πέραν των όποιων διεθνών υποχρεώσεων της χώρας. Σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα στην 1η περίοδο εφαρμογής του Πρωτοκόλλου του Κιότο, για την περίοδο 1997-2012 η ΕΕ είχε στόχο μείωσης εκπομπών κατά 8%, ωστόσο η Ελλάδα, ως αναπτυσσόμενη χώρα, είχε λάβει το δικαίωμα ν’ αυξήσει τις εκπομπές κατά 25%. Στη συνέχεια υπάρχει συμφωνημένος γενικός στόχος μείωσης των εκπομπών για το 2020, το 2030 και το 2050 σε επίπεδο ΕΕ, ωστόσο δεν υφίσταται επιμέρους εθνικός νομικά δεσμευτικός στόχος. Όταν λοιπόν η ΕΕ ως σύνολο έχει στόχο για το 2030 μείωση εκπομπών 43% ως προς το επίπεδο του 2005, έτος που η Ελλάδα σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο είχε αυξήσει τις εκπομπές, μια μείωση στα επίπεδα του 35-38% είναι υπερεπαρκής, αφού ήδη το 2016 βρισκόταν κάτω απ’ τα επίπεδα του 1990 (βλ. σελ. 18 του ΕΣΕΚ)! Για ποιο λόγο λοιπόν το ΕΣΕΚ προβλέπει μείωση 63%; Για να φύγει νωρίτερα ο εγχώριος λιγνίτης και να υποκατασταθεί από εισαγόμενο φυσικό αέριο;
Το ΕΣΕΚ πουθενά δεν έχει πρόβλεψη για το αποτέλεσμα που θα έχει στην εξέλιξη των τιμών του ηλεκτρισμού για τους πολίτες και συνολικά την οικονομία. Θριαμβολογεί πως προβλέπει δήθεν «επενδύσεις» 32,7 δισ.€, αλλά δεν εξηγεί πουθενά στους πολίτες πως αυτές οι επενδύσεις θα πρέπει ν’ αποπληρωθούν απ’ αυτούς με μηχανισμούς εγγυημένων κεφαλαιακών αποδόσεων και στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό, που θα κληθούμε να πληρώσουμε οι πολίτες, χωρίς μάλιστα εγγύηση ενεργειακής ασφάλειας. Ιδιαίτερα οι δήθεν «επενδύσεις» για ΑΠΕ, που στο ΕΣΕΚ ανέρχονται σε 8,5 δισ.€, ελέγχονται ως εντελώς μη ανταποδοτικές για τους πολίτες. Τα προηγούμενα χρόνια και μέχρι σήμερα έχουμε ήδη εντάξει 2,8GW αιολικών (για τα οποία πληρώσαμε χονδρικά 3,7 δισ.€) και 2,5GW ηλιακών, (για τα οποία πληρώσαμε χονδρικά 5 δισ.€), τα οποία μας έχουν κοστίσει χονδρικά 8,7 δισ.€. Και τώρα ζητείται διπλασιασμός του ποσού. Τι λοιπόν αγοράζουμε μ’ αυτά τα 17 δισ.€, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά αγορά εξοπλισμού και κατευθύνεται στο εξωτερικό, με πολύ μικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία, ουσιαστικά στην τοποθέτηση; Αν πάμε στη σελίδα 30 της Μελέτης Επάρκειας Ισχύος 2013-2020 του ΑΔΜΗΕ, διαβάζουμε πως "Σε όλα τα σημεία αναφοράς η συμβολή των αιολικών θεωρείται ίση με 10% της συνολικής ισχύος τους". Ακόμα κι αυτό το 10% ωστόσο είναι πολύ, μακροχρόνιες παρατηρήσεις σε Γερμανία-Βρετανία-Δανία απέδειξαν πως η αξιοπιστία ισχύος των αιολικών τείνει προς το 1%, με αποτέλεσμα να απαιτούν διαρκώς στρεφόμενες εφεδρείες ορυκτών καυσίμων και τελικά να μη μειώνονται οι εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου». Τα Φ/Β είναι πολύ πιο αξιόπιστα απ’ τα αιολικά και η Ελλάδα έχει μεγάλη ηλιοφάνεια, ωστόσο δίνουν ενέργεια μόνο λίγες ώρες, ενώ τις βραδινές ώρες, που υπάρχει και η αιχμή της ημερήσιας ζήτησης φορτίου στην Ελλάδα, είναι εντελώς ανύπαρκτα. Με τα μισά απ’ αυτά τα 17 δισ.€ θα μπορούσαμε να έχουμε εκσυγχρονίσει πλήρως τη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή, με πέντε εντελώς νέες μονάδες με τις πλέον σύγχρονες προδιαγραφές, ν’ αξιοποιούμε εγχώριο ενεργειακό πόρο, να έχουμε αποδεδειγμένα αξιόπιστο ρεύμα όλο το 24ωρο και να μειώσουμε και τις εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου» στα επίπεδα των διεθνών συμφωνιών. Μόνο στα ήδη ανοικτά ορυχεία, χωρίς να χρειάζεται άλλο νέο ορυχείο, έχουμε 1 δισεκατομμύριο τόνους απολήψιμου λιγνίτη, αντίστοιχου με 1 δισεκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου. Όσο για τις εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου» από την ηλεκτροπαραγωγή, αυτές έχουν ήδη μειωθεί πάρα πολύ στα χρόνια των μνημονίων. Το «κόστος ευκαιρίας» των «επενδύσεων» σε ΑΠΕ, που προτείνει το ΕΣΕΚ είναι απίστευτα κακό!
Η Ελλάδα είναι απ’ τις πιο εξαρτημένες ενεργειακά χώρες της ΕΕ. Κι ενώ το ΕΣΕΚ το επισημαίνει, προτείνει ταχεία και εντελώς αδικαιολόγητη μείωση της συμμετοχής του εγχώριου λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή. Το πρόσχημα είναι προκειμένου δήθεν ν’ αντικατασταθεί από ΑΠΕ, στην πραγματικότητα όμως θ’ αντικατασταθεί από 100% εισαγόμενο φυσικό αέριο, επιδεινώνοντας τόσο την ενεργειακή εξάρτηση όσο και το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Την ίδια στιγμή η Γερμανία π.χ. διατηρεί σε λειτουργία 15 παλιές λιγνιτικές μονάδες της δεκαετίας του 1960 και 1970 (6 στο Niederaussem (1965-1974), 4 στο Weisweiler (1965-1975) και 5 στο Neurath (1972-1976)), συνολικής ισχύος 6,52GW και η κυβέρνηση δεν συζητά να τις κλείσει, καθώς θα τεθεί σε κίνδυνο η ενεργειακή ασφάλεια της Γερμανίας: τα άνω των 100GW ΑΠΕ που έχει ήδη εγκατεστημένα δεν είναι ικανά να εγγυηθούν απολύτως τίποτα!
Η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή περιορίζεται στο ΕΣΕΚ επικίνδυνα πολύ, οι 12TWh το 2020, 10TWh το 2025 και 9,3TWh το 2030 είναι επικίνδυνα χαμηλά για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και την αξιόπιστη λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος. Είναι απολύτως απαραίτητο η συμμετοχή του λιγνίτη να παραμείνει κατ’ ελάχιστον στις 16-18TWh και να μειωθεί η συμμετοχή των εισαγόμενων καυσίμων, πετρελαίου και φυσικού αερίου. Στην κατεύθυνση αυτή είναι απολύτως απαραίτητη η κατασκευή της μονάδας Μελίτη 2, που είχε δημοπρατηθεί απ’ τη ΔΕΗ προ 10ετίας, μπορεί να κατασκευαστεί έως το 2025-26 και με διάρκεια ζωής 30-40 ετών να παραμείνει έως το 2055-65. Η διασύνδεση των νησιών θα βοηθήσει επίσης σημαντικά στην κατεύθυνση αυτή, καθώς θ’ αυξηθεί το φορτίο βάσης του συστήματος, που καλύπτει ο λιγνίτης. Θα βοηθήσει επίσης η ανάπτυξη Φ/Β αντί για τα αιολικά, (ανάπτυξη σε χέρσες εκτάσεις και σε στέγες, ποτέ ξανά σε χωράφια), καθώς αφενός θα αμβλυνθούν οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών ενάντια στα αιολικά και μειώνεται η απαίτηση για συνεχώς στρεφόμενες εφεδρείες φυσικού αερίου. Το ίδιο ακριβώς προβλέπει ο Ενεργειακός Σχεδιασμός της Πολωνίας, που δόθηκε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση: διακόπτεται η ανάπτυξη χερσαίων αιολικών επειδή και υπάρχουν κοινωνικές αντιδράσεις και δεν μειώνουν εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου». Με τον τρόπο αυτό διατηρείται στοιχειώδης ενεργειακή ασφάλεια, υπάρχει χώρος για ανάπτυξη ΑΠΕ (Φ/Β κι όχι αιολικά, τα Φ/Β είναι πλέον φθηνότερα απ’ τα αιολικά), μειώνονται οι εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου» από την ηλεκτροπαραγωγή, βελτιώνεται το εμπορικό ισοζύγιο και η Ελλάδα θα είναι συνεπής στις διεθνείς δεσμεύσεις της. Παράλληλα θα υπάρξει πιο ομαλή μετάβαση των λιγνιτοπαραγωγών περιοχών σε καθεστώς μειωμένης παραγωγής.
Παρατηρώντας σε σχόλιο της διαβούλευσης, πως με χρήση του σταθμισμένου κόστους ηλεκτροπαραγωγής (LCOE) τα αιολικά & Φ/Β είναι οικονομικά πιο συμφέροντα απ’ τη νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5, επισημαίνω πως τα αιολικά & Φ/Β δεν εγγυώνται ηλεκτροδότηση και το κόστος της μη ηλεκτροδότησης για την κοινωνία είναι ανυπολόγιστο. Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες του αποτυχημένου οδικού χάρτη για το 2050, που συζητούν με όρους LCOE για διακοπτόμενες ΑΠΕ, υπονοούν πως η Ελλάδα πρέπει να ηλεκτροδοτείται από φυσικό αέριο. Δεν υπάρχει σήμερα άλλη διαθέσιμη αξιόπιστη τεχνολογία κι αυτό αποδεικνύεται απ’ τα συνεχιζόμενα επί 2,5 χρόνια μπλακ-άουτ της Ρόδου. Όσοι μιλούν για ταχεία και μεγάλη διείσδυση των διακοπτόμενων ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή πρέπει να πουν και με ποιο τρόπο αυτό θα επιτευχθεί τεχνικά και ποιο θα είναι το κόστος για τους πολίτες και την οικονομία, λαμβάνοντας υπόψη πως η Ελλάδα είναι μια ηλεκτρικά σχεδόν απομονωμένη νησίδα στην άκρη της Ευρώπης. Διαφορετικά πρόκειται για ανεδαφικό και ουτοπικό ευχολόγιο, που οδηγεί σε ηλεκτροπαραγωγή από 100% εισαγόμενο φυσικό αέριο.
Η εστίαση της εισαγωγής της ηλεκτροκίνησης στα οχήματα δεν είναι η καλύτερη στόχευση. Η ηλεκτροκίνηση μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί πολύ ταχύτερα στα δίκυκλα, καθώς κινούνται σχεδόν αποκλειστικά στα μεγάλα αστικά συγκροτήματα και στα νησιά. Είναι επίσης πολύ πιο εύκολο να υπάρξει Ελληνική προστιθέμενη αξία, με συναρμολόγηση ή κατασκευή δικύκλων, π.χ. στη Δυτική Μακεδονία, στα πλαίσια της μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή. Σχετική πρόταση είχα δώσει το 2015 στον Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας, το 2016 στη ΔΕΗ και το 2018 στον Αναπλ. Υπουργό ΥΠΕΝ. Προτεραιότητα για τη χώρα πρέπει ν’ αποτελεί η απεξάρτηση απ’ τις εισαγωγές υδρογονανθράκων, η πλήρης απεξάρτηση απ’ το λιγνίτη μπορεί να επιτευχθεί, αν είναι απαραίτητο και τεχνολογικά εφικτό, περί το 2050-2060. Νωρίτερα απ’ την περίοδο αυτή δεν είναι τεχνολογικά και οικονομικά εφικτό.
Το Πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον» είναι απολύτως απαραίτητο να διατηρηθεί σε συνεχόμενη βάση για όλα τα επόμενα χρόνια και με ενισχυμένη χρηματοδότηση, καθώς πρόκειται για πρόγραμμα με εξαιρετικά μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία και δίνει μεγάλη ανάσα στον κλάδο της οικοδομής. Ταυτόχρονα μειώνει τις ενεργειακές ανάγκες των κτηρίων, συνεπώς πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις πιο ψυχρές κλιματικές ζώνες της χώρας.