Μας τα είχαν πει εδώ και καιρό.
Αρκετοί ήταν αυτοί που τότε, στις
5/9/2010, κατήγγειλαν το γεγονός. Φτάσαν μέχρι την κορφή του γι' αυτό. Ορειβάτες, δρομείς, εθελοντές διασώστες, κτηνοτρόφοι, πολιτιστικοί σύλλογοι, ιππείς, απλοί άνθρωποι.
Στις
9/8/2010 οι δρομείς με επιστολή τους καταγγέλλουν εκ νέου την επικείμενη βεβήλωσή του.
Στις
2/8/2010 οι αντιδράσεις συνεχίζονται.
Στις
27/2/2013 μια πλήρης καταγγελία ήρθε από τον Σύλλογο Βλατσιωτών Λάρισας και τον τότε Πρόεδρο του Συλλόγου, Κώστα Βασβατέκη. Αποδέκτες της επιστολής, από τον πρωθυπουργό ως τους δημάρχους των ενδιαφερόμενων δήμων, Εορδαίας και Βοϊου, τους δασάρχες, τον Υπουργό Περιβάλλοντος, την αποκεντρωμένη διοίκηση Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας, όλες τις οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος,
Greenpeace, κ.ο.κ.
Στις
3/9/2013 το θέμα επανέρχεται με την τότε κατασκευαστική εταιρεία να υπερθεματίζει και τους δημάρχους να ομοφωνούν, Βλάστης και Εορδαίας.
Ένα χρόνο μετά, στις
18/3/2014, πάλι ο Κώστας Βασβατέκης σημειώνει εκ νέου τα ίδια, καθώς, το δημοτικό συμβούλιο Εορδαίας συσπειρώθηκε γύρω από την ίδια θέση, δίνοντας κατά πλειοψηφία θετική γνωμοδότηση εκ νέου.
Στις
9/10/2018 ανακοινώνεται ότι το έργο προχωρά και ότι με ελικόπτερα γίνονται οι μεταφορές.
Στις
5/12/2018 οι ανεμογεννήτριες ανέρχονται στις 170, από 20 που είχε αρχικά ανακοινωθεί, ο δρόμος πρόσβασης έχει ήδη κατασκευαστεί, οι όποιες αντιδράσεις έχουν αποσιωπηθεί, φιμωθεί ή καταστεί ανεπαρκείς μπροστά στο κέρδος. Οι νυν δήμαρχοι ομοστρατεύονται εκ νέου.
Στις
8/12/2018 καταγγελία για έγκλημα στο Σινιάτσικο έρχεται από τη Θεσσαλονίκη.
Το να προσπαθήσει κανείς να ανασκευάσει τα όποια επιχειρήματα των “κοντόφθαλμων οραματιστών” είναι μάταιο. Όσο οφθαλμοφανής ήταν ο θάνατος του μικρού παιδιού
στη φωτογραφία του Kevin Carter και όσο μάταιο το να πιστέψει κανείς ότι το αρπακτικό που προσδοκούσε τον θάνατό του δεν θα ορμούσε αμέσως μετά.
Τα αρπακτικά ήδη ορμούν. Ήδη βεβήλωσαν την ιερότητα του Άσκιου όρους. Της μόνης ομορφιάς που απέμεινε σε αυτόν τον απορφανισμένο από ομορφιά τόπο. Οι μόνιμοι κάτοικοι του όρους, άγρια ζώα, δέντρα, θάμνοι, αγριολούλουδα, πουλιά, δεν ρωτήθηκαν, δεν θα ρωτηθούν ποτέ.
Ούτε και εμείς ερωτηθήκαμε.
Δεν ξέρω πού είμαστε σήμερα όλοι αυτοί.
Δεν ξέρω πού είμαστε σήμερα όλοι αυτοί.
Δεν ξέρω πού είμαστε σήμερα όλοι αυτοί.
Όλοι αυτοί που το αγαπήσαμε και το αγαπάμε και δεν κατορθώνουμε να το υπερασπιστούμε. Και ήρθαν και το ρήμαξαν. Και οι άλλοι το ξεπούλησαν όσο-όσο ή έως ότου εντοπίσουν τη συμφέρουσα τιμή. Μια τιμή που θα τους συμπεριλάμβανε ασφαλώς. Αυτοί οι “χαμηλής βλάστησης”. Όταν εκείνου η χαμηλή βλάστηση, το ξερό κλαδί του κι η πέτρα του, είναι ανυπολόγιστης αξίας.
Αυτοί οι Εφιάλτες που είναι ομοεθνείς και όχι άλλοι.
Που θα αφήσουν για στίγμα της ζωής τους τα ανεπανόρθωτα λάθη τους. Που θα τα υποστούν όλα και δίχως εξαίρεση τα παιδιά μας και τα παιδιά τους.
Η φιλοπατρία είναι ένα πολύ σπάνιο άνθος που έχει εξαφανιστεί από την ενδοχώρα προ πολλού.
Η κατάσταση -όπου κι αν κοιτάξει κανείς- είναι τραγική.
Δεν μας έμεινε πατρίδα για να ζήσουμε. Δεν μας έμεινε πατρίδα.
Κι ας είναι αυτή η μόνη μας πατρίδα.
Πώς να κοιτάξει κανείς τα μάτια των παιδιών τούτης της χώρας; Για ποιον κόσμο να τους μιλήσει;
Για ποιο δίκαιο, για ποιο καλό, για ποια ομορφιά, για ποια καλοσύνη; Όταν κατισχύουν διαρκώς τα αντίθετα. Όταν έχουν βαλθεί όλα να σε πείσουν ότι είναι μάταιο, ότι μόνο τα αντίθετα, μόνο τα αντίρροπα κυβερνούν. Πόσο υποκριτής θα πρέπει να είναι κανείς για να προσπαθήσει να πείσει, έστω και ένα παιδί, ότι υπάρχει περίπτωση να σωθεί κάτι. Τα όπλα μας καταρρέουν. Κι ωστόσο αυτά τα παιδιά και οι ψυχές τους είναι τα μόνα μας όπλα. .
Πόση υποκρισία ζυγίζουν τα περιβαλλοντικά προγράμματα, πόση τα σχολικά μας εγχειρίδια; Πόσες υφέρπουσες σκοπιμότητες κυοφορούνται στα γρανάζια τους;
Πόση αλαζονεία ζυγίζει ο καθένας από όλη αυτή -την πρώην, την νυν και την επόμενη- Εφιαλτική εξουσία;
Πόση θρασύτητα ζυγίζει η απαιδευσιά του Νεοέλληνα;
Πόσο ωχαδερφισμό η ασύστολη καταστροφή του τόπου;
Πόση κερδοσκοπία η καιροσκοπία;
Πόση καιροσκοπία η κερδοσκοπία;
Πόσους προδότες ζυγίζει η πατρίδα σήμερα;
Θυμάμαι τώρα ένα ποίημα του 1897. Δεν είναι του Ρήγα, αν και θα μπορούσε να είναι. Θα μπορούσε να είναι και άλλων. Ελλήνων ασφαλώς. Είναι όμως του Γάλλου ποιητή
Frederi Mistral.
Που αγάπησε την Ελλάδα ασφαλώς παραπάνω από τους Έλληνες. Το ποίημα αυτό, γραμμένο για τον αγώνα των Κρητικών κατά των οθωμανικού ζυγού, ξεσήκωσε αυτούς που ξεσηκώνονταν τότε με έναν και μόνο στίχο:
Η Κρήτη ελευθερώθηκε. Λένε πως βοήθησε και το ποίημα του
Mistral. Το ποίημα μετέφρασε στην ελληνική ο Παλαμάς. Το διάβασε ο
Βενέζης στην Τράπεζα της Ελλάδας όπου δούλευε μες στην καρδιά της Κατοχής, 25 Μαρτίου 1943, συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε στο Μπλοκ
C των φυλακών Αβέρωφ, ετοιμαζόταν για εκτέλεση, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός με την κατακραυγή του τότε πνευματικού κόσμου πέτυχαν την αποφυλάκισή του.
Οι στίχοι κάποτε δεν αστειεύονται. Και οι άνθρωποι που τους γράφουν και τους υποστηρίζουν επίσης κάποτε δεν αστειεύονται.
Ζούμε σήμερα την απώλεια του ό,τι αληθινού. Και την καπηλεία του. Ζούμε τη βαβυλωνία των ιδεών. Η φιλοπατρία βαφτίστηκε εθνικισμός, τη φιλοπατρία διεκδικούν στην Ελλάδα του 2018 μόνο οι εθνικιστές. Οι υπόλοιποι παραδωθήκαμε αμαχητί. Ψελλίζουμε όταν αυτοί διεκδικούν την “πατρότητα” της πατρίδας. Κι όταν μιλήσουμε, είμαστε γραφικοί. Γραφικοί και όταν πάμε να χτυπήσουμε τα μπετά και τις ανεμογεννήτριες με τα πλήκτρα και μόνο.
Πώς να σώσεις ένα βουνό από τον άνθρωπο.
Μπορείς μονάχα να το προτρέψεις. Όπως το έκανε το 1975 “Πικραινόμενος εν εαυτώ” ο Κώστας Μόντης. Θα μου πεις τι πέτυχε. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Το χρέος του έκανε ο ποιητής. Πικραινόμενος εν εαυτώ. Το χρέος προς τον εαυτό του και τον τόπο του. Αυτό μόνο:
Ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους
Θυμάμαι τώρα τα όσα έγραψε η Πηνελόπη Δέλτα στον Πέτρο Βλαστό στις 6/19-4-1922. Λόγια που δεν τα ξεχνάς εύκολα και που ουδεμία αμφιβολία αφήνουν για την απώλεια της όποιας ελπίδας:
“Βλέπω έναν έναν, όλους τους έξω Έλληνες, ν' απομακρύνονται από το κέντρο, που είναι η Αθηναϊκή σκουληκοφωλιά, και να το παρατάν στα σκουλήκια που κάνουν ό,τι θέλουν. Συλλογίστηκα πολύ το λόγο του Goethe, “Σκούπιζε το κατώφλι σου αν θες να είσαι καλός πολίτης”. Εμείς δε σκουπίζομε το κατώφλι μας. αλλά και βρωμίζομε την αυλή του γείτονα.
[...]
Κι εγώ τους περισσότερους Έλληνες δεν τους καταλαβαίνω πια. προσθέτω και κάτι άλλο, πιο θλιβερό, τους περισσότερους Έλληνες δεν τους αγαπώ πια. Μα γεννηθήκαμε σε τούτη τη φυλή”.
Πηνελόπη Δέλτα, Αλληλογραφία, Εστία, 1997, σελ.12
Δεν ξέρω πού είμαστε σήμερα όλοι αυτοί -όσοι αγαπήσαμε και αγαπούμε το Σινιάτσικο. Όσοι δεν μας δένουν “δεσμοί αίματος” μαζί του αλλά αγάπης και μόνο. Περισσότερης αναμφίβολα από όλους αυτούς τους “οικείους” που διεκδικούν εντοπιότητα και που το παρέδωσαν άνευ όρων -πλην της τσέπης.
Δεν ξέρω πού είμαστε σήμερα όλοι αυτοί. Νιώθω όμως δυστυχώς πού θα βρεθούμε αύριο.