να πεί ένα λόγο παρηγορητικό και για εκείνους τους πολιτικούς, αναλυτές και δημοσιογράφους οι οποίοι πήραν τοις μετρητοίς όσα οι ίδιοι έλεγαν μήνες τώρα, ελπίζοντας ότι κάποιος από μηχανής Θεός θα εμφανιστεί τελευταία στιγμή και σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία η Συμφωνία θα καταρρεύσει. Δεν αναφέρομαι σε εκείνους που καλή τη πίστει αλλά εσφαλμένα θεωρούν ότι με την Συμφωνία θίγεται η ταυτότητα τους και κινδυνεύει η χώρα. Αυτοί θα πειστούν με την πάροδο του χρόνου και η ίδια η εφαρμογή της Συμφωνίας θα διασκεδάσει τις ανησυχίες τους. Αναφέρομαι σε εκείνους που γνωρίζουν καλά ότι αυτά που λένε είναι φούμαρα, στο παρελθόν είχαν υποστηρίξει ακριβώς τα αντίθετα αλλά έδωσαν με λύσσα την μάχη με ψευδή, έμπλεα εθνικολαικισμού εκφοβιστικά επιχειρήματα υποτάσσοντας τα πάντα σε μια επιδίωξη: να δεχθεί πλήγμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Και εκτός δραματικού απροόπτου την μάχη αυτή την χάνουν πανηγυρικά γιατί εντός Ιανουαρίου η Βουλή της γείτονος θα επικυρώσει την Συμφωνία και θα ακολουθήσει η ελληνική πλευρά.
Αξίζει, λοιπόν, να παρακολουθήσουμε την διαδρομή των χαμένων μαχών που έδωσαν εγκαταλείποντας μια μια τις γραμμές άμυνας.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Ζάεφ άρχισε να ξηλώνει τα αγάλματα του Μεγαλέξανδρου και μαζί τον εθνικιστικό μύθο του Γκρουέφσκι και την παραχάραξη της Ιστορίας. Τότε οι μετέπειτα «Μακεδονομάχοι χωρίς αιτία» είπαν : «αυτό δεν είναι τίποτε πρέπει να αλλάξουν και το όνομα». Όταν έγινε σαφές από τους δυο ΥΠΕΞ ότι θα προχωρήσουν ακριβώς προς αυτήν την κατεύθυνση, είπαν : «Σιγά μην ενδιαφέρεται ο ΣΥΡΙΖΑ να λύσει το ζήτημα. Πως θα το κάνει με τον Καμμένο; Το μόνο που τον απασχολεί είναι να διασπάσει την ΝΔ». Όταν ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις επί της ουσίας, έπεσε ταραχή μεγάλη. Η πρώτη τους αντίδραση ήταν να υποβαθμίσουν το ζήτημα . Είπαν: « Δεν είναι στις προτεραιότητες της χώρας. Όλα πρέπει να υποταχθούν στην ανάγκη να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και μετά βλέπουμε».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στους «Μεταβλέπουμε» συγκαταλέγονται και πολλοί από εκείνους οι οποίοι όταν επί Σημίτη προέκυψε το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες έλεγαν άλλα. Θεωρούσαν - και πολύ σωστά- το θέμα πρωτεύον, ζήτημα δικαιωμάτων και δημοκρατίας. Τώρα για ένα θέμα που έχει ταλαιπωρήσει και εκθέσει διεθνώς την χώρα για 26 χρόνια, που άπτεται της γεωπολιτικής της θέσης και του ρόλου της στα Βαλκάνια, έχουν την συμπεριφορά εκείνων που τότε κατήγγειλαν για ανευθυνότητα και μικροπολιτική. Μέχρι εκείνη την στιγμή η ΝΔ δεσμευόταν από την γραμμή του Βουκουρεστίου για σύνθετη ονομασία erga omnes ενώ και παράγοντες του κεντροαριστερού χώρου υπερακόντιζαν γράφοντας ότι δεν απαιτείται καν αλλαγή του Συντάγματος της γείτονος γιατί υπάρχει σχετική πρόνοια στην ενδιάμεση Συμφωνία. Δυστυχώς για όλους αυτούς scripta manent. Σε μια μέρα τα κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, πέρασαν στην απόλυτη άρνηση.
Το θέμα της ονομασίας που ήταν ο πυρήνας της διαφοράς και επιλύθηκε με τρόπο παραπάνω από ικανοποιητικό θεωρήθηκε δευτερεύον και ανακαλύφθηκαν προβλήματα γλώσσας και εθνότητας τα οποία ουδέποτε μας είχαν απασχολήσει στο παρελθόν. Όταν υπογράφηκε η Συμφωνία των Πρεσπών η αντιπολίτευση και τα φιλικά προς αυτήν ΜΜΕ εναπόθεσαν πλέον τις ελπίδες τους στην εθνικιστική αντιπολίτευση στην γείτονα η οποία καταπολεμούσε με το ίδιο πάθος την Συμφωνία.
Ο Ζάεφ όμως τους απογοήτευσε συγκεντρώνοντας τον απαιτούμενο αριθμό των 80 βουλευτών. Και προχώρησε ακόμα περισσότερο . Μετά από πρόταση Αλβανών βουλευτών αποσυνδέθηκε ρητά η ιθαγένεια - υπηκοότητα από την εθνότητα, δίνοντας την χαριστική βολή στο ούτως η άλλως διάτρητο επιχείρημα περί «παράδοσης της Μακεδονικής εθνότητας». Όλο αυτό το διάστημα κόμματα ταυτισμένα είτε με τον ατλαντισμό είτε με την ΕΕ σε μια κωμική αντιστροφή ρόλων άρχισαν να κατηγορούν Ευρωπαίους και Αμερικάνους για την υποστήριξη που έδωσαν στην Συμφωνία και κατ επέκταση στους Τσίπρα και Ζάεφ. Μέχρι και η διάσωση των συντάξεων συνδέθηκε με τις Πρέσπες από την αξιωματική αντιπολίτευση. Σε λίγες ημέρες όλα αυτά θα αποτελούν παρελθόν.
Θα μείνει όμως το αποτύπωμα μιας ανεύθυνης πολιτικής που στον βωμό μιας αμφίβολης εκλογικής ενίσχυσης προσπάθησε να δυναμιτίσει μια επωφελή για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνία, αδιαφορώντας αν με αυτό τον τρόπο ενισχύονται οι απόψεις και οι δυνάμεις του εθνικολαικισμού και τελικά της ακροδεξιάς. Υπάρχουν άνθρωποι που από το 1992 στηρίζουν μια πολιτική ειρήνης και συνεργασίας με την γείτονα και δεν άλλαξαν γνώμη επειδή την πολιτική αυτή την υλοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν και άλλοι που είτε πέρασαν στην άλλη όχθη είτε επίμονα και αδικαιολόγητα σιωπούν. Ας μην μιλούν τουλάχιστον για αρχές και επιστροφή στην κανονικότητα όταν κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να παραταθεί μια βλαπτική για την χώρα κατάσταση .
πηγη: TheCaller.gr