περίπου το 80% της παγκόσμιας αγοράς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, ενώ μαζί με τον αμερικανοβρετανικό οίκο Fitch ξεπερνούν το 95%. Το 2002 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ κατέθεσε μια αναφορά στο Κογκρέσο (Report on the Role and Function of Credit Rating Agencies in the Operation of the Securities Markets) διαμηνύοντας την πρόθεσή της να διενεργήσει έρευνα σχετικά με την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων των οίκων αυτών καθώς και σχετικά με το ρόλο τους που σχετίζεται και με τις ολιγοπωλιακές πρακτικές τους. Δεκαοχτώ μήνες αργότερα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσίευσε τα αποτελέσματά της σε μια έκθεση σε αναφορά και με το ομοσπονδιακό θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει την αγορά ομολόγων στις ΗΠΑ. Η έκθεση αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων καθώς αποκαλύφθηκαν στοιχεία που έθεταν πλέον σε αμφιβολία την αξιοπιστία των οίκων αυτών.
Για παράδειγμα αποδείχθηκε πως πολλές επενδυτικές τράπεζες, μεταξύ αυτών και εκείνες που κατέρρευσαν το καλοκαίρι του 2008, χρημάτιζαν τους οίκους αυτούς προκειμένου οι τελευταίοι να διατηρούν τα ομόλογά τους σε υψηλή αξιοπιστία έτσι ώστε αυτά να διακινούνται επιτυχώς στη δευτερογενή αγορά. Επίσης οι δύο μεγάλοι οίκοι αξιολογούσαν τον κολοσσό πετρελαιοειδών Enron, τέσσερις μέρες πριν χρεοκοπήσει, με άριστη πιστοληπτική ικανότητα ενώ αποδείχθηκε πως γνώριζαν την δυσμενή οικονομική κατάσταση της εταιρίας πολλούς μήνες πριν. Τέλος αποκαλύφθηκε επίσης πρόσφρατα πως η Berkshire Hathaway, μία από τις εταιρίες του διάσημου αμερικανού μεγαλοεπενδυτή και ενός από τους τρεις πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, Warren Buffet, κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό μετοχών της Moody's, ζητώντας από τον μεγαλομέτοχο να καταθέσει ενώπιο της αμερικανικής δικαιοσύνης. Μάλιστα το πρακτορείο Bloomberg μετέδιδε πέρυσι τον Μάρτιο πως η αγορά ομολόγων έστελνε το μήνυμα ότι «ήταν ασφαλέστερο να επενδύει κανείς στον Buffet από τον Obama». Η μεγαλύτερη όμως αμφιβολία ως προς το ρόλο αυτών των οίκων δεν είναι η μεθοδολογία που χρησιμοποιούν, ούτε η αδυναμία τους (ή η μη-ηθελημένη πρόθεσή τους) να προβλέψουν την χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ λόγω της φούσκας των ακινήτων, αλλά ο ολιγοπωλιακός τους ρόλος και η δύναμη που ασκούν στις αγορές κεφαλαίων. Οι αγορές κεφαλαίων δεν είναι σε καμία περίπτωση πανέξυπνες. Δεν είναι όμως και ανόητες. Δεν μπορούν να οργανωθούν, δεν έχουν δηλαδή τον βαθμό οργάνωσης που έχουν τα κράτη ή δεν λαμβάνουν τις μορφές συνεργασίας των τελευταίων. Όμως οι αγορές, αν θέλουμε να δώσουμε έναν ορισμό, είναι όταν πολλοί άνθρωποι περιμένουν να συμβεί κάτι. Επομένως αν φέρουμε στη μνήμη μας τα λεγόμενα του Gustave Le Bon στην «Ψυχολογία των Μαζών», οι πεποιθήσεις και οι ιδέες των μαζών είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες και ευαίσθητες σε δράσεις-αντιδράσεις.
Εξειδικεύοντας τα λεγόμενα του Le Bon, βλέπουμε πως οι παράγοντες των απόψεων των μαζών, όπως είναι οι εικόνες-λέξεις, οι ψευδαισθήσεις, η εμπειρία και η λογική, ισχύουν vis-à-vis και για τους επενδυτές. Σε καμία περίπτωση οι οίκοι αυτοί δεν απαγορεύουν ή αποτρέπουν κάποιον από το να επενδύσει κάπου, συγκεκριμένα στην περίπτωσή μας, σε ομόλογα κρατών. Οι οίκοι έχοντας την έδρα τους στις ΗΠΑ διατείνονται στις προσφυγές που τους ασκούνται από εταιρίες ή κράτη πως «εκφράζουν άποψη», όπως για παράδειγμα εκφράζει άποψη και μια εφημερίδα, με συνέπεια να καλύπτονται από το Αμερικανικό Σύνταγμα (ιδιαίτερα έπειτα από την πρώτη αναθεώρησή του) και από το περίφημο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Είναι όμως έτσι; Μαζί με τους «Μεγάλους Τρεις» λειτουργούν επίσης και άλλοι στις ΗΠΑ καθώς και σε άλλα κράτη (όπως Αυστραλία, Καναδά, Ιαπωνία, Ρωσία) που αντιστοιχούν στο υπόλοιπο 5% της αγοράς πιστοληπτικής αξιολόγησης. Πρόσφατα μάλιστα ο κινεζικός οίκος Dagong Global, ζήτησε άδεια από τις ΗΠΑ να λειτουργήσει και στην επικράτεια της τελευταίας, άδεια την οποία όμως δεν πήρε ποτέ.
Η Ευρώπη τώρα προσπαθεί να δημιουργήσει έναν παρόμοιο οίκο για δικό της όφελος. Γιατί; Τώρα κατάλαβε την εξουσία που έχουν οι οίκοι αυτοί, όπως αναλύει και ο T. Sinclair στο πρόσφατο βιβλίο του «The New Masters of Capital: American Bond Rating Agencies and the Politics of Creditworthiness»; Δεν γνώριζε πως εδώ και εκατό χρόνια λειτουργούν τέτοιου είδους εταιρίες. Δεν γνώριζε από τη δεκαετία του 70 και μετά, όταν ο νεοφιλελευθερισμός απογειώθηκε στη Δύση, πώς λειτουργούν οι αγορές σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον; Στο Μάαστριχ; Όταν σχεδίαζε το ευρώ; Αποδεικνύεται περίτρανα πως οι Ευρωπαίοι, όπως πολλοί υποστηρίζουν, λειτουργούν με την παραδοχή ακόμη του έθνους-κράτους. Με αυτό το βεστφαλικό τρόπο σκέψης αδυνατούν να συλλάβουν την παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα φτιάχνοντας ακόμη χωμάτινους υδατοφράκτες αντί για φράγματα. Οι αγορές είναι σαν το ποτάμι. Ακόμη κι αν διακόψεις την ορμή τους παροδικά, εκείνες θα βρουν άλλο δρόμο. Από την άλλη όμως είναι και σαν τη φωτιά όπως έλεγε και ο J. M. Keynes. Όταν τις έχεις σε ένα πλαίσιο κάνουν θαύματα. Τι είναι αυτό που εμπόδισε στην Ευρώπη την ίδρυση ενός τέτοιου οίκου; Οι Συνταγματικοί περιορισμοί των κρατών-μελών της ΕΕ; Ή μήπως ο τρόπος λειτουργίας της αγοράς της;
Στις ΗΠΑ η Επιτροπή που προαναφέραμε επέβαλλε σε επενδυτές, όπως είναι οι επενδυτικές τράπεζες, να χρησιμοποιούν τα στοιχεία εταιριών αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων από εθνικά αναγνωρισμένους στατιστικούς οργανισμούς προς όφελος των πελατών τους. Άλλωστε αυτό δεν επιβαλλόταν μονάχα από την ελευθερία έκφρασης αλλά και από την ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών (Freedom of Information Act). Μέχρι την κρίση του 2007-8 πολλοί οικονομικοί παράγοντες ήταν υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπόψη τις αξιολογήσεις αυτές. Μέχρι και η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη τις δύο καλύτερες αξιολογήσεις των τριών αυτών οίκων. Την τελευταία πενταετία όμως η ανησυχία σε σχέση με τον ολιγοπωλιακό τους ρόλο έδωσε το έναυσμα στο να δημιουργηθούν και άλλοι οίκοι αξιολόγησης, καθώς πολλοί επενδυτές άρχισαν να μην τους λαμβάνουν σοβαρά υπόψη για τις επενδύσεις τους, στρεφόμενοι σε άλλους δείκτες όπως είναι τα spreads ή διάφορα χρηματοοικονομικά προϊόντα (Credit Default Swaps). Έτσι πέρα από την ίδρυση της A.M. Best που αξιολογεί κυρίως ιδιωτικές εταιρίες στις ΗΠΑ, αρχίζουν και κάνουν την εμφάνισή τους και σε άλλα μέρη του κόσμου οίκοι αξιολόγησης. Επίσης το θεσμικό πλαίσιο στις ΗΠΑ που αφορά τους στατιστικούς οργανισμούς δεν περιορίζει την λειτουργία τους άλλα προσπαθεί να σπάσει το ολιγοπώλιο. Όπως αναφέρει και ο L. White, Καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, σε πρόσφατο άρθρο του, το κράτος σε αναφορά με την αγορά των εταιριών υπηρεσιών αξιολόγησης δεν προσπαθεί να περιορίσει ή να ρυθμίσει την λειτουργία ή την ελευθερία δραστηριότητάς τους αλλά επιθυμεί οι τελευταίοι να λειτουργούν όπως κάθε άλλη εταιρία στην αγορά, ανταγωνιστικά και όχι ολιγοπωλιακά ή σε σύγκρουση συμφερόντων.
Κλείνοντας θέλω να επισημάνω πως εάν η Ευρώπη δεν κατορθώσει να ξεπεράσει τον εαυτό της, τότε νομοτελειακά θα χάσει το οφέλη που είχε ως κοινότητα ανεπτυγμένων κρατών. Κι αυτό όχι γιατί δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την αμερικανική οικονομία αλλά γιατί οι αναδυόμενες οικονομίες παρέχουν πλέον μεγαλύτερα οφέλη στους συντηρητικούς επενδυτές απανταχού Γης, ρουφώντας κυριολεκτικά τις επενδύσεις, αδιάφορης της αξιολόγησης των οίκων ή της ολοένα και μεγαλύτερης εξουσίας που έχουν οι τελευταίοι στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Το μόνο πλεονέκτημα που απέμεινε στον Δυτικό κόσμο σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις είναι η ασφάλεια που παρέχουν οι εκδότες των ομολόγων στους επενδυτές. Η Ευρώπη πρέπει να κινηθεί γοργά προς τη σωστή κατεύθυνση βρίσκοντας μια ισορροπία ανάμεσα στο κράτος και την αγορά προκειμένου να διατηρήσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ακόμη κι αν κατακρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα λειτουργεί, βλέπουμε πως οι αδυναμίες μας είναι μεγαλύτερες από τις δυνάμεις μας. Εάν δεν γίνουν συντονισμένες προσπάθειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ανάσχεση της μεταφοράς εξουσίας (όχι την ρύθμιση της οικονομίας!) από την νομιμοποιημένη και ελεγχόμενη από το λαό πολιτική εξουσία σε μια εξ' επίτηδες (και προς όφελος μερικών) άναρχη αγορά που δεν λογοδοτεί πουθενά τότε το αποτέλεσμα θα είναι ολέθριο. Και αυτή η ανάσχεση δεν μπορεί να γίνει από εκείνους οι οποίοι έχουν υπαγάγει στο βωμό της αγοράς ακόμη και τα κύρια συνταγματικά όργανα του κράτους ή που εκμεταλλευόμενοι τους διαύλους διαφθοράς εξουσιάζουν με λευκή επιταγή. Εάν δεν επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος της εξουσίας σε αναφορά με την πηγή της, το λαό, τότε το αποτέλεσμα θα είναι σαν την περιγραφή των μηχανισμών της εξουσίας στο έργο του M. Foucault «Επιτήρηση και Τιμωρία», με αναστροφή αυτή τη φορά του ρόλου του κράτους και της άναρχης αγοράς.
είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων*,
Υπ. Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ