αντικείμενό του είναι η καταπολέμηση της κακοδιοίκησης στους Δήμους, με τη μεσολάβησή του ανάμεσα στον ενδιαφερόμενο δημότη και τις Υπηρεσίες. Στην πράξη δέχεται καταγγελίες δημοτών για κακοδιοίκηση από δημοτική υπηρεσία, μεσολαβεί για να επιλυθεί το πρόβλημα και υποβάλλει πρόταση βελτίωσης προς την διοίκηση του Δήμου. Αποτελεί ανεξάρτητη αρχή και δεν συνιστά όργανο που περιλαμβάνεται στην εσωτερική υπηρεσία του Δήμου. Αναγκαία όμως, για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε, είναι η συνεργασία του Συμπαραστάτη με τις Υπηρεσίες του Δήμου, το Δημοτικό Συμβούλιο και τις βασικές επιτροπές, Οικονομική Επιτροπή και Επιτροπή Ποιότητας Ζωής. Ο Δήμος από την πλευρά του οφείλει να ενημερώνει και να προτρέπει τους δημότες να χρησιμοποιούν το θεσμό, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις, με στόχο τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Ο Δημοτικός Συμπαραστάτης αποτελεί – ή θα μπορούσε να αποτελέσει στην ιδανική εφαρμογή του - ένα χρήσιμο εργαλείο, καθώς βασικό σκοπό έχει την επίτευξη εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών των πολιτών και επιχειρήσεων με τις Υπηρεσίες του Δήμου, την αποφόρτιση των νομικών υπηρεσιών και την αποφυγή διάνοιξης νέων δικών. Το πλεονέκτημά του είναι – σε σχέση ειδικά με το Συνήγορο του Πολίτη – η φυσική παρουσία του στο Δήμο, το ότι ακούει το δημότη και συνομιλεί απευθείας με τις Υπηρεσίες για το πρόβλημα που του έχει καταγγελθεί. Από τη μελέτη των ετησίων εκθέσεων που είναι υποχρεωμένοι να συντάσσουν οι συμπαραστάτες, αποδεικνύεται ότι στους Δήμους στους οποίους υπηρετούν, ολοκληρώθηκε σημαντικός κύκλος ενεργειών για την επίλυση προβλημάτων που αναφέρθηκαν από δημότες.
Βασικό πρόβλημα στην εφαρμογή του θεσμού ήταν η δυσκολία επιλογής του, καθώς προβλεπόταν πλειοψηφία των 2/3 των μελών των Δημοτικών Συμβουλίων, οπότε υπήρχε αδυναμία συνεννόησης και συμφωνίας μεταξύ των δημοτικών παρατάξεων, ώστε να επιλεγεί ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής. Επιπλέον η εφαρμογή του αποτράπηκε από την άρνηση των δημοτικών αρχών να ενσωματώσουν στη λειτουργία των Δήμων ένα τέτοιο πρόσωπο, υπό το φόβο ότι θα ασκούσε συνεχή έλεγχο σε υπηρεσίες και πολιτικό προσωπικό, απαξιώνοντας έτσι στην ουσία το θεσμό. Έτσι, μόνο ένας μικρός αριθμός Δήμων απ’ αυτούς που δικαιούνταν, άνω των 20.000 κατοίκων, προχώρησε στην πρόσληψη δημοτικού συμπαραστάτη.
Με το νέο Νόμο του Κλεισθένη καθιερώνεται ο θεσμός του Δημοτικού Διαμεσολαβητή και γίνεται προσπάθεια για διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης συνεργατικής με επίκεντρο τα προβλήματα των πολιτών μέσα στις πόλεις. Σημαντική αλλαγή έχει επέλθει στην διαδικασία της επιλογής του, η οποία ξεκινά με προεπιλογή των υποψηφίων από το Δήμαρχο, ενώ η τελική απόφαση λαμβάνεται από εκπροσώπους της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων (ΠΕΔ). Επίσης σημαντική μεταβολή, η οποία γίνεται δεκτό ότι ενισχύει το θεσμό, αφορά στα προσόντα του, καθώς απαιτείται να είναι κάτοχος ειδικών πτυχίων (νομικών, διοικητικών, πολιτικών, οικονομικών επιστήμων) και ως εκ τούτου να έχει εξειδίκευση σε αντικείμενα σχετικά με τη διοίκηση.
Από την ανάγνωση του νέου Νόμου συνάγεται ότι δεν αντιμετωπίζονται οι βασικές ελλείψεις και αστοχίες του αρχικού θεσμικού πλαισίου και αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι εισάγονται σημαντικοί θεσμοί, οι οποίοι δεν στηρίζονται και δεν ενισχύονται στη συνέχεια με αποτέλεσμα να μένουν ανενεργοί. Ευθύνη της κεντρικής Κυβέρνησης, για να αξιοποιηθεί ο θεσμός, είναι να εξομαλύνει τη διαδικασία πρόσληψης του Δημοτικού Διαμεσολαβητή και ευθύνη του δημοτικού συστήματος είναι να συναινέσει στην επιλογή ενός προσώπου ικανού που να μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του διαμεσολαβητικού ρόλου.
Της Μένης Κοσματοπούλου (Δικηγόρου - Νομικού Συμβούλου ΟΤΑ)