Στον ΚΑΤΑΔΙΚΟ, όμως, του Κ. Θεοτόκη, του ευγενούς, του πατριώτη, του σπουδαγμένου στην Ευρώπη στο μεταίχμιο του περασμένου αιώνα, του πολύγλωσσου και προοδευτικών αντιλήψεων συγγραφέα, κάνουμε στάση.
Αφού, το Δημοτικό Θέατρο, με νέους ανθρώπους, φανατικούς για θέατρο, τον Λ. Γιοβανίδη Δ/ντή και τον Θ. Λιάκο Πρόεδρο, συνδυάζοντας το παγκόσμιο με το τοπικό, εμπλέκοντας τη μέχρι θανάτου νεανική αγάπη με τις τοπικές λαϊκές φωνές και με την αποκριάτικη κοζανίτικη ψυχή, κατέληξε με τον ΚΑΤΑΔΙΚΟ, σκηνοθεσία Β. Μαυρογεωργίου στην πρωτοπόρα ελληνική κοινωνική λογοτεχνία και δραματουργία κι άγγιξε την πληρότητα.
Σε μια αγροτική κοινωνία, όπου οι οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις διαπερνούν ασφυκτικά ολόκληρη την κοινωνική ζωή, τα πάθη διαρρηγνύουν μια μετρημένη συζυγική ζωή κι η απληστία οδηγεί στην ύβρη, η κατάλυση έρχεται από τη θεωρία της αγάπης, της δικαιοσύνης, εκπορευόμενη από έναν απόκληρο της ζωής, ένα στιγματισμένο, τον Τουρκόγιαννο.
Στο τρίγωνο του ζευγαριού (Γ. Αράθυμος και Μαργαρίτα) και του εραστή της Μαργαρίτας (Π. Πέπονας), ο οποίος δολοφονεί το σύζυγο, ενοχοποιεί όμως τον Τουρκόγιαννο και τον στέλνει φυλακή, παντρεύεται την Μαργαρίτα και δοκιμάζεται από τις ερινύες, η μορφή του Τουρκόγιαννου είναι ο ανατροπέας.
Ο Γιάννης, βαστάζος στο σπίτι του Γ. Αράθυμου, με κρυφό έρωτα για την Μαργαρίτα, είναι γιος μιας Αρβανίτισσας χριστιανής, από το βιασμό που υπέστη από έναν Τούρκο, γιος μιας φτωχής γυναίκας που έναν αιώνα πριν αποφασίζει να φέρει το σπλάχνο της στη ζωή, αλλάζοντας τόπο και σταυρωνόμενη συνεχώς από την υποκρισία της εποχής.
Ο Κ. Θεοτόκης, ένα αιώνα πριν, γίνεται ο προπομπός του δικαιώματος της γυναίκας να γεννήσει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και του δικαιώματος του παιδιού να γεννηθεί, προετοιμάζοντας έτσι με αίμα, τη σημερινή αποδοχή.
«Εγώ, ένα ορφανό παιδί», είναι η αγαπημένη ρήση του Τουρκόγιαννου που συνοψίζει όλη την καταφρόνια που ζει, αφού δεν είναι μόνο ορφανός με την έννοια της στέρησης του γονιού, αλλά ένας ανεπιθύμητος, ένας κυνηγημένος.
Αυτός, ο υποταχτικός,, με την εργατικότητα, την αφιέρωση και την αναγνώριση(έφαγα ψωμί), την έγνοια να προστατέψει την κυρά που έχει ξοκείλει, με την ίδια αγάπη για τους ανθρώπους και τα ζωντανά, την αφελή ειλικρίνεια στη δίκη, την καταδίκη του , το κήρυγμα δικαιοσύνης και μεταμέλειας στη φυλακή, την τυχαία συνάντηση με το Πέπονα στη φυλακή, την καταρράκωση του φονιά που σιωπηλά τον συγχωρεί και τον απαλάσσει από την ευθύνη, αυτός υποτάσσει τις εξελίξεις και δεν κερδίζει μόνο το έλεος, τη συμπάθειά μας, αλλά και την απορία μας μεταμορφωμένη σε θαυμασμό, αφού το θύμα ανυψώνεται στην αγιοσύνη, ενώ στη συνείδησή μας ο πετυχημένος, ο αδίσταχτος, ο δολοπλόκος Πέπονας καταβαραθρώνεται.
Πώς να ηχεί σήμερα η υπέρτατη αγάπη, η εσωτερική ηθική στην κοινωνία του να περνάς καλά, εννοείται με κάθε τρόπο , στην κοινωνία του να είσαι ο εαυτός σου, εννοείται όχι ως ειλικρινής στάση, αλλά ως πρωτοκαθεδρία;
Πώς να φαντάζουν στην κυριαρχία της αδιαφορίας ή του αλληλοσπαραγμού και της εξόντωσης, ιδιαίτερα στην οξυμμένη προεκλογική περίοδο;
Είναι νεκρές αξίες ή υπό αναζήτηση για να καθαρθεί η κοινωνία και να ανακάμψει;
Το λιτό σκηνικό μέχρι πλήρους αφαίρεσης, με κινήσεις υποδηλώνεται ο αγροτικός κόσμος, τα λιτά ρούχα που δεν αλλάζουν και δεν τραβούν το μάτι, ο συνταιριασμένος με τις καταστάσεις φωτισμός, η εξαίσια μουσική με αποκορύφωμα το δημοτικό τραγούδι, οι αισθαντικές ερμηνείες, όλα υπηρετούν το λόγο της ανθρωπιάς (ο άνθρωπος ζει για να ελαφραίνει τον πόνο του άλλου). Κι ο λόγος αυτός απορρέει από ανθρώπους του περιθώριου, απλοϊκούς , ταπεινούς , αχμάκηδες, όπως ο ζωγράφος Θεόφιλος, ο δικός μας Μάκης Σ., όπως ο Τουρκόγιαννος στη συγκλονιστική ερμηνεία του Γιώργου Παπανδρέου.
ΥΓ: Δεν κατέχω τα θεατρικά, είπα όμως να ευχαριστήσω, προσθέτοντας τη φωνή μου στο καλό.
Τάσα Σιόμου