Τετάρτη σήμερα έχουν ετοιμαστεί οι ζυγιές, έχουν καθοριστεί ήδη τα δρομολόγια και το κυριότερο, έχουν προαποφασιστεί τα όρια ανοχής του εξευτελισμού.
Μια χρονιά εκεί πάνω, πάντα μιλάμε για την Κοζάνη, οπουδήποτε αλλού δεν μιλάμε για καρναβάλια, αλλά για ερζάτς χοροεσπερίδες.
Μια χρονιά λοιπόν εκεί πάνω, έχουμε ανέβει από νωρίς, να περάσουμε τριήμερο και τετραήμερο…
Κοιμόμαστε όλοι στου κυρίου Σάκη το σπίτι, κάπου εκεί χαμηλά στην Πυροσβεστική, κοντά. Θυμάμαι μια φορά, που σε αυτό το σπίτι, το ίδιο που μιλάμε τώρα, είχαμε βρεθεί πολλά γομάρια μαζί, απλωμένα στρωματσάδα, μες στη μέση στη σάλα, και καταλαβαίνετε, δεκαετία του ‘ 70, γομάρια πιωμένα, που ροχαλίζουν σαν ατμομηχανές, από την δυσφορία, τι ωραία εικόνα προσφέρουν, για τον επισκέπτη.
Τέλος πάντων, τώρα μιλάμε για άλλη φορά. Είμεθα μεγαλύτεροι και μάλιστα το παίζουμε οικογενειάρχαι. Η Στέλλα ήτανε έγκυος στην Κυριακή. Το τι κλαρίνο κόλλησε επάνω σε εκείνη την κοιλιά, για να ακούει το νεογνό από μέσα, δεν περιγράφεται.
Απ το μεσημέρι ο οικοδεσπότης, κύριος Καραλιώτας, μας είχε παραλάβει και σε ένα καφενείο άρχισε το κοκτέιλ, κονιάκ τριάρι ή και από γκαζοντενεκέ μπορεί, με πορτοκαλάδα με ανθρακικό. Ξέρεις ότι, το ανθρακικό διευκολύνει στην κυκλοφορία. Η ζάχαρη μεγεθύνει, όσο γίνεται περισσότερο, τους βαθμούς αλκοόλης, και έρχεται το τέλος του κόσμου.
Στη αρχή, έχουμε από κοντά μας έναν δόλιο γκάϊντατζή, που τον είχα προειδοποιήσει, «θα φυσάς πολύ», μην στενοχωριέσαι μου ‘λεγε, έχω πλεμόνια . Εγώ επέμενα, «όταν λέμε πολύ εννοούμε παρά πολύ».
Μας είχε από πίσω, κάποια στιγμή κόντευε να σκάσει από το φύσημα, κοκκίνισε ξανακοκκίνισε, και δώστου να πέφτουν τα πενηντάρια. «Σταμάτα ρε θα τιναχτεί στο αέρα ο άνθρωπας». Και δώστου και άλλα, ήρθε ο γκάϊντατζης να σκάσει. Αλλά δεν έσκασε να δούμε και πώς γίνεται αυτό.
Μετά, μας πήρε από πίσω ένας κλαριντζής... Καλό παλικάρι, δεν μπορώ να πω, δεν έχω παράπονο από αυτόν, αλλά, εκεί που βαδίζαμε κάποιος ανακάλυψε, μάλλον εκείνος, ο συνεχώς πολύ προσεκτικός και σε όλα τακτικός κύριος παπάρης, ΟΓΑ, στέλεχος των επαρχιών και κολλητάρι του Πιτς.
- Ρε παιδιά ο Στέργιος που είναι;
Και αρχίζει η αναζήτηση!!
Το πιο εύκολο πράγμα στην Κοζάνη, της καταπληκτικής ρυμοτομίας και ομορφιάς, είναι να ψάχνεις να βρεις άνθρωπο, στις 12 το βράδυ του τελευταίου Σαββάτου, των αποκριών, όπου οι πάντες είναι σουρωμένοι, εννοούμε πολύ σουρωμένοι, μέχρι και οι χωροφυλάκοι, οι πάντες και να ψάχνουμε το Στέργιο.
Από ένα σημείο και μετά, άρχισα να ανησυχώ και εγώ και το λέω κι εγώ, γιατί γνωρίζοντας τον παιδιόθεν ήξερα ότι είναι ανθεκτικός μέχρι τρέλας και ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να τον χάσουμε. Το όργιο είναι οτι δεν μας άφηνε και ο κλαριντζής, γιατί έρχονταν και έλεγε και τα άσματα του.
- Βρε κάτσε καλά, ψάχνουμε τον άνθρωπο, αυτός όχι «στ’ άη Δημήτρη το σχουλειό, παέν τα παρταλόπλα για να μαθαίνουν γράμματα να παίρνουν και τα όπλα».
Σήμερα, θα μας λέγανε κάποιες λούγκρες φιλελέδικες, πως δεν είμαστε και πολύ πολιτικαλ κορεκτ. Όπλα, αντάρτικα, κοκκινίλες, της θειάς σας το βερίκοκο.
Μες στο ψάξιμο το πολύ, βρέθηκε το παλικάρι μου.
Ντίρλα στο αλκοόλ, είχε βρεθεί μέσα στην τρύπα που έχουν οι οικοδομές, για να υποδεχτούν στο ισόγειο το ασανσέρ.
Είχε πάει φαίνεται για κατούρημα, δεν πρόσεξε και βρέθηκε μέσα εκεί και κάθονταν τώρα.
Πάμε να φύγουμε, όχι. Βρε πάμε να φύγουμε, από δω, όχι πάμε παρακάτω, πάμε στα καλά… Βρε πιά καλά εδώ ήταν τα καλά και φύγανε, όχι έχει και άλλα και δε φύγανε.
Μέχρι το πρωί γυρίζαμε, αναζητώντας τα πιο καλά από τα καλά, ως που φτάσαμε σε κάτι γιαγιάδες και παππούδες, εξουθενωνόμενους, κάπου στο Κεραμαριό, οι οποίοι είχαν πει τα άπαντα. Είχαν πιει τα πάντα και δεν έμενε ντιπ τιποτ να κανουν από δω και μπρος. Γυρνούσαν γύρω-γύρω από το φανό και λέγανε:
«τσουρους μνι, τσουρους μνί»
Δεν με ενδιαφέρει εάν καταλαβαίνετε ή δεν καταλαβαίνετε, τραγουδούσαν μονο «τσουρουσμνι, τσουρουσμνί» …. τα άλλα τα είχαν πει ήδη.
Εκείνη τη χρονιά θυμάμαι, είχαμε κοιμηθεί κάπου προς τη Πτολεμαΐδα. Την άλλη μέρα το μεσημέρι, Κυριακή, εμείς σηκωθήκαμε για πρωί κατά τις 4, και πάλι σχεδιάζαμε από που θα ξεκινήσουμε και που θα πάμε να πεθάνουμε.
«Ου παππάς ο Ραγκαβέλας, ειχε μια κουτσή γουμάρα, τριγυρνούσε τα χουριά πάρτε πούτσις, δώστε μια. Κι ο παππάς απ’ το Λονδίνο που την έχει σαν κλαρίνο κι ο παππάς από το Παρίσι που την έχει κυπαρίσσι και όσο πάει να και μάκραινε και η τσούρα τους… συγχύζομαι με τις αηδίες που άκουγα περί διονυσιασμού και αρχαίων ελλήνων και πάει λέγοντας.
Εκείνη την μέρα, η Κυριακούλα μου, πρέπει να άκουσε ίσαμε 40 φορές, εκεί που βρίσκονταν, το καταπληκτικό «μανούλα μου η αγάπη μου μ’ άφησε» κοζανίτικα τραγουδισμένο και όχι σλαβομακεδόνικα, που έχει πολύ μεγάλη διαφορά και από δίπλα, να το τραγουδάμε κι εμείς και να λιγωνόμαστε στο κλάμα, ποιος ξέρει γιατί.
Δεν ξέρω αλλά φοβάμαι, πως από τότε έχω να τραγουδήσω, με τέτοιο πάθος με κλειστά μάτια, να φεύγει όλο σου το είναι, από μέσα και να γίνεται μέλισμα.
«ω λε λε λε ω λε λε λε ναι μάνα μου»
Θεέ μου πόση ομορφιά, μπορεί να έχει μέσα της εκείνη η μπάντα, η ΠΑΝΔΩΡΑ, που περπατούσε και βαρούσαν οι τζαμαρίες στα σοκάκια.
Είχε δίκιο ο ποιητής, πως κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια. Μια φορά να ακούγατε μονάχα την Πανδώρα τοτε, θα έφτανε.
Πως καταφέρατε ρε ρουφιάνοι, εκείνο το πάνδημο γλεντι, εκείνη την πραγματική θεϊκή ευωχία, να την μετατρέψετε σε τουριστικό προιόν για χλεχλέδες.
Μην με πείτε ελιτιστή, θα θυμώσω και θα θυμώσω γιατί κάποια πράγματα είναι αμάρτημα καθοσιώσεως, το να τα εκλαϊκεύεις και να τα κάνεις τουριστικό προϊόν, άνευ αξίας.
Γιατί ανόητε που το σκέφτηκες, όταν το σκαλνούμι που σημαίνει σας σκαλίζουμε από πίσω, γίνεται σας καλούμε, για να καταλάβει ο φλώρος, ότι τον αφορά υποτίθεται, τότε πια έχει χαλάσει όλη η ισορροπία, έχει κοπεί η μαγιονέζα πώς μα το κάνουμε.
Δεν είμαι από τους εραστές τη αγνότητας, ή της διατήρησης του παλιακού Όχι, ειμαι απλώς αντίθετος στο άκριτο ξεβράκωμα, του γνήσιου και λαϊκού, για να γίνει εύπεπτο και ευπόληπτο
ισυ πιδί μ, δη θες γουρούνι, θελεις π... με κουδούνι
εμ δεν μπορεί να ειπωθεί διαφορετικά
τνάξε γιε μου τα τσουβάλια, πεφτ μια με δυο κεφάλια
δικέφαλον πέος, δεν εκλαϊκεύεται παρακαλώ.
τράβα η μια και τράβα η άλλη, κόπκε η π.... από το κιφάλι
-Μακάρι να μπορέσουμε Λαοκράτη μας, άλλη μια φορά, να ανταμώσουμε εκεί στα καλά και να χορεύεις το 11, με τόση χάρη και παλικαριά.