Κατ’ αρχάς, το θέμα που έχει ανακύψει δεν αφορά, όπως κάποιοι ενδεχομένως θα ήθελαν, την αντιπαράθεση μεταξύ ορισμένων ΜΜΕ που “αδικήθηκαν” έναντι άλλων. Για να το πω ακόμα πιο καθαρά, δεν πρόκειται για μια κόντρα Πέτσα-Βαξεβάνη, παρά το γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης ιδιοκτησίας του γνωστού δημοσιογράφου αποκλείστηκαν προκλητικά. Είναι κάτι ευρύτερο και σπουδαιότερο. Αποτελεί μείζον θέμα δημοκρατίας.
Κανείς κυβερνητικός εκπρόσωπος και καμία κυβέρνηση δεν δικαιούται να αποκλείει μέσα ενημέρωσης που “υπάρχουν” και λειτουργούν στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής ενημέρωσης. Μια διαφημιστική εκστρατεία για ένα ζήτημα μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος –όπως η πανδημία και η προστασία των πολιτών– πρέπει να απευθύνεται στο σύνολο του μιντιακού χάρτη, πάντοτε υπό τις τυπικές, αλλά, ακόμα περισσότερο, και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται.
Ο αποκλεισμός μέσων ενημέρωσης με την ανοχή, ή, ακόμα χειρότερα, την παρότρυνση ή την εντολή της κυβέρνησης συνιστά καταστρατήγηση των κανόνων δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών. Το κράτος και η κυβέρνηση δεν μπορεί να εκδικούνται οιοδήποτε μέσο ενημέρωσης επειδή θεωρούν πως ασκεί εντονότερη ή ηπιότερη κριτική στο εκάστοτε σύστημα εξουσίας. Αυτές είναι πρακτικές “ορμπανικού” τύπου.
Ο κ. Πέτσας ισχυρίζεται πως δεν έπραξε κάτι τέτοιο. Δυστυχώς, η πραγματικότητα τον διαψεύδει.
Πέρα, όμως, από το κυρίαρχο, δηλαδή το θέμα Δημοκρατίας που εγείρεται από τις επιλογές του κυβερνητικού εκπροσώπου, υπάρχει και εκείνο της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος. Ακόμα και αν παραβλέψει κανείς την σκοπιμότητα σχετικά με το εύρος και το κόστος της καμπάνιας –ή ακόμα και την αποτελεσματικότητά της-, προκύπτουν εύλογα ερωτηματικά.
Τα 20 εκατ. ευρώ δεν βγήκαν από την τσέπη του κ. Πέτσα, ούτε από κάποιο περίσσευμα “για ώρα ανάγκης” του Μεγάρου Μαξίμου. Είναι χρήματα του Δημοσίου και κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Από την στιγμή που ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας εκταμιεύσει έστω και ένα ευρώ για να πληρωθεί η ανάρτηση διαφημίσεων σε ανύπαρκτα σάϊτ, σε άλλα που δεν έχουν ενημερωθεί για μήνες, ή ακόμα και για χρόνια, που στήθηκαν εν μία νυκτί και με προφανή σκοπό να συμμετάσχουν στην καμπάνια, ή σε μέσα ενημέρωσης που χρωστούν εκατομμύρια στην εφορία (…ναι, συμβαίνει και αυτό), συναινεί στην κακή διαχείριση δημοσίου χρήματος. Κι αυτό δεν είναι, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, μόνο πολιτικό ολίσθημα, ούτε μόνο θέμα καταστρατήγησης στοιχειωδών κανόνων δεοντολογίας. Είναι κάτι πολύ χειρότερο.
Επιπλέον, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν έχει κανένα δικαίωμα να αρνείται την δημοσιοποίηση της ολοκληρωμένης (μήπως κάποιοι λείπουν;) λίστας με τα ΜΜΕ που λαμβάνουν ποσά στο πλαίσιο της καμπάνιας, κυρίως, όμως, την ανακοίνωση των ποσών που αναλογούν σε καθένα από αυτά.
Αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωσή του. Οφείλει να το κάνει, στο πλαίσιο του θεσμικού πλαισίου για την διαφάνεια (Διαύγεια). Δεν αποτελεί προνόμιο ή διακριτική του ευχέρεια, δεν εμπίπτει στην μεγαλοψυχία του, είναι σαφής και θεσμοποιημένη οφειλή του προς την λειτουργία των νόμων και του Πολιτεύματος.
Εξίσου σαφής είναι και η υποχρέωση της αντιπολίτευσης να απαιτήσει από την κυβέρνηση να δώσει στη δημοσιότητα την λίστα με τα ποσά που δόθηκαν στα μέσα ενημέρωσης. Τα κόμματα υποχρεούνται να το πράξουν στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχουν, ακόμα δε περισσότερο όταν πρόκειται για διαχείριση δημοσίου χρήματος. Όσα δεν το κάνουν δημιουργούν εύλογα υπόνοιες ότι ανέχονται ή εμμέσως συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι συναλλαγής.
Η αντιπολίτευση οφείλει να ζητήσει αμέσως την σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και να απαιτήσουν από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να δώσει τα οικονομικά στοιχεία της καμπάνιας.
Το ίδιο ισχύει και με τις δημοσιογραφικές ενώσεις και άλλα θεσμικά όργανα του χώρου, όπως το “κοιμώμενο” ΕΣΡ.
Ο κ. Πέτσας προσπαθεί να μετακυλίσει την συζήτηση στο πεδίο του εάν απέκλεισε ή όχι μέσα ενημέρωσης για πολιτικούς λόγους. Και παραθέτει παραδείγματα ορισμένων εξ αυτών που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. Μεταμφιέζει, δηλαδή, την υποχρέωσή του σε (σαθρό) επιχείρημα. Δεν έκανε χάρη σε κανέναν επειδή από την καμπάνια του θα πάρουν μερικές χιλιάδες ευρώ η “Εφημερίδα των Συντακτών”, ο ραδιοφωνικός σταθμός “Στο Κόκκινο”, το σάϊτ tvxs.gr του Στέλιου Κούλογλου.Ούτε κανείς μπορεί να αμφισβητήσει πως ορθώς δόθηκαν ποσά για την προβολή της καμπάνιας στα κανάλια, ή άλλα ΜΜΕ με σημαντική επιρροή.
Το πρόβλημα είναι πως την ίδια ώρα, μαζί με τον αποκλεισμό άλλων μέσων ενημέρωσης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μοίρασε απλόχερα πολλές δεκάδες χιλιάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε μέσα-φαντάσματα, ή άλλα που δεν διαθέτουν την παραμικρή απήχηση και δεν πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις. Μέσα που ανήκουν σε “κολλητούς”, που συνδέονται με κυβερνητικούς βουλευτές, που απλώς δεν υπάρχουν. Όλα όσα έχουν ήδη αποκαλυφθεί είναι συγκλονιστικά και, δυστυχώς, περιγράφουν διαδρομές ύποπτες…
Η συγκεκριμένη καμπάνια δεν εγείρει μόνο θέμα πολιτικών ευθυνών. Αυτό είναι βέβαιο. Είναι πιθανό να είναι κάτι ευρύτερο, γεγονός που σε άλλη περίπτωση θα είχε ήδη ευαισθητοποιήσει τις εισαγγελικές αρχές.
πηγη:https://www.anatropinews.gr/2020/06/15/dia-cheiros-petsa/