Αρκεί να δει κανείς το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης της εγκατεστημένης λιγνιτικής ισχύος έως το 2008. Έναντι αυτής της εξέλιξης, η επίσημη απάντηση της πολιτείας στο ερώτημα: ‘’τι κάνουμε τώρα που ο λιγνίτης καταργείται ως καύσιμο;’’, συνοψίζεται στο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (Master Plan) το οποίο βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση έως τις 10 Νοεμβρίου 2020. Στο τοπικό επίπεδο παράλληλα, η Περιφέρεια, οι δήμοι και σχεδόν όλοι οι συνδικαλιστικοί, επιμελητηριακοί, επιστημονικοί, ερευνητικοί και αναπτυξιακοί φορείς, συμμετέχουν και εμπλουτίζουν τη δημόσια αυτή συζήτηση, η οποία φαίνεται να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Έχουμε λοιπόν μέχρι εδώ μια πολύ καθαρή εικόνα για το τι θα συμβεί μέχρι το 2023 και το 2028, αναφορικά με το λιγνίτη. Το ζητούμενο είναι να αποκτήσουμε την ίδια καθαρή εικόνα και για το σχέδιο μετάβασης για την ίδια περίοδο. Παρενθετικά σημειώνεται, ότι ολοκληρωμένο σχέδιο άμεσης αντιμετώπισης των επιπτώσεων από την απολιγνιτοποίηση από σήμερα μέχρι το 2023, δεν έχει κατατεθεί από την πολιτεία. Το Master Plan που έχει κατατεθεί και έχει τεθεί σε διαβούλευση, υπολογίζεται να ‘’τρέξει’’ μετά το 2023 στην καλύτερη περίπτωση. Αυτή είναι η πρώτη επισήμανση.
Δεύτερον, για ένα τόσο σύνθετο και απαιτητικό εγχείρημα όπως είναι η δίκαιη μετάβαση, η απουσία κάποιας ενότητας στο Master Plan με αναφορά στο μοντέλο διακυβέρνησης, είναι περισσότερο από εμφανής. Υπενθυμίζεται ότι το ζήτημα της διακυβέρνησης αποτελούσε ένα από τα βασικά παραδοτέα της Παγκόσμιας Τράπεζας, η μελέτη της οποίας έχει ήδη ολοκληρωθεί. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Master Plan, ο σχεδιασμός ενός μοντέλου διακυβέρνησης προβλέπεται να ξεκινήσει τον Νοέμβριο του 2020 (Τόμος 2, Σελ. 4, Ενότητα 4.1), όταν η δημόσια διαβούλευση θα έχει ήδη λήξη. Χάνεται έτσι με τον τρόπο αυτό η ευκαιρία να αξιοποιηθούν κατά τη διαβούλευση, προτάσεις και ιδέες και να διαμορφωθούν ταυτόχρονα συνθέσεις και συναινέσεις που θα ελαχιστοποιούσαν ενδεχόμενες τριβές και διαφορετικές προσεγγίσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, η σαφήνεια ενός τόσο μακρόπνοου σχεδίου, η αξιοπιστία των παραδοχών που κάνει, αλλά και η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών που θα εφαρμόζει, είναι κρίσιμοι παράγοντες για τη επιτυχία ενός εγχειρήματος στην προοπτική μια δίκαιης μετάβασης. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει ότι δίπλα στο όποιο μοντέλο διακυβέρνησης της μετάβασης αποφασιστεί, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός επικουρικού επιστημονικού μηχανισμού ανάλυσης, αποτίμησης και τεκμηρίωσης που θα παρακολουθεί τα δεδομένα που έχουν να κάνουν με την τοπική οικονομία, την κοινωνία, την απασχόληση και το περιβάλλον. Αυτό λοιπόν που προτείνεται προς συζήτηση στο παρόν κείμενο, είναι η σύσταση ενός Παρατηρητηρίου Δίκαιης Μετάβασης Δυτικής Μακεδονίας (ΠαΔιΜε-ΔΜ).
Γιατί θα ήταν χρήσιμο ένα τέτοιο Παρατηρητήριο; Γιατί θα μπορούσε να διαμορφώσει μια τεκμηριωμένη και δυναμική βάση δεδομένων με αναφορά σε όλους τους βασικούς δείκτες που αφορούν στη δίκαιη μετάβαση. Με τον τρόπο αυτό, ο δημόσιος διάλογος και η αποτελεσματικότητα των όποιων πολιτικών ή δράσεων δεν θα στηρίζεται απλά σε ανακοινώσεις προθέσεων ούτε σε αποσπασματικά στοιχεία που στηρίζονται περισσότερο στη διαίσθηση και λιγότερο στην αξιοπιστία της επιστημονικής ανάλυσης. Αντιθέτως, θα στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα που θα δίνουν τη δυνατότητα στους φορείς άσκησης πολιτικής, να αξιολογούν έγκαιρα και έγκυρα την αποτελεσματικότητα των όποιων αποφάσεών τους και να προβαίνουν σε διορθωτικές κινήσεις αν και όποτε αυτό χρειάζεται.
Ποιο θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο του Παρατηρητηρίου; Το Παρατηρητήριο θα αναλύει, θα αποτιμά και θα τεκμηριώνει τις δυναμικές επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης σε καίριους τομείς και δείκτες, όπως η απασχόληση, η ανεργία, η δημογραφία, η επιχειρηματικότητα, η καινοτομία, η εξωστρέφεια, η ενέργεια, οι χρήσεις γης, το περιβάλλον κ.α. Παράλληλα, θα αποτιμώνται κατά τομέα και δείκτη τα αποτελέσματα από την υλοποίηση των πολιτικών μετάβασης που θα εφαρμόζονται κάθε φορά, έτσι ώστε οι υπεύθυνοι λήψης πολιτικών αποφάσεων να έχουν εύκολα πρόσβαση στα στοιχεία και τις επεξεργασίες που θα γίνονται. Για κάθε προαναφερόμενο πεδίο ή δείκτη, το Παρατηρητήριο θα καταρτίζει περιοδικές (π.χ. ανά 6 μήνες) συνοπτικές εκθέσεις οι οποίες θα συνοδεύονται με προτάσεις πολιτικής. Επιπλέον, το Παρατηρητήριο, θα μπορούσε να ενεργοποιήσει την επιστημονική κοινότητα μέσα από την εκπόνηση ειδικών μελετών, την διοργάνωση επιστημονικών διεθνών συνεδρίων, την έκδοση συλλογικών τόμων, τη δημιουργία ψηφιακής βάσης τεκμηρίωσης δίκαιης μετάβασης κλπ. Καλά παραδείγματα υπάρχουν και στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα. Το Παρατηρητήριο Εγνατίας Οδού http://observatory.egnatia.gr/ θα μπορούσε να μας τροφοδοτήσει με κάποιες χρήσιμες ιδέες. Το κρίσιμο δεν είναι η εξειδίκευση του περιεχομένου. Το κρίσιμο είναι η κατανόηση της αναπτυξιακής σημασίας της ύπαρξης ενός τέτοιου μηχανισμού.
Ποια θα μπορούσε να είναι η σχέση του Παρατηρητηρίου με το Σύστημα Διακυβέρνησης της Δίκαιης Μετάβασης; Αυτό είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής απόφασης αλλά και ζήτημα σχεδιασμού ενός συστήματος διακυβέρνησης, το οποίο θα είναι σε θέση να διασφαλίζει ταυτόχρονα: (α) ουσιαστική συμμετοχή και ρόλο όλων των κρίσιμων παικτών στο τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, (β) τη δέσμευση για συνεχή στήριξη από τον κεντρικό κράτος, (γ) την ευελιξία, και ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων και (δ) την αποφυγή της πολυφωνίας και της αποσπασματικότητας. Μέσα σ’ αυτό το περίγραμμα, το Παρατηρητήριο θα μπορούσε να λειτουργεί επικουρικά ως μια διακριτή οντότητα μέσα στο οργανόγραμμα του Συστήματος Διακυβέρνησης, τροφοδοτώντας με τεκμηρίωση και επεξεργασμένες προτάσεις πολιτικής όλα τα επιμέρους επίπεδα.
Ποιος θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο του Παρατηρητηρίου; Στην περίπτωση που η ιδέα σύστασης ενός Παρατηρητηρίου Δίκαιης Μετάβασης κρίνεται απαραίτητη και χρήσιμη, το επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι: ‘’ποιος είναι ο πιο κατάλληλος φορέας να φέρει εις πέρας έναν τέτοιον ρόλο;’ Πριν δώσουμε μια γρήγορη απάντηση, ας δούμε κατά πόσο συμφωνούμε ότι ένας τέτοιος φορέας θα πρέπει να έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: (α) Να έχει το τεκμήριο της πολύ-επίπεδης εξειδίκευσης και αντικειμενικότητας, (β) Να έχει βαθιά γνώση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων, (γ) Να εκπροσωπεί θεσμικά το δημόσιο συμφέρον, (δ) Να λειτουργεί στο τοπικό επίπεδο. Εάν συμφωνεί κανείς με την απαραίτητη ύπαρξη αυτών των χαρακτηριστικών, τότε το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας θα μπορούσε να είναι ο πιο κατάλληλος φορέας να αναλάβει την ευθύνη του συντονισμού, σε στενή συνεργασία με άλλους ερευνητικούς και αναπτυξιακούς φορείς όπως είναι το ΕΚΕΤΑ, η ΑΝΚΟ, τα Επιμελητήρια κ.α. Το γεγονός μάλιστα ότι πρόσφατα έχει ιδρυθεί Ινστιτούτο Ενεργειακής Ανάπτυξης και Μετάβασης στη Μεταλιγνιτική Εποχή, ως ένα από τα επτά Ινστιτούτα του Πανεπιστημιακού Ερευνητικού Κέντρου (ΠΕΚ), αντανακλά στις προτεραιότητες που δίνει το Πανεπιστήμιο στο ζήτημα αυτό στο πλαίσιο του στρατηγικού του σχεδιασμού. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει βέβαια, ότι η συζήτηση αυτή για να είναι ολοκληρωμένη, θα πρέπει να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το θέμα της χρηματοδότησης και βιωσιμότητας ενός τέτοιου εγχειρήματος, ζήτημα το οποίο χρήζει από μόνο του ξεχωριστής ανάλυσης.
*ο Δρ. Λευτέρης Τοπάλογλου, είναι Διευθυντής ΠΕΔ Δυτικής Μακεδονίας