Η πανδημία της Covid-19 δοκίμασε τα δημόσια συστήματα υγείας, τις ικανότητες των κυβερνώντων στη διαχείριση κρίσεων και τις αντοχές του κόσμου.
Οι χρόνιες ανεπάρκειες των κρατικών υποδομών στον τομέα της υγείας, αποτέλεσμα παρατεταμένων περικοπών και ιδιωτικοποιήσεων, σε συνδυασμό με την επικινδυνότητα του ιού οδήγησαν τις κυβερνήσεις στη λήψη μέτρων που έπληξαν τις ατομικές ελευθερίες, την οικονομία, την παιδεία, την καθημερινότητα και την ψυχική υγεία.
Ταυτόχρονα, η πανδημία έφερε στο προσκήνιο κεντρικά ερωτήματα της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Τι είναι σωστό και τι δεν είναι; Πώς πρέπει να ενεργήσω; Τι είναι η λεγόμενη «ατομική ευθύνη» και ποια είναι τα όριά της; Πρέπει να κάνω θυσίες για τους άλλους; Είναι δίκαιο να περιορίζονται οι ατομικές ελευθερίες για την αντιμετώπιση του θανατηφόρου ιού;
Κατά την αντιμετώπιση της πανδημίας το επιχείρημα που βγαίνει από τα επίσημα χείλη είναι ότι «πρέπει όλοι και όλες να κάνουμε θυσίες για να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα με αυτή την έκτακτη συνθήκη που αντιμετωπίζουμε».
Η λέξη «ευθύνη» είναι αυτή που χρησιμοποιείται πιο συχνά από άλλες. Η επίκληση στην «ατομική ευθύνη» γίνεται στη βάση της επιδίωξης του συλλογικού καλού, της δημόσιας υγείας δηλαδή.
Η αναφορά στο κοινό καλό γίνεται με ωφελιμιστικά κριτήρια. Σύμφωνα με τη θεωρία του ωφελιμισμού, η ηθική ορθότητα των ανθρώπινων πράξεων κρίνεται από την ωφέλεια ή τη βλάβη των συνεπειών τους. Oπως υποστηρίζει ο Βρετανός John Stuart Mill, η ωφελιμότητα ή η αρχή της μέγιστης ευτυχίας για τον μέγιστο αριθμό ατόμων είναι το θεμέλιο της ηθικότητας· οι πράξεις, δηλαδή, είναι σωστές στον βαθμό που προάγουν την ευτυχία, λαθεμένες στον βαθμό που φέρνουν το αντίθετο της ευτυχίας.
Αν εφαρμόσουμε λοιπόν αυτή τη θεωρία του ωφελιμισμού στο ζήτημα της πανδημίας, προκύπτουν δύο περιπτώσεις, όσες και οι λύσεις που επέλεξαν οι κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με όσους προτίμησαν τη στρατηγική της «ανοσίας της αγέλης» κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας (Βρετανία, Ολλανδία, Σουηδία), το επιχείρημα έχει ως εξής: κάποιοι άνθρωποι θα πρέπει να θυσιαστούν προκειμένου να μπορεί η πλειονότητα να συνεχίσει τις δραστηριότητές της.
Αυτή η λύση εγγυάται τη μέγιστη ευτυχία για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Μόνο που αυτοί οι κάποιοι είναι συνήθως οι ευάλωτοι, δηλαδή οι ηλικιωμένοι, όσοι ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου και όσοι ασκούν επαγγέλματα που τους εκθέτουν περισσότερο στον κίνδυνο να νοσήσουν. Αυτές οι παράπλευρες απώλειες θα είναι τελικά προς όφελος της κοινωνίας μακροπρόθεσμα, συνεχίζει το επιχείρημα.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά τις κυβερνήσεις που επέλεξαν τη λύση του lockdown. Εδώ το σκεπτικό είναι το εξής: το κράτος έχει την υποχρέωση να προστατέψει τους πιο αδύναμους από τη στιγμή που δεν μπορεί να τους προστατέψει όλους λόγω της έλλειψης των αναγκαίων ιατρικών υποδομών.
Γι’ αυτό κάποιοι θα πρέπει να κάνουν υπομονή μέχρι τα μέτρα να αποδώσουν και τότε θα έχει επιτευχθεί η μέγιστη ευτυχία για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Πρόκειται ωστόσο για πρόσχημα που συγκαλύπτει τις πολιτικές των χωρών οι οποίες δεν έχουν ως προτεραιότητα το κοινωνικό κράτος και ένα ενισχυμένο δημόσιο σύστημα υγείας.
Ο φόβος ότι η πλήρης κατάρρευση του συστήματος υγείας θα συμπαρασύρει στον όλεθρο την ίδια την κυβέρνηση είναι αυτός που υποδεικνύει τη στρατηγική αυτή με στόχο τη μείωση του πολιτικού κόστους. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ο Peter Singer, ωφελιμιστής φιλόσοφος, πιστεύει ότι πρέπει να δούμε σοβαρά την περίπτωση της άμεσης επιστροφής στη λεγόμενη «κανονικότητα». Υποστηρίζει ότι η διάσωση των (λίγων) ανθρώπινων ζωών δεν πρέπει να μπαίνει στην ίδια ζυγαριά με τις καταστροφικές συνέπειες των περιοριστικών μέτρων.
Αναφέρεται στη μεγάλη ύφεση του 2008 που οδήγησε σε αύξηση των αυτοκτονιών και σε θανάτους από καρκίνο, που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν προκύψει. Και συνεχίζει ο Singer: μπορεί να πεθάνουν λιγότεροι λόγω lockdown, ωστόσο οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, όπως η ανεργία, η χρεοκοπία και τα προβλήματα ψυχικής υγείας που θα προκύψουν, είναι αληθινές.
Η άρση του lockdown μπορεί στην αρχή να δημιουργήσει προβλήματα, θα επιφέρει ωστόσο μακροπρόθεσμα τη μέγιστη ευτυχία του μέγιστου αριθμού των ατόμων που θα επιστρέψουν στις δουλειές τους.
Η στάση του Singer αναδεικνύει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ωφελιμισμού και αυτό είναι η ευκολία με την οποία οι ανθρώπινες ζωές αντιμετωπίζονται ως μέσα για την επίτευξη κοινωνικών ή άλλων σκοπών. Αυτό εννοούσε ο αντικυβερνήτης του Τέξας, Dan Patrick, όταν πιθανολόγησε ότι οι ηλικιωμένοι Αμερικανοί θα θέλουν να θυσιαστούν για το καλό της χώρας τους.
Εδώ θα αντιδρούσε ο Γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant, ο οποίος είπε πως για να καταλάβουμε αν η πράξη κάποιου ανθρώπου είναι ηθική ή όχι, πρέπει να γνωρίζουμε ποιο ήταν το κίνητρό της και όχι οι συνέπειές της.
Σύμφωνα με τον Kant, μια πράξη είναι ηθική όταν πηγάζει από την αίσθηση του καθήκοντος και όχι από κάποιο συναίσθημα ή ιδιοτέλεια. Αν δίνουμε χρήματα σε φιλανθρωπικές οργανώσεις από συμπόνια για τους πάσχοντες ή επειδή θα πληρώσουμε λιγότερο φόρο, σύμφωνα με τον Καντ η πράξη μας δεν είναι ηθική.
Πώς ξέρουμε όμως ποιο είναι το καθήκον μας; Ο καθένας είναι ελεύθερος, λέει ο Kant, να επιλέξει πώς θα ενεργήσει τηρώντας ωστόσο μερικούς βασικούς όρους. Πρώτον, αυτό που θα επιλέξει να μπορεί να καταστεί ένας ηθικός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο όλοι και όλες θα πρέπει να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους. Δεύτερον, να διασώζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και, τρίτον, να γίνεται ισότιμα σεβαστή η ανθρώπινη ζωή.
Δύσκολα πράγματα αυτά, ειδικά όταν είσαι γιατρός και πρέπει να αποφασίσεις σε ποιους θα δώσεις τους λιγοστούς αναπνευστήρες ή τα λιγοστά κρεβάτια που έχεις στη διάθεσή σου. Τον Απρίλιο του 2020 στην Ιταλία οι οδηγίες που δόθηκαν στους γιατρούς είχαν ωφελιμιστική βάση.
Προτεραιότητα στην παροχή εντατικής φροντίδας θα είχαν όσοι/ες είχαν υψηλότερες πιθανότητες ίασης και αυτό σήμαινε πολύ απλά ότι οι ηλικιωμένοι και όσοι είχαν επιβαρυμένη υγεία είχαν μειωμένες πιθανότητες να λάβουν την απαραίτητη ιατρική φροντίδα.
Κατά το δεύτερο κύμα όλες οι χώρες που έχουν εφαρμόσει για πολύ καιρό τη λύση του lockdown και της κοινωνικής αποστασιοποίησης αντιμετωπίζουν ένα επιπλέον δίλημμα: θα πρέπει να συνεχίσουμε να προστατεύουμε τις ζωές των πιο ευάλωτων (με το να παραμένουμε σε lockdown) ή θα πρέπει να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας προς όφελος της πλειονότητας;
Την ωφελιμιστική απάντηση ότι, ακόμη κι αν πρέπει κάποιοι να θυσιαστούν, ο στόχος πρέπει να είναι η ευημερία των πολλών, στηρίζουν και όσοι υιοθετούν μια πιο φιλελεύθερη στάση, επικαλούμενοι τα ατομικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες που πλήττονται λόγω των αυστηρών μέτρων.
Και στις δύο προσεγγίσεις λανθάνουν σοβαρά ηθικά ζητήματα. Πόσους ανθρώπους είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε προκειμένου να ξαναβρεί η ζωή μας τους φυσιολογικούς ρυθμούς της, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι θυσίες δεν κατανέμονται ισότιμα; Οι μελέτες έχουν δείξει ότι η πανδημία επιδεινώνεται από συνθήκες φτώχειας, ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισμού, όπως συνέβη στους δήμους της Δυτικής Αττικής.
Η θνητότητα λόγω Covid-19 είναι μεγαλύτερη στο Μενίδι απ’ ό,τι στο Χαλάνδρι και στα προάστια του Παρισιού, όπου ζουν μετανάστες, απ’ ό,τι στο κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας. Ο οικιακός συνωστισμός, η έλλειψη δυνατότητας τηλεργασίας, η χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, τα άλυτα προβλήματα υγείας και η κακή ποιότητα του περιβάλλοντος δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την εξάπλωση της πανδημίας.
Τώρα μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι αν ήταν ενισχυμένα τα δημόσια συστήματα υγείας, τα ηθικά διλήμματα (αλλά και τα αποτελέσματα της πανδημίας) θα ήταν πιο ήπια. Αν είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, δεν θα φτάναμε στο δίλημμα: ή τα σχολεία ή τα μαγαζιά.
*Εκπαιδευτικός, δρ Φιλοσοφίας (ΑΠΘ)
Το αρθρο της κας Γερούση δημοσιεύτηκε στο ενθετο Νησιδες της Εφημεριδας των Συντακτών