Επικοινωνία

Μπορείτε να στείλετε το κείμενο σας στο info@vetonews.gr & veto910@otenet.gr. Τηλ. 6947323650 ΓΕΜΗ 165070036000 On Line Media 14499

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τρίτη, 13 Σεπτεμβρίου 2022 11:37

Δημόσια Διοίκηση και Αναπτυξιακή Πολιτική στο Πλαίσιο ενός Σύγχρονου Προοδευτικού Κράτους | του Τιμόθεου Ρέκκα*

Οι αλλεπάλληλες πρόσφατες κρίσεις, από τη χρηματοπιστωτική, την πανδημική και την ενεργειακή, έως την κλιματική αλλαγή, ανέδειξαν το θεμελιώδη ρόλο του κράτους και την αναγκαιότητα της δημόσιας παρέμβασης για την

αντιμετώπιση των ανεπαρκειών της αγοράς. Η παρέμβαση του κράτους κρίνεται πλέον απαραίτητη, όχι όμως μόνο για την αντιμετώπιση των αποτυχιών της αγοράς (ασύμμετρη πληροφόρηση, κόστη συναλλαγής, εξωτερικές οικονομίες), όπως συνήθως υποστηρίζεται στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης οικονομικής προσέγγισης. Ο ρόλος ενός σύγχρονου προοδευτικού κράτους επιβάλλεται να σχεδιασθεί με γνώμονα τη διαμόρφωση και υλοποίηση ολοκληρωμένων δημόσιων πολιτικών, οι οποίες θα έχουν ως απώτερο στόχο τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης, την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Στο πλαίσιο της αναβαθμισμένης κρατικής παρέμβασης, θεμελιώδη ρόλο αποκτά  μια σύγχρονη Δημόσια Διοίκηση, η οποία δεν θα περιορίζεται στο ρόλο του διαμεσολαβητή/διεκπεραιωτή, αλλά θα είναι σε θέση να διαμορφώνει και να υλοποιεί δημόσιες πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας. Η αναβάθμιση του ρόλου της Δημόσιας Διοίκησης ως μηχανισμού ουσιαστικής υποστήριξης της ασκούμενης πολιτικής αποτελεί προϋπόθεση για το σχεδιασμό και την υλοποίηση δημόσιων αναπτυξιακών πολιτικών προς όφελος της κοινωνίας. Οι σχεδιαζόμενες αναπτυξιακές πολιτικές, πέραν της απαραίτητης προσαρμογής τους στις ταχύτατα μεταβαλλόμενες τεχνολογικές εξελίξεις της ψηφιακής εποχής και στις απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης, είναι παράλληλα αναγκαίο να διασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή των ωφελούμενων (φυσικών και νομικών προσώπων) με στόχο τη δίκαιη ανάπτυξη. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης προοδευτικής διακυβέρνησης, οι δημόσιες αναπτυξιακές πολιτικές οφείλουν όχι απλά να σέβονται, αλλά και να προάγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, να συμβάλουν στην εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων και να εναρμονίζονται με τις συνταγματικές αρχές του κοινωνικού κράτους δικαίου. 

Από την άλλη πλευρά, βασικός στόχος μιας σύγχρονης αναπτυξιακής πολιτικής με προοδευτικό πρόσημο πρέπει να είναι η στήριξη και περαιτέρω ανάπτυξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας ως πυλώνα ανάπτυξης της οικονομίας και η αναβάθμιση του ρόλου της εργασίας, με απώτερο στόχο τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και εντέλει, την οικονομική ανάπτυξη πέρα από την «απλή» οικονομική μεγέθυνση. Η στόχευση στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συμβάλλουν διαχρονικά στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης (Lawless, 2014 · Haltiwanger et al., 2012 · Rotar et al., 2019 · Cowling & Siepel, 2013), τόσο μέσω της ίδρυσης νέων επιχειρήσεων/start-ups (Hart & Oulton, 2001 · Thurik, 2003 · Ayyagari et al., 2011) όσο και μέσω της ανάπτυξης υφιστάμενων επιχειρήσεων (Hyz, 2011), ενώ παράλληλα αποτελούν σημαντική εστία (Audretsch et al., 2006 · Koellinger & Thurik, 2012) καινοτομίας και κατ’ επέκταση, νέων θέσεων εργασίας στις νέες τεχνολογίες (OECD, 1995 · Mulhern, 1995 · Hyz, 2011).    

Στη συνέχεια, παρουσιάζεται ένα πλαίσιο παρεμβάσεων αφενός για την αναβάθμιση του ρόλου της Δημόσιας Διοίκησης στην παραγωγή δημόσιων πολιτικών προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας, αφετέρου για τον σχεδιασμό μιας δίκαιης δημόσιας αναπτυξιακής πολιτικής που θα έχει ως απώτερο στόχο την ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. 

 

Προτεινόμενες παρεμβάσεις για τη Δημόσια Διοίκηση στο πλαίσιο ενός σύγχρονου προοδευτικού κράτους 

Η αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων απαιτεί μια Δημόσια Διοίκηση με αναβαθμισμένο ρόλο στη διαμόρφωση και την υλοποίηση δημόσιων πολιτικών, η οποία θα ενισχύει ουσιαστικά το ρόλο του κράτους ως εγγυητή της κοινωνικής συνοχής και σημαντικού πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης. Κρίσιμο ζητούμενο είναι μια αποτελεσματική και πολιτοκεντρική (citizen-oriented) Δημόσια Διοίκηση, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και προσανατολισμένη στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Προς την κατεύθυνση αυτή, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των υπουργείων και της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ παράλληλα απαιτείται να περιορισθεί σημαντικά το φαινόμενο της παραχώρησης αρμοδιοτήτων του δημόσιου στον ιδιωτικό τομέα. Ένα σύγχρονο προοδευτικό κράτος πρέπει να στηρίζεται στις ικανότητες των στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης, αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες δεξιότητές τους, την εμπειρία και την εξειδίκευσή τους στο σχεδιασμό και την υλοποίηση δημόσιων πολιτικών. Άλλωστε, οι επαγγελματίες της Δημόσιας Διοίκησης είναι αυτοί που μπορούν να εγγυηθούν τη σύνδεση μεταξύ γνώσης και πράξης (Μιχαλόπουλος, 2016). Επιπλέον, οι απαραίτητες αλλαγές στα οργανογράμματα των υπουργείων θα πρέπει να αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων τους προς όφελος της κοινωνίας και όχι αποκλειστικά στη μείωση των λειτουργικών δαπανών της κεντρικής διοίκησης. 

Η αναβάθμιση του ρόλου της Δημόσιας Διοίκησης προϋποθέτει τον άμεσο σχεδιασμό και τη διενέργεια του αναγκαίου αριθμού προσλήψεων μόνιμου προσωπικού μέσω ΑΣΕΠ με ορίζοντα την όσο το δυνατόν ταχύτερη κάλυψη των τεράστιων οργανικών κενών που δημιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης σε όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα, ώστε οι δομές της Δημόσιας Διοίκησης να είναι σε θέση να ασκήσουν τις διευρυμένες αρμοδιότητές τους στο πλαίσιο ενός σύγχρονου παρεμβατικού κράτους. 

Οι παρεμβάσεις για την ενίσχυση του ρόλου της Δημόσιας Διοίκησης μπορούν, ενδεικτικά, να καλύπτουν μια σειρά ενεργειών που αναμένεται να συνεισφέρουν σημαντικά στην αναβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, όπως είναι: 

  • η προκήρυξη θέσεων ευθύνης όλων των επιπέδων (Γενικές Διευθύνσεις, Διευθύνσεις, Τμήματα) με αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης, συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και υποχρεωτική εφαρμογή σε όλους τους φορείς της κεντρικής διοίκησης και του ευρύτερου δημόσιου τομέα στους οποίους δεν έχουν διενεργηθεί κρίσεις,
  • η καθιέρωση ενός αποτελεσματικού συστήματος αξιολόγησης των υπηρεσιών και των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός σύγχρονου προοδευτικού και παράλληλα πολιτοκεντρικού κράτους,
  • η αξιοποίηση των ειδικά καταρτισμένων στελεχών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ), καθώς και υπαλλήλων με υψηλό επιστημονικό υπόβαθρο σχετικό με το αντικείμενο και τις αρμοδιότητες των επιμέρους φορέων, σε θέσεις που υποστηρίζουν τον σχεδιασμό, τη διαμόρφωση και την υλοποίηση δημόσιων πολιτικών,
  • η κατάργηση των νομοθετικών διατάξεων που επιτρέπουν την πρόσληψη ιδιωτών για την κάλυψη οργανικών θέσεων ευθύνης,

καθώς και η ανάληψη μέτρων για τη σταδιακή άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, όπως είναι: 

  • η καθιέρωση και εφαρμογή νέου ενιαίου μισθολογίου στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το οποίο θα προβλέπει αναβαθμισμένες αποδοχές για τους δημοσίους υπαλλήλους,, ώστε ο δημόσιος τομέας να μπορεί να ανταποκρίνεται στις διευρυμένες αρμοδιότητες ενός σύγχρονου παρεμβατικού Κράτους, 
  • η επαναφορά και νομοθετική καθιέρωση της καταβολής του 13ου και 14ου μισθού στον δημόσιο τομέα, η κατάργηση επιδομάτων που προβλέπονται για συγκεκριμένες κατηγορίες προσωπικού, ώστε να αμβλυνθούν οι μεγάλες αντιθέσεις που παρουσιάζονται μεταξύ διαφορετικών υπουργείων και φορέων του Δημοσίου,  
  • η σταδιακή εξάλειψη των ανισοτήτων που έχουν δημιουργήσει τα διαφορετικά καθεστώτα προσωπικού (Μόνιμοι, Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό, ΙΔΑΧ κλπ) και οι διαφορετικές ειδικότητες, ειδικά ανάμεσα σε διαφορετικά υπουργεία και φορείς του δημοσίου.

 

Για μια συνεκτική δημόσια αναπτυξιακή πολιτική στο πλαίσιο ενός σύγχρονου προοδευτικού κράτους

Μια συνεκτική δημόσια αναπτυξιακή πολιτική απαιτείται να έχει πρωτίστως ένα σαφές πρόταγμα, το οποίο θα καθορίζει την αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας μακροπρόθεσμα και το οποίο, λαμβάνοντας υπόψη το μοντέλο του κύκλου της δημόσιας πολιτικής (Λαδή & Νταλάκου, 2016 · Anderson, 2003), θα εξειδικεύεται σε στρατηγικούς στόχους, άξονες παρέμβασης και συγκεκριμένες δράσεις που θα συμβάλουν στην επίτευξή του (ΕΝΑ, 2017). Ο σχεδιασμός της δημόσιας αναπτυξιακής πολιτικής είναι κρίσιμο να γίνει με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές ανάπτυξης κλάδων, οι οποίοι έχουν τις δυνατότητες να συμβάλουν στη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της εθνικής οικονομίας και κατ’ επέκταση στην υλοποίηση αυτού του προτάγματος. Μια μικρή σε μέγεθος εθνική οικονομία, όπως η ελληνική, ειδικά σε συνθήκες αλλεπάλληλων κρίσεων, είναι προτιμότερο να στοχεύει στη σταδιακή επίτευξη συγκεκριμένων στόχων σύμφωνα με την υφιστάμενη διάρθρωση της οικονομίας και τις δυνατότητες ανάπτυξης συγκεκριμένων κλάδων που αλληλοσυμπληρώνονται και διασυνδέονται (π.χ. Αγροδιατροφή – Μεταποίηση – Τουρισμός) δημιουργώντας αλυσίδες αξίας με σημαντική προστιθέμενη αξία στο ΑΕΠ.  

Θεμελιώδη ρόλο στη διαμόρφωση συνεκτικής δημόσιας αναπτυξιακής πολιτικής και στον έλεγχο της υλοποίησής της καλούνται να διαδραματίσουν τα λεγόμενα παραγωγικά υπουργεία σε συνεργασία με τις Περιφέρειες της χώρας. Επιπρόσθετα, είναι κρίσιμη η ριζική αλλαγή του ρόλου του Υπουργείου Οικονομικών προκειμένου να καταστεί ουσιαστικός αρωγός στην υλοποίηση της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας. Η ευνοϊκή συγκυρία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τον συντονισμό του οποίου έχει αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών, αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αναβάθμιση του ρόλου του στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας με στόχο τη δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και τις αναπτυξιακές ανάγκες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. 

Αναγκαίος είναι και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου των Ειδικών Υπηρεσιών Διαχείρισης δράσεων ΕΣΠΑ κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των δημόσιων αναπτυξιακών παρεμβάσεων και πολιτικών. Οι εν λόγω υπηρεσίες δημιουργήθηκαν αρχικά με σκοπό, ακριβώς, τη διαχείριση και όχι τον σχεδιασμό δημόσιων αναπτυξιακών παρεμβάσεων μέσω συγκεκριμένων δράσεων και προγραμμάτων που συγχρηματοδοτούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μοντέλο που έχει επικρατήσει, ειδικά μετά τον ν. 4314/2014 (ΦΕΚ 265/Α) για την προγραμματική περίοδο 2014-2020, αλλά και με τον πρόσφατο ν. 4914/2022 (ΦΕΚ 61/Α) για την προγραμματική περίοδο 2021-2027, έχει δημιουργήσει έναν εξαιρετικά δυσκίνητο και γραφειοκρατικό μηχανισμό που είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν όντως εξυπηρετεί την οικονομική ανάπτυξη ή αν τελικά αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις υφιστάμενες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. 

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την προγραμματική περίοδο 2021-2027 η Ελλάδα καλείται να σχεδιάσει τις αναπτυξιακές της παρεμβάσεις, στο πλαίσιο της περιφερειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον περιορισμό της πληθυσμιακής κάλυψης κατά 82,34%, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους (100% πληθυσμιακή κάλυψη) και παρόλο που δείκτες, όπως το ΑΕΠ και το ποσοστό απασχόλησης, υστερούν σημαντικά σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (2021/C 153/01), λόγω των περιφερειακών ανισοτήτων, στις οποίες συνέβαλαν σημαντικά οι σχεδιασμοί των προηγούμενων προγραμματικών περιόδων, ο κεντρικός και ο νότιος τομέας των Αθηνών εξαιρούνται πλέον της λήψης κρατικών ενισχύσεων για τις επιχειρήσεις. Το γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει πολύ υψηλή συγκέντρωση οικονομικών δραστηριοτήτων στην Περιφέρεια Αττικής πρέπει υποχρεωτικά να οδηγήσει στο σχεδιασμό των μελλοντικών αναπτυξιακών παρεμβάσεων με στόχο τη διασφάλιση ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, κρίνεται αναγκαία η αναβαθμισμένη συμμετοχή των υπηρεσιών των παραγωγικών υπουργείων στο σχεδιασμό και την παρακολούθηση των αναπτυξιακών παρεμβάσεων σε εθνικό επίπεδο, καθώς και η επισταμένη παρακολούθηση του έργου των Ειδικών Υπηρεσιών Διαχείρισης δράσεων ΕΣΠΑ ως σημείων επαφής με τις κατά αντικείμενο αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία (DG Regio, DG Comp, DG Ener, DG Empl κ.λπ.). 

Παράλληλα, είναι εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας να αναβαθμισθεί ο ρόλος των υπηρεσιών διεθνών σχέσεων των υπουργείων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά θέματα που ρυθμίζονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εξετάζονται σε διεθνείς Οργανισμούς στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα (π.χ. ΟΟΣΑ), και να ενισχυθούν οι αντίστοιχες υπηρεσίες με ειδικά καταρτισμένο και υψηλών προσόντων προσωπικό. Η αδιάλειπτη παρακολούθηση της αναπτυξιακής ατζέντας των ευρωπαϊκών θεσμών πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα, σε επίπεδο κυρίως κεντρικής διοίκησης, ώστε η Ελλάδα να προσέρχεται στα αρμόδια Όργανα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις αρμόδιες επιτροπές και ομάδες εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με συγκροτημένες θέσεις, οι οποίες θα διαμορφώνονται στο πλαίσιο θεσμοθετημένου τακτικού διαλόγου με τους ενδιαφερόμενους φορείς και θα οδηγούν σε τεκμηριωμένες διεκδικήσεις. Η θεσμοθετημένη διαβούλευση με τους παραγωγικούς φορείς της οικονομίας είναι κρίσιμης σημασίας και απαιτεί τη διάθεση σημαντικών πόρων σε ανθρώπινο κυρίως δυναμικό, ώστε η Ελλάδα να ακολουθήσει τα παραδείγματα αντίστοιχης οργάνωσης και τις σχετικές καλές πρακτικές άλλων κρατών-μελών. 

Στο πλαίσιο ενός προοδευτικού αναπτυξιακού μοντέλου, η ανάδειξη του σημαντικού ρόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της επιχειρηματικότητας, ως σημαντικών παραγόντων για την επίτευξη κοινωνικής συνοχής και ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης, είναι πρωταρχικής σημασίας. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ουσιαστική ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από οριζόντιες πολιτικές, αλλά με βάση τις πραγματικές τους ανάγκες, ανάλογα με τον κλάδο, το μέγεθος, τα έτη λειτουργίας τους και την Περιφέρεια στην οποία δραστηριοποιούνται. Παράλληλα, απαιτείται η συνέχιση της στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα μέσω θεσμικών παρεμβάσεων που διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα, όπως η απλοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με απώτερο στόχο όχι μόνο τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή και με σεβασμό στα εργασιακά δικαιώματα και το περιβάλλον. 

O θεμελιώδης ρόλος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση αναγνωρίζεται τόσο στο θεσμικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Small Business Act (SBA) for Europe (2008) όσο και στη σχετική βιβλιογραφία. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μάλιστα επιβεβαιώνεται σε ετήσια βάση στο πλαίσιο της Έκθεσης για την εφαρμογή των δέκα αρχών του SΒΑ στα κράτη-μέλη (SBA Factsheet). Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, είναι αξιοσημείωτο ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, ποσοστό 99,9% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (94,6% πολύ μικρές, 4,6% μικρές, 0,5 μεσαίες), συνεισφέροντας συνολικά ως κατηγορία κατά 83% σε όρους απασχόλησης (46,9% οι πολύ μικρές, 23,3% οι μικρές, 12,8% οι μεσαίες) και κατά 56,7% στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην οικονομία  (18,7% οι πολύ μικρές, 17% οι μικρές και 17,3% οι μεσαίες). 

Κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι, επίσης, η στήριξη της συνεργασίας τους με μεγάλες επιχειρήσεις και ερευνητικά κέντρα σε αλυσίδες αξίας ύψιστης προτεραιότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της Αναθεωρημένης Βιομηχανικής Στρατηγικής. Προς την κατεύθυνση αυτή, κρίνεται σκόπιμη η υιοθέτηση μέτρων για την ενθάρρυνση και υποστήριξη της συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σε ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας και επιχειρηματικά οικοσυστήματα, όπως τα Σημαντικά Έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (Important Projects of Common European Interest – IPCEI). Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαία η ενίσχυση του οικείου διοικητικού μηχανισμού με σαφή κατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, ο σχεδιασμός κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων και εν γένει κινήτρων, καθώς και η οριοθέτηση των απαιτούμενων πηγών χρηματοδότησης.

Επιπρόσθετα, σημαντική είναι η παρέμβαση του κράτους και στο πλαίσιο του μηχανισμού των χρηματοδοτικών εργαλείων αφενός, για τη στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, δεδομένης της μεγάλης συμβολής της στη δημιουργία απασχόλησης (83%) και προστιθέμενης αξίας στην εθνική οικονομία (56,7%), αφετέρου, για την ανάδειξη νέων αγορών με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. Η αξιοποίηση του μηχανισμού των χρηματοδοτικών εργαλείων δανειακού (loan/debt instruments) και κεφαλαιακού τύπου (equity) είναι απαραίτητη όχι μόνο για την ενίσχυση  της επιχειρηματικότητας αλλά και για την ανάδειξη της θεμελιώδους συμβολής της κρατικής παρέμβασης στην ανάπτυξη νέων αγορών. Επιπλέον, κρίσιμη είναι η επανεξέταση του ρόλου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ ΑΕ) έτσι ώστε, αντί να χρηματοδοτεί αποκλειστικά βιώσιμες επιχειρήσεις με αυστηρά τραπεζικά κριτήρια (bankable enterprises) και να συντελεί στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων σε επιχειρηματικό επίπεδο, να αποτελέσει αντιθέτως εργαλείο ουσιαστικής στήριξης των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η παραδοχή στο σχέδιο του νέου προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα» του ΕΣΠΑ 2021-2027 ότι μόλις 15.000-25.000 επιχειρήσεις επί συνόλου περίπου 720.000 επιχειρήσεων έχουν πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση (ποσοστό μόλις 2,1% έως 2,8%, αντίστοιχα), αποτελεί σαφές τεκμήριο αποτυχίας των ακολουθούμενων μέχρι σήμερα δημόσιων πολιτικών για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση μέσω της ΕΑΤ και του προκατόχου της Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑν ΑΕ). 

Θα πρέπει επομένως να εξετασθεί σοβαρά το ενδεχόμενο μιας Αναπτυξιακής Τράπεζας με συμπληρωματική προς το τραπεζικό σύστημα λειτουργία, ειδικά στις περιπτώσεις που το τελευταίο δεν χρηματοδοτεί επιχειρήσεις με προοπτικές ανάπτυξης, οι οποίες αποκλείονται από την παραδοσιακή χρηματοδότηση με βάση αυστηρά τραπεζικά κριτήρια (περίπτωση credit rationing). Στις περιπτώσεις αυτές, η ανάληψη του ρίσκου θα μπορούσε να ακολουθεί μια διαβάθμιση, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος θα αναλαμβάνει στα πρώτα στάδια το μεγαλύτερο μέρος του ρίσκου, το οποίο σταδιακά θα μειώνεται, με παράλληλη σταδιακή αύξηση του ρίσκου από την πλευρά των συνεργαζόμενων ιδιωτικών τραπεζών. Για τη διαφοροποίηση του ρόλου και του τρόπου λειτουργίας της ΕΑΤ κρίνεται σκόπιμο να εξετασθεί ενδελεχώς το νομικό πλαίσιο λειτουργίας και τα πεδία παρέμβασης επιτυχημένων παραδειγμάτων Αναπτυξιακών Τραπεζών, όπως η γερμανική KfW, η οποία λειτουργεί ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός και ανήκει κατά 100% στο γερμανικό δημόσιο (Marois, 2020), ή εκείνα της γαλλικής BpiFrance ή της βρετανικής British Business Bank. Σε κάθε περίπτωση, η Αναπτυξιακή Τράπεζα θα πρέπει να συνεισφέρει ουσιαστικά στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού προσφέροντας λύσεις για την πλειοψηφία των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.    

Επιπλέον, ο σχεδιασμός χρηματοδοτικών εργαλείων και δράσεων ενίσχυσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων με βάση τον κλάδο, το μέγεθος, την ηλικία και την Περιφέρεια (όπως αποδεικνύουν πρόσφατες μελέτες) και όχι σύμφωνα με οριζόντια κριτήρια και με μοναδικό στόχο την απορρόφηση κονδυλίων σε ονομαστικούς και όχι πραγματικούς όρους, όπως συμβαίνει κατά κόρον μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ανάπτυξη του θεσμού των μικροπιστώσεων προς όφελος της πολύ μικρής επιχειρηματικότητας, με ανάληψη σημαντικού μέρους του ρίσκου από το κράτος. Οι μικροπιστώσεις μπορούν να παρέχονται από φορείς που λαμβάνουν σχετική άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 4701/2020 (ΦΕΚ Α’/128), ο οποίος σχεδιάσθηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διακυβέρνησης, για να ψηφιστεί τελικά το 2020, χωρίς όμως να έχει μέχρι σήμερα στην πράξη εφαρμοσθεί. Ο θεσμός των μικροπιστώσεων θα πρέπει, επίσης, να συνδυασθεί με έναν αξιόπιστο και διαφανή μηχανισμό συμβουλευτικής υποστήριξης, καθώς και με ειδικά φορολογικά κίνητρα, ειδικά κατά το πρώτο διάστημα λειτουργίας των νεοφυών και νέων επιχειρήσεων.  Παράλληλα, η ανάπτυξη υποστηρικτικών υπηρεσιών, όπως ενδεικτικά, η κατάρτιση σε θέματα διοίκησης επιχειρήσεων, η εκπαίδευση προσωπικού στις νέες τεχνολογίες, η ένταξη τους σε αλυσίδες αξίας και η εξωστρέφεια, είναι απαραίτητη για την ουσιαστική ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (Λαμπριανίδης, 2022).

Ο σχεδιασμός των αναπτυξιακών κινήτρων είναι κρίσιμο να εντάσσεται θεσμικά στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Ανάπτυξης ως επισπεύδοντος φορέα, με το Υπουργείο Οικονομικών να έχει γνωμοδοτικό ρόλο, κυρίως σε θέματα που σχετίζονται με τη φορολογική νομοθεσία (φοροαπαλλαγές, συντελεστές αποσβέσεων μηχανολογικού εξοπλισμού επενδύσεων, καθορισμός κινήτρων για τη δημιουργία αφορολόγητων αποθεματικών για επενδύσεις, κίνητρα για εισαγωγή καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία). Επιπρόσθετα, ο αναπτυξιακός νόμος απαιτείται να έχει έντονη περιφερειακή διάσταση και πρόνοιες για την εφαρμογή εναλλακτικών κινήτρων (επιδοτήσεις, δανειοδοτικά χρηματοδοτικά εργαλεία, φοροαπαλλαγές, υψηλοί συντελεστές αποσβέσεων μηχανολογικού εξοπλισμού, κίνητρα για μεγαλύτερη χρήση αφορολόγητων αποθεματικών για επενδύσεις) με στόχο την υλοποίηση επενδύσεων σε τομείς (π.χ. μεταποίηση) και σε επιχειρηματικά οικοσυστήματα και αλυσίδες αξίας (π.χ. Αγροδιατροφή – Μεταποίηση – Τουρισμός) που δύνανται να συμβάλουν σημαντικά στη δημιουργία συγκριτικού πλεονεκτήματος και προστιθέμενης αξίας στην οικονομία. Στο πλαίσιο δε της δίδυμης -πράσινης και ψηφιακής- μετάβασης (twin transition) και της Αναθεωρημένης Βιομηχανικής Στρατηγικής  που αφορά και  τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτείται η θεσμοθέτηση κινήτρων για την εισαγωγή καινοτόμων πρακτικών στην παραγωγική διαδικασία, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού και της πράσινης μετάβασης των επιχειρήσεων και της οικονομίας. 

Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση μιας προοδευτικής προσέγγισης για την οικονομική ανάπτυξη στην ελληνική περίπτωση αποτελεί η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα μέσω της θεσμοθέτησης Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας με κατώτατο μισθό τουλάχιστον 800 ευρώ για τους ανειδίκευτους εργαζομένους, της επαναφοράς των τριετιών αναδρομικά, της υποχρεωτικής καθιέρωσης κλαδικών συμβάσεων εργασίας, της θεσμοθέτησης του 35ωρου, της κατάργησης των ευέλικτων ρυθμίσεων που έχουν απελευθερώσει τις απολύσεις, της ανασυγκρότησης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας κ.λπ.. Η θεσμική θωράκιση της εργασίας και η άνοδος των μισθών, ειδικά στη συγκυρία αυτή που οι πληθωριστικές πιέσεις περιορίζουν δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθωτών, εκτιμάται ότι θα έχουν άμεσα θετικά αποτελέσματα στη ζήτηση για κατανάλωση, τα οποία είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία για την ελληνική οικονομία μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που έχει αντιμετωπίσει από το 2009 μέχρι σήμερα. Η αναβάθμιση της εργασίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου. Η τρέχουσα συγκυρία είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή, καθώς πολύ πρόσφατα επιτεύχθηκε πολιτική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κρατών-μελών της ΕΕ όσον αφορά την Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς, την οποία πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2020

Αντί επιλόγου

Το παρόν κείμενο επιχειρεί να συμβάλει στον ευρύτερο διάλογο για το σχεδιασμό δημόσιων πολιτικών με προοδευτικό πρόσημο. Προς την κατεύθυνση αυτή, κρίσιμο ρόλο απαιτείται να έχει ένα σύγχρονο προοδευτικό Κράτος, στηριζόμενο σε μία αναβαθμισμένη Δημόσια Διοίκηση, η οποία θα συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση και την υλοποίηση δημόσιων αναπτυξιακών πολιτικών με απώτερο στόχο τη δίκαιη ανάπτυξη και την κοινωνική και περιφερειακή συνοχή. Έπειτα από μία μακρά περίοδο αλλεπάλληλων κρίσεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η κρατική και η εν γένει δημόσια παρέμβαση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών της αγοράς, αλλά και για την υιοθέτηση αναπτυξιακών πολιτικών με προοδευτικό πρόσημο και πραγματικό αντίκτυπο στην οικονομία και την κοινωνία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της δίκαιης ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής είναι η μετεξέλιξη των πολιτικών διακηρύξεων σε δημόσιες πολιτικές. Η πράξη άλλωστε, η μετουσίωση δηλαδή των πολιτικών διακηρύξεων σε εφαρμοσμένες δημόσιες πολιτικές, είναι αυτή που χαρακτηρίζει και κρίνει μία διακυβέρνηση, ιδιαίτερα αυστηρά μάλιστα όταν αυτή ασκείται από αριστερούς – προοδευτικούς πολιτικούς σχηματισμούς στην εποχή της κυριαρχίας του, έστω και πολλαπλώς κλονιζόμενου τα τελευταία χρόνια, νεοφιλελεύθερου οικονομικού υποδείγματος.

* Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ του του Τιμόθεου Ρέκκα, Οικονομολόγου, απόφοιτου Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 13 Σεπτεμβρίου 2022 11:39