Εξηγούμαι: Η παρούσα θητεία του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών χαρακτηρίζεται εξ αρχής από τις συνεχείς παρεμβάσεις στην πολιτική καθημερινότητα της χώρας, με πρόσημο των παρεμβάσεων αυτών την συντηρητική αντιμνημονιακή προσέγγιση των πραγμάτων. Αν και δεν είναι πάντοτε γνωστές οι πλειοψηφίες που συγκροτούνται εντός του Δ.Σ., είναι εντυπωσιακός ο σχηματισμός ομοφωνίας για την γελοιότητα της διαγραφής Πάγκαλου και την εμπλοκή του πρώτου επιστημονικού συλλόγου της χώρας σε μία προσωπική αντιπαράθεση με ένα κυβερνητικό στέλεχος, στο εχθρικό γήπεδο της φοροδιαφυγής των δικηγόρων.
Η συνέχεια ήλθε με αφορμή την επίσκεψη της τρόικας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, οπότε την «σκληρή» ανακοίνωση του ΔΣΑ διαδέχθηκε αυτή της Συντονιστικής, απηχώντας την ίδια αντίληψη πραγμάτων και επιδεικνύοντας τον ίδιο αγωνιστικό φόβο, μην τυχόν και αλλάξει τίποτα στον παράδεισο της ελληνικής δικαιοσύνης.
Επειδή λοιπόν, ως δικηγόροι είμαστε ή οφείλουμε να είμαστε εξοικειωμένοι με τις περίπλοκες και θεμελιωμένες αιτιολογίες, αισθάνομαι υποχρεωμένη, να επισημάνω τα εξής, καθόλου περίπλοκα, μάλλον προφανή:
- Όσο σαφές είναι λοιπόν, ότι μεγάλος αριθμός δικηγόρων φοροδιαφεύγει, άλλο τόσο είναι σαφές, ότι η πλειοψηφία των δικηγόρων με δυσκολία επιβιώνει, πολλές φορές με εισοδήματα φτώχειας. Εάν λοιπόν, για την πρώτη κατηγορία τα 1.500,00 € τον μήνα είναι πολύ λίγα, για την δεύτερη είναι πάρα πολλά. Η ύπαρξη της δεύτερης κατηγορίας, δεν απαλλάσσει την πρώτη και, βέβαια, όταν ένα επιστημονικό – συνδικαλιστικό όργανο προτάσσει την δεύτερη προς όφελος της πρώτης, επιεικώς ελέγχεται για -καθόλου αθώο- συντεχνιασμό...
- Προφανώς η Συντονιστική αδυνατεί να αντιληφθεί πολύ περισσότερα από την θεσμική ιδιότητα των εκπροσώπων της τρόικας. Σε ένα πράγμα μόνον έχει δίκιο: στο ότι οι υπηρεσιακοί -και όχι μόνον- παράγοντες της τρόικας ουδεμία νομιμοποίηση έχουν, για απ' ευθείας πρόσβαση και ελέγχους στην ελληνική διοίκηση και δικαιοσύνη (πράγμα που, ούτως ή άλλως δεν έπραξαν). Ούτε βεβαίως, αποτελούν τους φυσικούς προϊσταμένους και ελεγκτές απασών των υπηρεσιών και εξουσιών εν Ελλάδι. Μέχρις εκεί όμως.
Γιατί από του σημείου αυτού, μέχρις εκείνου, της υπεράσπισης μιας δικαιοσύνης, η οποία νοσεί βαρύτατα εν γνώσει και εις βάρος όλων μας (πολιτών, δικηγόρων, δικαστών, θεσμών, οικονομίας), υπάρχει τεράστια απόσταση. Την οποία τα θεσμικά όργανα των δικηγόρων οφείλουν να μην διανύουν ελαφρά τη καρδία και διανοία και επαναστατικώ δικαίω. Όπως οφείλουν επίσης, να αντιλαμβάνονται την στενή σχέση της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης με την συνολική κίνηση της οικονομίας. Διαφορετικά, υπερασπίζονται αδειανά πουκάμισα, όπως αδειανό πουκάμισο είναι και μία «εθνική υπερηφάνεια» στρογγυλοκαθισμένη σε δανεικά, πελατειακό κράτος, νομή εξουσιών, μισές αλήθειες και υπεκφυγές. Και, επειδή δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό, οφείλω να σημειώσω, ότι, ως γνωστόν, ο εξανδραποδισμός δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από ξένους κατακτητές ή καταπατητές, αλλά και από ημέτερους.
Τελειώνω, με ένα ακόμη προφανές, για την συνδικαλιστική μας ηγεσία: Όσο περισσότερο παρεμβαίνει με όρους πολιτικού κόμματος στην καθημερινότητα, τόσο θα χάνει σε επιστημονική εγκυρότητα, κύρος και συνδικαλιστική επάρκεια. Γιατί στην συγκυρία που διανύουμε, με την κοινωνία και την δικηγορία σε μετάβαση και έναν μεγάλο αριθμό συναδέλφων προ του φάσματος της αλλαγής επαγγέλματος ή της μετανάστευσης, η ηγεσία του σώματος οφείλει να διατυπώσει έναν ισχυρά μεταρρυθμιστικό λόγο, ικανό να προωθεί τομές – θεραπείες και όχι αναδιπλώσεις. Διεξόδους ή και εξόδους, επ' ωφελεία των περισσοτέρων δυνατόν. Και της κοινωνίας στο σύνολό της.
Η μέχρι σήμερα πορεία της αποδεικνύει, ότι η ηγεσία μας επέλεξε να προσθέσει έναν ακόμη παράγοντα στην πολιτική αντιπαράθεση και να αφήσει τους δικηγόρους χωρίς κλαδική εκπροσώπηση.