κηρυχθούν ακατάλληλα προς χρήση, και οι κάτοικοι να περιορίσουν τις λατρευτικές τους ανάγκες στους νεόδμητους ναούς, κυρίως στον ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Αν και οι χώροι επαρκούσαν για τις λατρευτικές ανάγκες των Ανωκωμιτών, το 1997 κρίθηκε αναγκαία η επισκευή του ναού του Αγίου Γεωργίου, για λόγους που είχαν να κάνουν με την μνημειακή αξία του κτηρίου.
Ο υφιστάμενος ναός του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε το 1882, στη θέση παλιότερου ναού. Κρίνοντας από την μεγάλη απόκλιση εσόδων-εξόδων, που ο ναός παρουσίαζε εκείνη την εποχή, στην οικοδόμησή του πρέπει να βοήθησε οικονομικά η μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης. Είναι πολύ πιθανό, ο ναός να χτίστηκε στα πλαίσια της αναβάθμισης της επισκοπής Σερβίων και Κοζάνης σε μητρόπολη εκείνα τα χρόνια, η οποία φαίνεται ότι επιτράπηκε από τις Οθωμανικές αρχές, στο πλαίσιο κατευνασμού του τοπικού Χριστιανικού πληθυσμού.
Οι λόγοι που οι Οθωμανοί ήθελαν τότε να καλοπιάσουν τους Χριστιανούς του Τσιαρτσιαμπά δεν είναι της παρούσης. Σημειώνεται μόνο πως η ήττα των Οθωμανών στον Ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1877-1878, και η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που την επικύρωσε, έφερε μεγάλη αναστάτωση στην αυτοκρατορία, με πολλές αποσχιστικές τάσεις.
Το 1878 οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής Άνω Κώμης είχαν συγκεντρωθεί με όπλα στον Βούρινο, ζητώντας ένωση με το Βασίλειο της Ελλάδας, έχοντας «τάση προς επανάσταση», ενώ σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας σημειώθηκαν ένοπλες συγκρούσεις για τους ίδιους λόγους. Προκειμένου η Οθωμανική αυτοκρατορία να περιορίσει τις συνέπειες της ήττας από τους Ρώσους το 1878, έκανε πολλές παραχωρήσεις στους Βρετανούς. Π.χ. το 1878 παραχώρησε την Κύπρο στην Μ. Βρετανία και το 1881 την Θεσσαλία στο Ελληνικό Βασίλειο, το οποίο ήταν ουσιαστικά Βρετανικό προτεκτοράτο. Παράλληλα, προσπάθησε να κατευνάσει τον Ελληνικό πληθυσμό στην Οθωμανοελλαδική μεθόριο, με όποιον τρόπο μπορούσε. Κοντολογίς, το έτος 1882 αποτελεί ορόσημο στις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Χριστιανούς της περιοχής Σερβίων και Κοζάνης.
Τα ονομάζουμε «μνημεία», γιατί κρατούν την μνήμη ζωντανή. Εκτός από μνημείο της «αλλαγής εποχής» για την περιοχή Σερβίων και Κοζάνης, και τοπόσημο της αναβάθμισης της επισκοπής σε μητρόπολη, ο ναός του Αγίου Γεωργίου είναι σημαντικός και για επιπλέον λόγους. Έχει ενσωματωμένα αρχαία spolia στην τοιχοποιία του, ενώ παράλληλα στεγάζει αξιόλογες εικονογραφίες. Είχε ιστορηθεί από τον Σαμαριναίο Δημήτριο Αδάμο Πιτένη, έναν σπουδαίο αγιογράφο της Δυτικής Μακεδονίας, ο οποίος ιστόρισε πολλούς ναούς στα Κροκοχώρια της Κοζάνης, δίνοντας ταυτότητα στα εκκλησιαστικά μνημεία του Τσιαρτσιαμπά του 19ου αιώνα. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών του ναού καταστράφηκε από τον σεισμό του 1995 και από την επισκευή του ναού που ακολούθησε. Σώζεται ένα μικρότερο μέρος, καθώς και το τέμπλο στο ακέραιο.
Ο σεισμός του 1995 δεν κατέστρεψε μόνο τοιχογραφίες αλλά προκάλεσε και την κατάρρευση μέρους του ιερού, και μέρους του κωδωνοστασίου. Λόγω της σημαντικότητας του μνημείου, δύο χρόνια μετά τον σεισμό, σχεδιάστηκε και εκπονήθηκε αποκατάστασή του ναού (ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΠΟ/ΔΑΒΜΜ/28600/1265/12-08-1997). Η αποκατάσταση, όμως, δεν έλαβε υπόψη της τα φαινόμενα καθίζησης και ολίσθησης του εδάφους. Ως εκ τούτου, σοβαρές ρηγματώσεις επανεμφανίστηκαν στην τοιχοποιία του ναού, μετά τον μικρής έντασης σεισμό τον Ιούλιο του 2013. Σήμερα, το μνημείο κινδυνεύει με κατάρρευση στον ίδιο βαθμό που κινδύνευε πριν την αποκατάστασή του.
Μέσα τα νομικά πλαίσια αρμοδιοτήτων του, το Τ.Α.Σ. Κοζάνης διενήργησε αυτοψία στις 30.10.2014, τα αποτελέσματα της οποίας κοινοποίησε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο Άνω Κώμης (αρ. πρωτ. 7819/523/20-02-2015). Σύμφωνα με την έκθεση, ο ναός κρίθηκε ακατάλληλος για χρήση. Με τη σειρά του, το εκκλησιαστικό συμβούλιο κοινοποίησε την έκθεση στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης τον Μάρτιο του 2015. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης, με το υπ’ αρ. 1019 7-8-2015 έγγραφό της, ζήτησε την εκπόνηση γεωτεχνικής μελέτης από την Δ/νση Τεχνικών Έργων της Περ. Δ. Μακεδονίας.
Η Δ/νσης Τεχνικών Έργων της Π.Ε. Κοζάνης, όμως, διενέργησε μόνο μία αυτοψία, πιθανότατα γιατί μόνο αυτό είναι αρμόδια να κάνει. Τα αποτελέσματα της αυτοψίας κοινοποιήθηκαν στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης και στον αντιπεριφερειάρχη Κοζάνης με το υπ’ αρ. 99309/4012 στις 9-9-2015. Σύμφωνα με την αυτοψία εντοπίζονται «φαινόμενα καθίζησης στο έδαφος θεμελίωσης με πιθανές απρόβλεπτες καταστάσεις για το μνημείο», ζητώντας: «Άμεση και ενδελεχή εξέταση όλου του φαινομένου από εξειδικευμένους επιστήμονες (την διενέργεια εδαφοτεχνικών ερευνών – σύνταξη γεωτεχνικής μελέτης και σύνταξη στατικής μελέτης ενίσχυσης – επισκευής του Ναού) για την επιλογή των απαιτούμενων επεμβάσεων προκειμένου να επιλυθεί οριστικά το πρόβλημα.» Στην επιστολή τους, οι μηχανικοί της Δ/νσης Τεχνικών Έργων της Π.Ε. συνέστησαν επίσης την «παράλληλη εκτέλεση πρόδρομων εργασιών για την αποτροπή δημιουργίας επαχθών καταστάσεων εξ αιτίας του φαινομένου της καθίζησης – ολίσθησης του εδάφους σε όλες τις κατάντη υποδομές.»
Δυστυχώς, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης ούτε είχε, ούτε έχει τους εξειδικευμένους επιστήμονες που χρειάζονται για την διενέργεια εδαφοτεχνικών ερευνών, την σύνταξη γεωτεχνικής μελέτης και την σύνταξη στατικής μελέτης ενίσχυσης – επισκευής του ναού. Έτσι, καμία άλλη ενέργεια δεν έγινε μέχρι το 2019, όταν Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης, με το υπ’ αρ. ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠ/ΕΦΑΚΟΖ/7007/4990/47 έγγραφό της στις 8- 1-2019, υπενθύμισε στην Εκκλ. Επιτροπή της Άνω Κώμης και την Ι.Μ Σερβίων και Κοζάνης, ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για την διάσωση του μνημείου. Φαίνεται όμως ότι ούτε η Εκκλησιαστική Επιτροπή, ούτε και η Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης γνωρίζουν σε ποιες συγκεκριμένες ενέργειες πρέπει να προβούν, ούτε από ποιους πόρους μπορούν να αντλήσουν χρηματοδότηση για την σύνταξη των απαιτούμενων μελετών.
Ενώ έχουν περάσει δέκα έτη από τον σεισμό του 2013, οκτώ έτη από τις αυτοψίες του ΤΑΣ και της Δ/νσης Τεχνικών Έργων της Π.Ε. Κοζάνης της, καθώς και από το αίτημα της Εφορίας Αρχαιοτήτων Κοζάνης προς την Περιφέρεια, τίποτα ουσιαστικό δεν έχει γίνει. Μόνο το παρακείμενο κοιμητήριο έχει μεταφερθεί χαμηλότερα.
Τον περασμένο Ιανουάριο η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης ζήτησε η εκπόνηση των μελετών να γίνει από επιστήμονες της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας (αρ. πρ. 3271 ΥΠΠΟΑ 4-1-2023), ενώ προσφάτως, για το συγκεκριμένο θέμα, το ΔΣ του Πολιτιστικού Συλλόγου Άνω Κώμης συναντήθηκε με εκπροσώπους της Περιφερειακής αρχής λαμβάνοντας πολύ θετικά μηνύματα. Προφανώς, κανείς δεν θέλει την καταστροφή του μνημείου. Η Περιφέρεια σίγουρα θέλει, αλλά το ζητούμενο είναι εάν τελικά θα καταφέρει αυτές οι μελέτες να εκπονηθούν.
Πρέπει να σημειωθεί ότι από την εκπόνηση και την εφαρμογή γεωτεχνικής μελέτης, έτσι ώστε το έδαφος θεμελίωσης να σταθεροποιηθεί, μέχρι την εκπόνηση μελέτης για την αποκατάσταση του ρηγματωμένου οικοδομήματος, και την τελική εφαρμογή της, ο δρόμος είναι μακρύς. Ας ελπίσουμε, ότι ο χρόνος δεν θα είναι αμείλικτος.
Η ενδεχόμενη κατάρρευση του ναού, και η καταστροφή του τέμπλου με τα έργα του Δημητρίου Αδ. Πιτένη, δεν θα σημάνει απλώς την απώλεια ακόμη ενός μεταβυζαντινού μνημείου στη Δ. Μακεδονία ούτε απλώς την απώλεια μέρους της τοπικής ταυτότητας της εκκλησιαστικής τέχνης. Θα σημάνει την πλήρη ανεπάρκεια του μηχανισμού του κράτους. Ενός κράτους που μπορεί να μην διατυμπανίζει ότι έχει επιτύχει την πλήρη αποτελεσματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Όμως, σίγουρα διακηρύσσει όχι μόνο ότι έχει διασφαλίσει τον τρόπο και τους πόρους για μια δίκαιη οικονομική μετάβαση στην Δυτική Μακεδονία, αλλά και την σιγουριά ότι μπορεί να διασφαλίσει και να αναδείξει μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς, όπως είναι τα γλυπτά του Παρθενώνα. Τα διακηρύσσει, την ίδια στιγμή που δεν έχει τα θεσμικά εργαλεία για να διασώσει έναν ναό στην περιφέρεια, περιμένοντας από μια χούφτα ηλικιωμένους εκκλησιαστικούς επιτρόπους ενός αγροτικού οικισμού να το πράξουν.
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε φρικτές σκέψεις, όπως ότι αν ο Έλγιν είχε επίσης αποξηλώσει τα spolia της Άνω Κώμης, και τα είχε πάρει μαζί του για να εκτίθενται στο Λονδίνο, θα ήταν προτιμότερο από το να καταλήξουν σκόνη και θρύψαλά στον επόμενο σεισμό.
Νίκος Σταμκόπουλος
Μηχανικός Περιβάλλοντος