Σήμερα τα χρεοστάσια δεν τιμωρούνται με αναγκαστική δουλεία, ούτε με αποστολή πολεμικών σκαφών, άσχετα αν οι λυρικοί της πολιτικής ομιλούν για «κατοχές», νέο «ΕΑΜ» και -όπως πάει, σε λίγο θα ακούσουμε- για την ανάγκη ύπαρξης ενός νέου Αρη Βελουχιώτη, ο οποίος ως γνωστόν αρνήθηκε τη μισητή στον κ. Τσίπρα συμφωνία της Βάρκιζας.
Σήμερα, η τιμωρία του χρεοστασίου είναι η άρνηση νέου δανεισμού. Εκείνοι που αδυνατούν να πληρώσουν τα παλιά δάνεια, δεν παίρνουν καινούργια. Αυτό που κατ' ουσίαν λένε οι αγορές είναι: «Βγάλ' τα πέρα με όσα παράγεις. Δεν μπορείς διότι εισάγεις ακόμη και οδοντογλυφίδες; Τι να κάνουμε; Εμείς τις μικρές ή μεγάλες οικονομίες που έχουμε, θα τις τοποθετήσουμε αλλού, εκεί όπου πιστεύουμε ότι είναι ασφαλέστερες».
Βεβαίως οι δανειστές κρατών ουδέποτε παραιτούνται των απαιτήσεών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ζήτησαν από τη Ρωσία αποπληρωμή των τσαρικών δανείων τη δεκαετία του '90, όταν τέλειωσε το διάλειμμα του σοβιετικού κομμουνισμού. Αλλά οι αγορές δεν βάζουν το μαχαίρι στον λαιμό, με τον τρόπο που έκαναν παλιά οι δανείστριες αγγλικές τράπεζες. Δεν στέλνουν τον στόλο στον Σαρωνικό για να επιβάλουν λιτότητα. Απλώς γυρνάνε την πλάτη, υποσημειώνοντας βέβαια το «έχουμε λαμβάνειν».
Στην Ελλάδα της μεγάλης ποίησης και του αριστερού ανορθολογισμού, τα περιοριστικά μέτρα εμφανίζονται κάτι σαν η μεγάλη συνωμοσία των ξένων και των «εγχώριων εντολέων τους», όπως είναι η λαϊκιστική έκφραση του συρμού. Δεν εξετάζουμε τι παράγουμε σε σχέση με το τι καταναλώνουμε, ούτε το γεγονός ότι ζούμε ακόμη με δανεικά. Δεν θέλουμε να δούμε ότι ακόμη και το περιορισμένο, σε σχέση με το παρελθόν, σημερινό εισόδημά μας είναι μεγαλύτερο της παραγωγής μας. Αυτό που εξετάζουμε είναι τι λεφτά είχαμε την περίοδο των άπλετων δανεικών με τα λεφτά που παίρνουμε σήμερα, που έχουν περιοριστεί τα δανεικά. Ελεεινολογούμε την τρόικα, επειδή δεν μας δανείζει όπως μας δάνειζαν παλιότερα οι αγορές. Μας δίνουν τόσα λεφτά όσα χρειάζονται για να μην καταρρεύσουμε, αντί να μας δώσουν όσα τραβάει η ψυχή μας. Ποιος ξέρει; Ισως ενδόμυχα να πιστεύουμε ότι οι ωραίοι εκτός από χρέη έχουν κι ανοιχτή γραμμή ρευστότητας ώστε να ξοδεύουν όσα θέλουν και όπως τους κάνει κέφι.
Παραγωγή και κατανάλωση
Η υπόρρητη, λοιπόν, παραδοχή στον δημόσιο διάλογο είναι ότι στην Ελλάδα όλα είναι μια χαρά κι απλώς μας έτυχαν κάποιοι νταήδες του εξωτερικού, οι οποίοι μας στριμώχνουν. Η best seller έκφραση είναι «τα μέτρα που επιβάλλει η τρόικα», ενώ η ορθή έκφραση είναι «η δύσκολη επιλογή που μάς δίνει η τρόικα». Αντί η κατανάλωση να προσαρμοστεί αυτόματα στο ύψος της πραγματικής παραγωγής μας, τώρα γίνεται μια προσπάθεια σταδιακής προσαρμογής, με την ελπίδα ότι θα αρχίσει να ανεβαίνει η παραγωγή έτσι ώστε να συναντήσει στα μισά την κατανάλωση που πέφτει. Εκτός δε των άλλων, η ελπίδα είναι να αποφευχθούν επικίνδυνοι κραδασμοί που θα ρίξουν την παραγωγή στα τάρταρα, με την κατανάλωση να ακολουθεί για να τη συναντήσει.
Το γράψαμε και παλιότερα: «Το 2009 το ελληνικό κράτος χρειάστηκε 24 επιπλέον δισ. για να λειτουργήσει, εκτός τόκων και χρεολυσίων. Αν τον Μάιο του 2010 δεν υπέγραφε τη συμφωνία διάσωσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ελλάδα δεν θα κήρυσσε απλώς χρεοκοπία. Θα έπρεπε να περικόψει άμεσα 24 δισ. από τις δαπάνες της. Με το Μνημόνιο δεν έπαψε η υποχρέωση περιορισμού αυτών των δαπανών. Απλώς, αντί να γίνει απότομα και μονομιάς διά της χρεοκοπίας, συμφωνήθηκε να γίνουν οι περικοπές σταδιακά. Το 2010 περιορίσαμε αυτό το πρωτογενές έλλειμμα στα 11 δισ. και η υποχρέωσή μας φέτος είναι να το περιορίσουμε στα δύο δισ., ώστε του χρόνου να περάσουμε σε πλεόνασμα. Αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Οχι με την τρόικα, αλλά με τη λογική. Δεν μπορεί να επιζήσει ένα κράτος ακόμη και αν μετά από θυσίες κατάφερε να μειώσει το έλλειμμα από 24 σε 11 δισ. Το κράτος αυτό απλώς δεν βγαίνει» («Καθημερινή», 20.9.2011).
Τρεις στους δέκα
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, τη μείωση των δαπανών του κράτους δεν την επιβάλλει η τρόικα, την απαιτούν η ίδια η ζωή και οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Αν δηλαδή σε μια χώρα δέκα εργαζόμενοι πρέπει να συντηρούν πέντε ή έξι συνταξιούχους και από αυτούς τους δέκα εργαζόμενους οι τρεις είναι δημόσιοι υπάλληλοι και ακόμη τέσσερις πουλάνε υπηρεσίες μόνο στην εσωτερική αγορά (δάσκαλοι, δικηγόροι, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες κ.λπ.) όλοι μαζί, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, πρέπει να εισάγουν για να τραφούν. Πόσω δε μάλλον, όταν όλοι αυτοί θέλουν και το αυτοκίνητό τους, και τον υπολογιστή τους, και τα γαρίφαλα για τις μεγάλες πίστες (κι αυτά εισαγόμενα είναι). Ο,τι και να κάνουν, όσο και να δουλέψουν, οι υπόλοιποι τρεις του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα δεν θα τα βγάλουν πέρα. Ή θα κλατάρουν, από την υπέρμετρη φορολογία, ή θα πάρουν των ομματιών τους και θα πάνε στο εξωτερικό.
Μια οικονομία τόσο εσωστρεφής και με τόσο ισχνή παραγωγική βάση είναι αδύνατον να μακροημερεύσει. Μπορεί να περάσει καλά μερικά χρόνια -όταν η παλίρροια του καπιταλισμού σηκώνει όλες τις βάρκες και «λεφτά υπάρχουν» στις αγορές-, αλλά δεν μπορεί να επιβιώσει σε μια κρίση ρευστότητας των αγορών, αλλά ούτε και σε φυσιολογικές περιόδους. Κάποια στιγμή οι δανειστές θα ζητήσουν τα λεφτά τους πίσω και οι τρεις παραγωγικοί της οικονομίας -αν βρίσκονται ακόμη στη χώρα- δεν θα έχουν να τους τα δώσουν.
Το στοίχημα
Αντί να μεμψιμοιρούμε, λοιπόν, για τα δεινά που νομίζουμε ότι φέρνει η τρόικα, ας δούμε την κρίση ως ευκαιρία για να αλλάξουμε τον παραγωγικό προσανατολισμό της χώρας. Δεν είναι εύκολο· εκατοντάδες χιλιάδες θα χρειαστεί στα επόμενα χρόνια να αλλάξουν δουλειά, αφού περάσουν πρώτα από ανεργία. Το στοίχημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι να αποφύγει αυτή την αλλαγή. Δεν μπορεί παρά να περάσει από εκεί. Το στοίχημα είναι αν αυτή η αναγκαία μετάβαση θα γίνει με το κράτος δίπλα να στηρίζει εκείνους που θα βρεθούν στο χάσμα που θα ανοίξει. Ο άλλος δρόμος είναι ότι θα έχουμε ένα παντελώς χρεοκοπημένο κράτος, που δεν θα μπορεί ούτε τα σημερινά ευτελή επιδόματα ανεργίας να δίνει.
Αγανακτώντας για την κρίση
Υπήρχαν κάποιες φυλές της Βορείου Αμερικής που χόρευαν για να ξορκίσουν την ξηρασία. Κατά τον ίδιο τρόπο μερικές χιλιάδες Ελλήνων αγανακτούν για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Σταθερό σύνθημα των συνδικαλιστών, αλλά και των αριστερών ψαλτών τους είναι ότι: «δεν πάει άλλο. Πρέπει να σηκωθούμε από τον καναπέ, πρέπει να αγωνιστούμε για τα δικαιώματά μας». Βεβαίως, κάθε αγώνας είναι θεμιτός, αρκεί να λαμβάνει υπόψη του την πραγματικότητα. Θα ήταν λογικό για παράδειγμα αν η συνήθως επαναστατημένη αριστερά, και οι συνδικαλιστικές της παραφυάδες, ζητήσουν να κατανεμηθούν διαφορετικά τα βάρη της κρίσης. Να αλλάξουν, π. χ., οι φορολογικοί συντελεστές σε βάρος της περιουσίας με συνακόλουθη ελάφρυνση της εργασίας.
Αντιθέτως βλέπουμε μια αριστερά που δεν έχει ταξικό πρόταγμα. Δεν καλεί για αύξηση του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, ώστε να απαλλαγεί από το τέλος η μικρή. Δεν χειροκρότησε την ατυχή μείωση των φορολογικών συντελεστών (που οδήγησε σε ελλειμματικά φορολογικά έσοδα ενός δισ. πέρυσι), ούτε ζητά αύξηση του συντελεστή 45% για τα υψηλά εισοδήματα. Θέλει απλώς περισσότερες προσλήψεις στο Δημόσιο, υψηλότερους μισθούς και χαμηλότερους φόρους γενικώς. Με άλλα λόγια, το στοιχείο «λεφτά δεν υπάρχουν», δεν μπαίνει καθόλου στην προβληματική της. Απλώς παλεύει γενικώς για ένα άλλο ασαφή κόσμο, όπου λεφτά θα πέφτουν από τον ουρανό.
Αυτό ίσως να είναι το προϊόν της πρακτικής που ακολουθούσε το πολιτικό σύστημα όλα αυτά τα χρόνια. Οι αυξήσεις μισθών στην Ελλάδα δεν αποφασίζονταν με βάση τα οικονομικά στοιχεία, αλλά μόνο με μονάδες πίεσης. Οποια συνδικάτα του Δημοσίου μπορούσαν να πιέσουν αποτελεσματικά την κυβέρνηση, κέρδιζαν αυξήσεις. Οι κυβερνήσεις μπορεί να μην τα μάζευαν από φόρους, αλλά τα αναπλήρωναν (όπως και τόσα άλλα) από δανεισμό. Τα επιπλέον χρήματα κυκλοφορούσαν ένα διάστημα στην οικονομία, ανεβάζοντας τις τιμές και μετά ακολουθούσε πάλι ο ίδιος κύκλος: πίεση - ικανοποίηση αιτημάτων - επιπλέον δανεισμός - νέα «ανάπτυξη».
Αυτό δημιούργησε κουλτούρα επικερδών διαδηλώσεων, με βάση την οποία πολλοί ελπίζουν ότι θα συνεχίσουν ως έχουν. Ολοι από εμπειρία «ξέρουν» πως η διαδήλωση ακόμη κι αν δεν είναι μαζική, η κατάληψη ακόμη κι αν είναι παράνομη, αποδίδει. Και δημιουργείται μια αέναη διαδικασία «επαναστατικότητας», η οποία επειδή πλέον δεν αποδίδει γίνεται όλο και πιο εξτρεμιστική και το χειρότερο σμικρύνει την έτσι κι αλλιώς μικρότερη πίτα που παράγεται για να διανεμηθεί. Τα συνδικάτα των συγκοινωνιών υπολογίζουν ένα εκατομμύριο κόστος (μόνο από τα εισιτήρια) κάθε μέρα απεργίας, ενώ οι απεργίες της ΔΕΗ έχουν κόστος τεσσάρων εκατομμυρίων ημερησίως. Οι απεργίες βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην ύφεση, κανείς πλέον δεν γίνεται πλουσιότερος (επειδή «δανεικά δεν υπάρχουν»), ενώ η έξοδος από την κρίση απομακρύνεται.
Διαβάστε
- «Η ανατομία της κρίσης», (συλλογικό) εκδ. ΣΚΑΪ Βιβλί