Θάλασσας, προστατεύοντας παράλληλα εκείνες της Ουκρανίας από τις ρωσικές επιθέσεις, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία.
Η απόφαση πάρθηκε μόλις μερικές ώρες μετά το χτύπημα ουκρανικών δυνάμεων στην κομβικής σημασίας γέφυρα του Κερτς στην Κριμαία. Παρότι η ζημιά ήταν πολύ μικρότερη της προηγούμενης επίθεσης στη γέφυρα και έκλεισε μόνο το ένα ρεύμα κυκλοφορίας, δίχως να διακόψει τον εφοδιασμό των ρωσικών βάσεων στην Κριμαία, έγινε σε μια στιγμή που ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θέλει να δείξει όχι μόνο ότι διατηρεί τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων αλλά και ότι ο στόχος της νίκης στον πόλεμο δεν έχει χαθεί.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα σιτηρά εργαλειοποιούνται στο βωμό της οικονομικής διπλωματίας και του διεθνούς ανταγωνισμού. Τέσσερις δεκαετίες προτού το Κρεμλίνο επιβάλει εμπάργκο στις εξαγωγές σιτηρών της Ουκρανίας, το οποίο θα μπορούσε να κοστίσει στη χώρα έως και 800 εκατομμύρια δολάρια το μήνα σε σκληρό συνάλλαγμα, ήταν οι ΗΠΑ που χρησιμοποίησαν ως όπλο τα δημητριακά εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης το 1980, όταν ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ επέβαλε εμπάργκο σιτηρών στον αντίπαλό τους στον Ψυχρό Πόλεμο, ως απάντηση στην εισβολή στο Αφγανιστάν. Όπως και τότε, το βασικό σκεπτικό δεν είναι άλλο από την αύξηση του κόστους του πολέμου για την αντίπαλη πλευρά, με τη Μόσχα εν προκειμένω, μετά το κλείσιμο της ενεργειακής στρόφιγγας, να παίζει το χαρτί της επισιτιστικής επισφάλειας.
Τι εξελίξεις προκύπτουν από τη ρωσική στάση και τι λύσεις προσφέρονται;
Σε ό,τι αφορά τη Δύση, αυτή έχει περιορισμένες επιλογές για να απαντήσει. Ελλείψει κρατών του ΝΑΤΟ που να είναι διαθέσιμα να παρέχουν συνοδεία για αποστολές ουκρανικών σιτηρών και να διακινδυνεύσουν μια άμεση ένοπλη αντιπαράθεση με τη Μόσχα, η Ρωσία έχει το πάνω χέρι. Μια πρώτη, άμεση επίπτωση αφορά στην εκτόξευση των ασφαλιστικών συμβολαίων, από τη στιγμή που η Μαύρη Θάλασσα μετατρέπεται σε δυνάμει εμπόλεμη ζώνη, εξέλιξη που έχει ως συνέπεια την άνοδο των τιμών των σιτηρών.
Σε μια άλλη παράμετρο σχετιζόμενη με τα όρια της διαβόητης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, το Κίεβο δυσκολεύεται και με τη χερσαία οδό, καθώς πολλά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης έχουν επιβάλει τις δικές τους απαγορεύσεις στις εισαγωγές ουκρανικών τροφίμων για να προστατεύσουν τους εγχώριους αγρότες. Τα de facto εμπάργκο έρχονται ως απάντηση σε μια πλημμυρίδα ουκρανικών σιτηρών που μειώνουν τις τοπικές τιμές στην Πολωνία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και τη Ρουμανία. Η Ρωσία δεν είναι η μόνη χώρα η οποία θέτει εμπόδια στην ουκρανική γεωργία. Υπάρχει, τέλος, και ο παράγοντας της επιμελητείας, δεδομένου ότι οι εναλλακτικές της μεταφοράς των σιτηρών μέσω Δούναβη ή μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου είναι εφικτές αλλά ανεπαρκείς ως προς τη μεταφορά των απαιτούμενων όγκων, δυσχεραίνοντας έτι περαιτέρω την κατάσταση.
Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο αφορά τον παγκόσμιο Νότο και τα οξυμένα προβλήματα που αναμένεται να δημιουργήσει η άρνηση του Κρεμλίνου για συνέχιση της συμφωνίας, επίσημα γνωστής ως «Πρωτοβουλία για τα Σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας». Όπως σημειώνει αναλυτής της Radobank, η εντονότερη επισιτιστική ανασφάλεια έρχεται σε μια στιγμή που πολλές χώρες αντιμετωπίζουν υψηλό χρέος, το οποίο δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν, λόγω και των αυξανόμενων επιτοκίων. Οι συνέπειες όμως δεν περιορίζονται μόνο στα δημόσια οικονομικά: το νορβηγικό Προσφυγικό Συμβούλιο τονίζει ότι αυτή η συμφωνία ήταν «μια από τις λίγες αχτίδες ελπίδας σε αυτή την εποχή του βιβλικού λιμού».
Πρόκειται για μια κίνηση φαινομενικά παράδοξη αν σκεφτεί κανείς πως αδυνατίζει τα διπλωματικά ερείσματα της Μόσχας, απομακρύνοντας συμμάχους της Ρωσίας στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία. Όμως, για όσους ξέρουν το σκεπτικό του Βλαντίμιρ Πούτιν και του επιτελείου του, η απόφαση βγάζει νόημα αν συνυπολογιστούν τα οικονομικά δεδομένα σε χρονική αναλογία. Γιατί, αν το 2022 o Πούτιν ήταν θετικός σε μια συμφωνία για την επανεκκίνηση των ουκρανικών αποστολών σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, χρειαζόταν απεγνωσμένα να διατηρήσει κοντά του τον παγκόσμιο Νότο και ήταν επομένως απαραίτητο να εκτρέψει την ευθύνη για την αύξηση των τιμών των τροφίμων παγκοσμίως. Έναν χρόνο μετά, ο υπολογισμός άλλαξε: Οι τιμές του σιταριού έχουν μειωθεί κατά σχεδόν 50% από το υψηλότερο σημείο του 2022, περιορίζοντας την πίεση στον παγκόσμιο Νότο. Και η Μόσχα μπορεί εμφατικά να ισχυριστεί ότι οι αποστολές της Ουκρανίας ρέουν σε μεγάλο βαθμό προς πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες και προς την Κίνα, αντί για χώρες με πρόβλημα διασφάλισης σίτισης στην Αφρική.
Έτσι, ο Πούτιν ακύρωσε τη συμφωνία νωρίτερα αυτή την εβδομάδα και έκτοτε ενίσχυσε αυτή του τη στάση, βομβαρδίζοντας πρώτα το λιμάνι της Οδησσού, κόμβο των αγροτικών εξαγωγών της Ουκρανίας και, στη συνέχεια, προειδοποιώντας ότι οποιοδήποτε πλοίο εμπλέκεται με ουκρανικά τρόφιμα θα θεωρείται νόμιμος στρατιωτικός στόχος. Η Ουκρανία αντέδρασε την Πέμπτη εκτοξεύοντας την ίδια απειλή για πλοία τα οποία κατευθύνονται προς ρωσικά λιμάνια.
Από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν μέχρι τον Λευκό Οίκο, η Δύση έχει καταγγείλει τη ρωσική κίνηση με αποκαλυπτικούς όρους. Όμως, αν η κριτική επανέλθει στη μήτρα του πολιτικού ρεαλισμού, η μόνη πιθανή λύση περνάει μέσα από τους διαδρόμους της διπλωματίας και απαιτεί από την Ουάσιγκτον να ασκήσει πίεση σε χώρες με ειδικό βάρος (Αίγυπτος, Ινδία, Σαουδική Αραβία), ώστε, με τη σειρά τους, να μεταπείσουν το Κρεμλίνο.
Εάν οι τιμές του σιταριού δεν εκτιναχθούν, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες θα πρέπει είτε να αποδεχθούν τον ρωσικό αποκλεισμό, είτε να προσφέρουν εκχωρήσεις στη Μόσχα και να καταβάλουν στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης μεγάλες επιδοτήσεις για να δεχθούν εκείνα το ουκρανικό σιτάρι. Καμία από τις παραπάνω δεν αποτελεί καλή επιλογή, ωστόσο το Κίεβο θα χρειαστεί βοήθεια.
* Βαγγέλης Δ. Μαρινάκης, Πολιτικός Επιστήμονας, ΜSc Δημόσιες Πολιτικές – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 14ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ